του Σταύρου Λυγερού
Μπορεί η κυβέρνηση να
καλλιεργεί στην κοινή γνώμη –προσεκτικά είναι αλήθεια– το δικό της αφήγημα για success story στην οικονομία, αλλά στο Μαξίμου
έχουν συνείδηση πως τα πάντα θα κριθούν από την έκβαση της μάχης για την
ελάφρυνση του χρέους. Προϋπόθεση για να συζητηθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 4 Δεκεμβρίου είναι οι
διαπραγματεύσεις με το Κουαρτέτο να καταλήξουν τις επόμενες ημέρες σε συμφωνία.
Σύμφωνα με έγκυρες
πληροφορίες, η εντολή του Μαξίμου προς τους εμπλεκόμενους υπουργούς είναι να
εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια για άμβλυνση των υπέρμετρων απαιτήσεων κυρίως του
ΔΝΤ στον τομέα των εργασιακών, αλλά να μην διακινδυνεύσουν ναυάγιο αυτού του
κύκλου των διαπραγματεύσεων. Η οδηγία του πρωθυπουργού πως το Κουαρτέτο δεν
πρέπει να φύγει από την Ελλάδα χωρίς συμφωνία, πρακτικά σημαίνει ότι η ελληνική
πλευρά είναι άοπλη διαπραγματευτικά.
Όπως είπε στο “Θέμα” υψηλά
ιστάμενος κυβερνητικός παράγοντας «μας
πονάει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε πίσω, αλλά το διακύβευμα είναι πολύ
μεγαλύτερο από τα εργασιακά και τα άλλα θέματα της ατζέντας. Αν δεν έχουμε
συμφωνία πριν φύγουν οι θεσμοί δεν θα μπορέσει το Euro Working Group στις 28 του Νοέμβρη να ανάψει το
πράσινο φως και θα χαθεί η δυναμική που υπάρχει για να συζητηθεί η ελάφρυνση
του ελληνικού χρέους στο Eurogroup
στις 4 του Δεκέμβρη. Ο Σόιμπλε θα το ήθελε πολύ, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να
μην χάσουμε το τρένο».
Αναφερόμενη στις
διαπραγματεύσεις για τη 2η αξιολόγηση, άλλη κυβερνητική πηγή μας
είπε ότι αυτή τη φορά η κυβέρνηση ήταν πολύ πιο καλά προετοιμασμένη. Στο
πλαίσιο της εντολής του πρωθυπουργού να μην υπάρξουν καθυστερήσεις έγιναν από
το καλοκαίρι συσκέψεις. Σ’ αυτές αποφασίστηκε κάθε υπουργείο να επεξεργασθεί
συγκεκριμένες προτάσεις για τα θέματα της ατζέντας, ώστε να μην περιέλθει στη
μειονεκτική θέση να διαπραγματεύεται αποκλειστικά στη βάση των απαιτήσεων του
Κουαρτέτου.
Εάν όλα πάνε όπως
υπολογίζουν, στις 4 Δεκεμβρίου θα εγκριθεί η ολοκλήρωση της 2ης
αξιολόγησης, αλλά η δόση των 6,1 δισ θα εκταμιευθεί όταν θα ψηφισθούν τα 12
προαπαιτούμενα που θα έχουν συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές. Είναι δεδομένο ότι το
Eurogroup
θα αποφασίσει και τα
λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αυτό δεν
το αμφισβητεί ούτε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα,
ωστόσο, είναι κάποιες επιμέρους διευθετήσεις. Με άλλα λόγια, είναι ανίκανα να
διαλύσουν το κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο αποτρέπει μεγάλες επενδύσεις, οι
οποίες με τη σειρά τους είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής
οικονομίας.
Δεν είναι, όμως, μόνο
αυτό. Εάν το ελληνικό χρέος δεν χαρακτηρισθεί βιώσιμο, θα είναι εξαιρετικά
δύσκολο για τον Ντράγκι να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πολλά θα κριθούν και από την έκθεση του ΔΝΤ
για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που αναμένεται τον Δεκέμβριο.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην
ποσοτική χαλάρωση έχει κρίσιμη σημασία. Όχι μόνο επειδή θα προσκομίσει στην
ελληνική οικονομία μερικά δισ ευρώ, αλλά κυρίως θα ανοίξει τον δρόμο για την
επιστροφή στις αγορές. Εάν η Ελλάδα δεν επιστρέψει στις αγορές μέχρι την άνοιξη
του 2018, το 4ο Μνημόνιο θα καταστεί αναπόφευκτο, επειδή χωρίς μία 4η
δανειακή σύμβαση δεν θα είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.
Για να αποτρέψει το
εφιαλτικό αυτό σενάριο, η κυβέρνηση προσπαθεί με όλους τους τρόπους η συζήτηση
στο Eurogroup να
διευρυνθεί. Τα μέτρα που θα αποφασισθούν, έστω και αν χαρακτηρισθούν
βραχυπρόθεσμα, να αφορούν ένα μεγάλο κομμάτι του χρέους, για την ακρίβεια 65
δισ. Επιπλέον, επιδιώκει να καταγραφούν με πολιτική απόφαση όσο το δυνατόν πιο
δεσμευτικά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα εφαρμοσθούν το 2018. Εάν αποφασισθούν,
ο ορίζοντας θα έχει σε μεγάλο βαθμό καθαρίσει. Αυτό θα επηρεάσει τη βιωσιμότητα
του ελληνικού χρέους, το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά
και βεβαίως τις αποφάσεις των υποψηφίων επενδυτών.
Προς την ίδια κατεύθυνση
πιέζει και το ΔΝΤ. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην έκθεσή του για το ελληνικό χρέος
στις αρχές του καλοκαιριού, το Ταμείο είχε ζητήσει η ελάφρυνση να
πραγματοποιηθεί μέχρι το 2018. Είχε, μάλιστα, ζητήσει η ελάφρυνση να μην
συνδεθεί με όρους, επειδή αυτό θα συντηρούσε το κλίμα αβεβαιότητας και θα
εμπόδιζε την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης.
Πιεζόμενο να τα βρει με
τους Ευρωπαίους, όμως, το ΔΝΤ είχε προσυπογράψει τον περασμένο Μάιο την απόφαση
του Eurogroup, η οποία
είναι πολύ φειδωλή. Υπό την πίεση των ίδιων σκοπιμοτήτων, ο εκπρόσωπός του Ράις
δήλωσε προ ημερών ότι το Ταμείο είναι διατεθειμένο να συμμετάσχει και
χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα (Μνημόνιο) εάν στο Eurogroup του Δεκεμβρίου αποφασισθούν όχι μόνο
τα βραχυπρόθεσμα, αλλά και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης. Για να γεφυρώσει
το χάσμα με το Βερολίνο, μάλιστα, έκανε ένα ακόμα βήμα πίσω. Πρότεινε η
εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων να συνδεθεί με όρους.
Αν κρίνουμε, όμως, από τις
δηλώσεις του Σόιμπλε, ούτε οι δημόσιες παροτρύνσεις του προέδρου Ομπάμα, ούτε η
συμβιβαστική πρόταση του ΔΝΤ, ούτε οι φωνές που ακούγονται και εντός του
ευρωιερατείου, στάθηκαν ικανές να κάμψουν την αδιαλλαξία του. Απαντώντας στον
Ομπάμα, που υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη της ελληνικής
οικονομίας χωρίς ελάφρυνση του χρέους, έφθασε στο σημείο να πει ότι προσφέρει
κακή υπηρεσία στους Έλληνες όποιος λέει ότι πρέπει να ελαφρυνθεί το χρέος τους!
Την επομένη, μάλιστα, πήγε ακόμα παραπέρα, δηλώνοντας ότι η ελάφρυνση εμποδίζει
τις μεταρρυθμίσεις!
Οι δηλώσεις Σόιμπλε ήταν
και ένα μήνυμα προς τη Μέρκελ να μην υποχωρήσει στην πίεση του Ομπάμα. Σύμφωνα
με αξιόπιστες πληροφορίες οι δύο τους συζήτησαν για το ελληνικό χρέος στο
δείπνο που είχαν την περασμένη Τετάρτη, αλλά η καγκελάριος δεν αποδέχθηκε τη
σύσταση του Αμερικανού προέδρου. Το γεγονός, άλλωστε, ότι είναι απερχόμενος
μειώνει κατά πολύ την ισχύ των συστάσεών του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί
η αντίφαση των Μέρκελ και Σόιμπλε. Θέλουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο
ελληνικό πρόγραμμα, αλλά αρνούνται την ελάφρυνση του χρέους που είναι η
προϋπόθεση για τη συμμετοχή. Το τελευταίο χαρτί του Γερμανού υπουργού
Οικονομικών προς το Κοινοβούλιό του θα είναι το επιχείρημα ότι αυτό που έχει
σημασία είναι το γεγονός ότι το Ταμείο ήδη συμμετέχει ως τεχνικός σύμβουλος και
ως τέτοιος εγγυάται την απαρέγκλιτη εφαρμογή του Μνημονίου.
Το Βερολίνο είναι αρνητικό με την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους
και επειδή φοβάται μήπως λειτουργήσει ως προηγούμενο και για άλλες χώρες-μέλη
που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερχρέωσης. Όπως ομολογεί, όμως, και η έγκυρη Frankfurter
Allgemeine
Zeitung
οι πιέσεις προς τον Σόιμπλε εντείνονται. Εξ ου και η έκδηλη
νευρικότητά του.
Αυτός είναι ο λόγος που η
συνεδρίαση του Eurogroup
στις 4 Δεκεμβρίου δεν αναμένεται να είναι περίπατος για τον Γερμανό υπουργό
Οικονομικών. Το κλίμα στην Ευρώπη αλλάζει. Σ’ αυτό δεν έχει συμβάλει μόνο ο
Ομπάμα και το ΔΝΤ. Έχει μεσολαβήσει το Brexit και η εκλογή Τραμπ.
Το ενδεχόμενο να είναι
αρνητικό το δημοψήφισμα στην Ιταλία και να οδηγήσει σε παραίτηση του Ρέντσι, σε
συνδυασμό με την άνοδο του Κινήματος του Γκρίλο προσθέτει έναν ακόμα κρίκο στην
αλυσίδα. Το ίδιο και η πιθανή εκλογή του ακροδεξιού στην προεδρία της Αυστρίας
και βεβαίως η αναμενόμενη άνοδος της Λεπέν στη Γαλλία.
Ολοένα και περισσότεροι
συγκλίνουν στη θέση ότι η γερμανική ακαμψία καθηλώνει την Ευρωζώνη στην
οικονομική στασιμότητα, με αποτέλεσμα να ενισχύονται αντισυστημικές πολιτικές
δυνάμεις. Είναι ενδεικτικό ότι –σύμφωνα με δημοσκόπηση– η πλειονότητα των
Ευρωπαίων θεωρεί ότι η ΕΕ βαδίζει προς τη λάθος κατεύθυνση. Ο Γάλλος
πρωθυπουργός Βαλς, μάλιστα, δήλωσε ότι η Ένωση κινδυνεύει με διάλυση.
Αντίστοιχες δηλώσεις έχει κάνει επανειλημμένως και ο Ιταλός ομόλογός του
Ρέντσι.
Η γερμανική ακαμψία επιβεβαιώθηκε
και με το κατηγορηματικό όχι του Σόιμπλε στην τοποθέτηση του Μοσχοβισί.
Υπενθυμίζουμε ότι μιλώντας εκ μέρους της Κομισιόν, ο αρμόδιος επίτροπος ζήτησε
επισήμως να υιοθετηθεί επεκτατική δημοσιονομική πολιτική από τις χώρες-μέλη που
έχουν τα περιθώρια. Ήταν ένα σαφές μήνυμα προς το Βερολίνο να μειώσει τα
πλεονάσματά του, αυξάνοντας τις δαπάνες του με σκοπό να προκληθεί ανάπτυξη.
Το γεγονός ότι αμφισβητείται
η πολιτική του Σόιμπλε αποτυπώθηκε και στις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ. Ο πρόεδρος
του Eurogroup
όχι μόνο επαίνεσε την
κυβέρνηση Τσίπρα για την καλύτερη εφαρμογή του Μνημονίου από τις προηγούμενες
κυβερνήσεις, αλλά και άφησε ορθάνοικτο το ενδεχόμενο να συζητηθούν στις 4
Δεκεμβρίου και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Επίσης, άφησε ανοικτό και το ενδεχόμενο να μειωθεί ο στόχος για πρωτογενή
πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά.
Υπενθυμίζουμε ότι για να
μην επιβληθούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας, το ΔΝΤ ζητάει το 3,5% να μειωθεί στο
1,5%. Για την Ελλάδα η μείωση του 3,5% είναι ζωτικής σημασίας και γι’ αυτό η
κυβέρνηση καθυστερεί να συμφωνήσει και να ψηφίσει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για
την επόμενη τριετία. Αν το κάνει τώρα θα πρέπει να αποδεχθεί το 3,5% που
προβλέπει το 3ο Μνημόνιο και ως εκ τούτου να εξουδετερώσει πολιτικά
τη διεκδίκησή της.
Σύμφωνα με κοινοτική πηγή,
η μάχη στο Eurogroup θα
είναι σκληρή, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα ληφθούν αποφάσεις και για τα
μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Όπως χαρακτηριστικά μας
είπε, «μπορεί αυτό να μην συμβεί το
Δεκέμβριο, αλλά θα συμβεί το πρώτο εξάμηνο του 2017 και θα συνδεθεί με οδικό
χάρτη». Η ίδια πηγή μας είπε ότι η πρόσφατη μετατόπιση του ΔΝΤ έγινε στο
πλαίσιο διαβουλεύσεων με ανώτατους Ευρωπαίους αξιωματούχους και με σκοπό να
διευκολυνθεί ο συμβιβασμός με το Βερολίνο.
Δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον
έπαιξε ρόλο μεσολαβητή σ’ αυτές τις διαβουλεύσεις, η εκλογή Τραμπ δημιουργεί
μία ασάφεια για το πώς τελικώς θα διαμορφωθεί η στάση του αμερικανικού
παράγοντα. Τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και η ηγεσία του ΔΝΤ τηρούν στάση αναμονής.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, η Λαγκάρντ έχει ζητήσει συνάντηση με το νέο
Αμερικανό πρόεδρο, προκειμένου να διευκρινίσει τις προθέσεις του όχι μόνο για
το ελληνικό ζήτημα, αλλά ευρύτερα για τη στάση έναντι της Ευρωζώνης.
Η ασάφεια για τις
προθέσεις του Τραμπ αφορά και τη γεωπολιτική πτυχή, η οποία εκ των πραγμάτων
αγγίζει την Ελλάδα. Με ανοικτά τα μέτωπα στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, με
τη Λιβύη “μαύρη τρύπα” και με την Τουρκία του Ερντογάν να αυτονομείται από τη
Δύση, η κυβέρνηση Ομπάμα αξιολογούσε ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα
δεύτερης γραμμής σε χώρα πρώτης γραμμής. Γι’ αυτό και το τελευταίο που θα
επιθυμούσε ήταν να προκύψει οικονομική κατάρρευση.
Σύμφωνα με αξιόπιστες
πληροφορίες, η διάσταση αυτή εθίγη και κατά τη διάρκεια της συνάντησης του
Ομπάμα με τους ηγέτες των πέντε μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία,
Βρετανία, Ιταλία και Ισπανία). Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση Τραμπ
θα συμμερισθεί αυτή την ανάγνωση των γεωπολιτικών δεδομένων ή θα προχωρήσει σε
αναθεώρηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που θα υποβαθμίζει το
αμερικανικό ενδιαφέρον για τη σταθερότητα της Ελλάδας.
Εάν οι εξελίξεις δεν πάρουν
την τροπή που επιδιώκει η Αθήνα, εκτός από τις οικονομικές θα προκύψουν και
ισχυρές πολιτικές παρενέργειες. Χάνοντας συνεχώς έδαφος στις δημοσκοπήσεις και
με ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού να μην μπορούν να τα βγάλουν
πέρα, η κυβέρνηση θα αποσταθεροποιηθεί.
Στην πραγματικότητα, ο
Τσίπρας παίζει τα ρέστα του στο αισιόδοξο σενάριο. Εάν, όμως, τα πράγματα
στραβώσουν, οι ελπίδες του ΣΥΡΙΖΑ για πολιτικοεκλογική ανάκαμψη ή τουλάχιστον
για συγκράτηση δυνάμεων θα καταρρεύσουν. Όπως ομολόγησε στο “Θέμα” ανώτατη
κυβερνητική πηγή, σ’ αυτή την περίπτωση θα εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη το
ενδεχόμενο προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
Το πολιτικό δίλημμα για
τον ΣΥΡΙΖΑ θα προσλάβει πιεστικό χαρακτήρα: Θα προτιμήσει να παραμείνει στην
εξουσία, με κόστος τον ορατό κίνδυνο να δει το εκλογικό ποσοστό του να
συρρικνώνεται δραματικά, ή θα στήσει κάλπες για να φύγει πριν τη βύθιση και
κατ’ αυτό τον τρόπο για να παραμείνει ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος;
Η ίδια κυβερνητική πηγή
ήταν σαφής: «σήμερα και όσο δεν έχει ξεκαθαρίσει ο πολιτικός ορίζοντας οι
κάλπες είναι εκτός συζήτησης. Εάν, όμως, την άνοιξη δεν έχουμε αποφάσεις για
την ελάφρυνση του χρέους και δεν έχουμε μπει στην ποσοτική χαλάρωση, θα πάμε
υποχρεωτικά σε εκλογές. Θα ήταν πολιτικά αυτοκτονικό να συνεχίσουμε. Θα είναι ο
ίδιος ο Τσίπρας που θα διαλέξει την ηρωική έξοδο. Ελπίζουμε, όμως, πως δεν θα
χρειαστεί να φθάσουμε εκεί».
δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα 20-11-2016
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αλλά, στην τωρινή ελληνική περίπτωση, συναινούμε για ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ζουγκλοποίησης στην αγορά εργασίας μας,που επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη ζωή των εργαζομένων, για χάρη απατηλών φαντασιώσεων. Πότε, επιτέλους, θα γίνει συνειδητή η μαύρη αλήθεια; Ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει δυνατότητα επιβίωσης, αν παραμείνουμε στα μνημόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφή