Ο πολιτικός στόχος της ένωσης της Κύπρου με τη «Μητέρα Πατρίδα», Ελλάδα,
ήταν μέρος της γενικότερης πολιτικής επιδίωξης του αλύτρωτου
Ελληνισμού. Την πολιτική αυτή για την Κύπρο τη διαμόρφωνε και την
προωθούσε κατά κύριο λόγο η Εκκλησία της Κύπρου.
Παρόλες, όμως, τις έντονες αυτές προσπάθειες που τις ενστερνιζόταν σχεδόν το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, η ίδια η Ελληνική Κυβέρνηση, από τον καιρό του Ελευθέριου Βενιζέλου, είτε μας συμβούλευε για το αντίθετο είτε ακόμη και με σαφή άρνηση να δεχθεί τις δικές μας απαιτήσεις, όπως στην περίπτωση της κατάθεσης των εγγράφων του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 στα Ηνωμένα Έθνη.
Αυτή η στάση, όμως, των Ελληνικών Κυβερνήσεων δεν στάθηκε αρκετή να μας επηρεάσει, ως λαό και ως Ηγεσία, να αποδεχθούμε ως μόνιμο πια γεγονός την ανακήρυξη της Κύπρου το 1960 ως ανεξάρτητης χώρας, ως μέλους των Ηνωμένων Εθνών, και που έδινε τέλος στην πολιτική της Ένωσης.
Παράδειγμα, η δεδηλωμένη πολιτική του «ευκταίου» του Εθνάρχη Μακαρίου, ενώ ήταν ήδη εκλεγμένος Πρόεδρος της Κύπρου, το ομόφωνο ψήφισμα της Κυπριακής Βουλής του 1967 για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καθώς και οι δηλωθέντες στόχοι των ηγετών του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 1974.
Όμως, μετά την τουρκική εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα, τα πράγματα άλλαξαν και οι πολιτικοί μας στόχοι άρχισαν να διαμορφώνονται γύρω από την αποδοχή του «εφικτού», ότι η Κύπρος είναι και θα πρέπει να παραμείνει πια ως ανεξάρτητο κράτος με ένα καθεστώς Ομοσπονδίας με ρυθμισμένα πολιτικά δικαιώματα και για τις δυο Κοινότητες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Σημειώνεται ότι και αυτές ακόμη οι πολιτικές δυνάμεις που δήλωναν ότι η επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960, που προνοούσε για μια μορφή «ενιαίου» κράτους, ήταν προτιμότερη από τη Δικοινοτική, Διζωνική Ομοσπονδία, δεν δήλωσαν ποτέ δημόσια ότι συνέχιζαν να ήσαν υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με τη «Μητέρα Πατρίδα».
Βέβαια, η όλη εικόνα χρειάζεται να συμπληρωθεί και με αναφορά στις απόψεις και τις επιδιώξεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Από τον καιρό της Αγγλοκρατίας, οι Τουρκοκύπριοι ήταν μια οργανωμένη κοινότητα με δικούς της εκπροσώπους στην τότε Βουλή. Παρόλο που η συμβίωση των δυο κοινοτήτων ήταν, γενικά, φιλική και ειρηνική, εντούτοις δεν αδιαφορούσαν έναντι του Ενωτικού κινήματος.
Η τέτοια αντίδρασή τους εξελίχθηκε με τον καιρό σε ένα κίνημα διαίρεσης, (taxim), έστω και αν δεν το ασπαζόταν η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων. Σε σύγκριση με εμάς τους Ελληνοκυπρίους που στη μεγάλη πλειοψηφία στοχεύαμε στην Ένωση, οι Τουρκοκύπριοι στόχευαν κυρίως στην Κοινοτική αυτονομία που από τις ταραχές του 1963-64, και εντονότερα μετά την εισβολή της Τουρκίας το 1974 και τον διαχωρισμό σε «βόρειους» και «νότιους», κατέληξαν να έχουν τη δική τους Κοινοτική Διοίκηση, που τελικά την ανακήρυξαν ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου, ΤΔΒΚ».
Μέσα, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτών των διαχωριστικών εξελίξεων, τον «νότο» τον διαχειρίζεται η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ στο «βορρά» λειτουργεί μια μη αναγνωρισμένη, διεθνώς, κυβέρνηση. Κοινή επιδίωξη είναι η συνένωση των δυο Κοινοτήτων στη βάση της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας με δυο συνιστώσες και ισότιμες Πολιτείες.
Στο ενδεχόμενο ο στόχος να μην επιτευχθεί, η πιθανότητα είναι ότι η «ΤΔΒΚ» είτε θα καταφέρει να αναγνωρισθεί διεθνώς ως νόμιμο κράτος, ή έστω και ως η «Ταϊβάν» της περιοχής, είτε θα καταλήξει σε μια τυπική ή άτυπη επαρχία της Τουρκίας.
Και εδώ είναι που τίθεται το απλό ερώτημα: Αποδεχόμαστε ως Ελληνοκύπριοι, και με ειλικρίνεια, ότι το θέμα «Ένωση με την Ελλάδα» το έχομε διαγράψει διά παντός ως μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη φανερή ή κρυφή πολιτική επιδίωξη, και αντ’ αυτού αποδεχόμαστε ως σταθερή και μακροχρόνια πολιτική ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο Κυπριακό Κράτος που να στεγάζει τις δυο Κύριες Κοινότητες κάτω από ένα συμφωνημένο σύνταγμα, (Ομόσπονδης ή Ενιαίας μορφής);
Ή θα μας ικανοποιούσε και, ως τελευταία επιλογή, η διχοτόμηση της Κύπρου με τη δημιουργία δυο «κρατών», ενός ελληνοκυπριακού στον Νότο και ενός τουρκοκυπριακού στον Βορρά; Γιατί, βέβαια, η Τουρκία ποτέ δεν θα αποδεχόταν μια τόσο δραματική αλλαγή στο μαλακό της υπογάστριο ως αποτέλεσμα μιας προέκτασης της ελληνικής κυριαρχίας μέχρι την Κύπρο.
Ας μας πουν, λοιπόν, οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες ξεκάθαρα τι πραγματικά επιδιώκουν και τι πραγματικά θέλουν να δουν στην Κύπρο μας: ένα Νησί για τους Κυπρίους ή «μια πατρίδα μοιρασμένη στα δυο»;
*Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την τελευταία απόφαση της Βουλής για το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950.
ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Σημερινή
Παρόλες, όμως, τις έντονες αυτές προσπάθειες που τις ενστερνιζόταν σχεδόν το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, η ίδια η Ελληνική Κυβέρνηση, από τον καιρό του Ελευθέριου Βενιζέλου, είτε μας συμβούλευε για το αντίθετο είτε ακόμη και με σαφή άρνηση να δεχθεί τις δικές μας απαιτήσεις, όπως στην περίπτωση της κατάθεσης των εγγράφων του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 στα Ηνωμένα Έθνη.
Αυτή η στάση, όμως, των Ελληνικών Κυβερνήσεων δεν στάθηκε αρκετή να μας επηρεάσει, ως λαό και ως Ηγεσία, να αποδεχθούμε ως μόνιμο πια γεγονός την ανακήρυξη της Κύπρου το 1960 ως ανεξάρτητης χώρας, ως μέλους των Ηνωμένων Εθνών, και που έδινε τέλος στην πολιτική της Ένωσης.
Παράδειγμα, η δεδηλωμένη πολιτική του «ευκταίου» του Εθνάρχη Μακαρίου, ενώ ήταν ήδη εκλεγμένος Πρόεδρος της Κύπρου, το ομόφωνο ψήφισμα της Κυπριακής Βουλής του 1967 για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καθώς και οι δηλωθέντες στόχοι των ηγετών του πραξικοπήματος του Ιουλίου του 1974.
Όμως, μετά την τουρκική εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα, τα πράγματα άλλαξαν και οι πολιτικοί μας στόχοι άρχισαν να διαμορφώνονται γύρω από την αποδοχή του «εφικτού», ότι η Κύπρος είναι και θα πρέπει να παραμείνει πια ως ανεξάρτητο κράτος με ένα καθεστώς Ομοσπονδίας με ρυθμισμένα πολιτικά δικαιώματα και για τις δυο Κοινότητες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Σημειώνεται ότι και αυτές ακόμη οι πολιτικές δυνάμεις που δήλωναν ότι η επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960, που προνοούσε για μια μορφή «ενιαίου» κράτους, ήταν προτιμότερη από τη Δικοινοτική, Διζωνική Ομοσπονδία, δεν δήλωσαν ποτέ δημόσια ότι συνέχιζαν να ήσαν υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με τη «Μητέρα Πατρίδα».
Βέβαια, η όλη εικόνα χρειάζεται να συμπληρωθεί και με αναφορά στις απόψεις και τις επιδιώξεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Από τον καιρό της Αγγλοκρατίας, οι Τουρκοκύπριοι ήταν μια οργανωμένη κοινότητα με δικούς της εκπροσώπους στην τότε Βουλή. Παρόλο που η συμβίωση των δυο κοινοτήτων ήταν, γενικά, φιλική και ειρηνική, εντούτοις δεν αδιαφορούσαν έναντι του Ενωτικού κινήματος.
Η τέτοια αντίδρασή τους εξελίχθηκε με τον καιρό σε ένα κίνημα διαίρεσης, (taxim), έστω και αν δεν το ασπαζόταν η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων. Σε σύγκριση με εμάς τους Ελληνοκυπρίους που στη μεγάλη πλειοψηφία στοχεύαμε στην Ένωση, οι Τουρκοκύπριοι στόχευαν κυρίως στην Κοινοτική αυτονομία που από τις ταραχές του 1963-64, και εντονότερα μετά την εισβολή της Τουρκίας το 1974 και τον διαχωρισμό σε «βόρειους» και «νότιους», κατέληξαν να έχουν τη δική τους Κοινοτική Διοίκηση, που τελικά την ανακήρυξαν ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου, ΤΔΒΚ».
Μέσα, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτών των διαχωριστικών εξελίξεων, τον «νότο» τον διαχειρίζεται η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ στο «βορρά» λειτουργεί μια μη αναγνωρισμένη, διεθνώς, κυβέρνηση. Κοινή επιδίωξη είναι η συνένωση των δυο Κοινοτήτων στη βάση της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας με δυο συνιστώσες και ισότιμες Πολιτείες.
Στο ενδεχόμενο ο στόχος να μην επιτευχθεί, η πιθανότητα είναι ότι η «ΤΔΒΚ» είτε θα καταφέρει να αναγνωρισθεί διεθνώς ως νόμιμο κράτος, ή έστω και ως η «Ταϊβάν» της περιοχής, είτε θα καταλήξει σε μια τυπική ή άτυπη επαρχία της Τουρκίας.
Και εδώ είναι που τίθεται το απλό ερώτημα: Αποδεχόμαστε ως Ελληνοκύπριοι, και με ειλικρίνεια, ότι το θέμα «Ένωση με την Ελλάδα» το έχομε διαγράψει διά παντός ως μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη φανερή ή κρυφή πολιτική επιδίωξη, και αντ’ αυτού αποδεχόμαστε ως σταθερή και μακροχρόνια πολιτική ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο Κυπριακό Κράτος που να στεγάζει τις δυο Κύριες Κοινότητες κάτω από ένα συμφωνημένο σύνταγμα, (Ομόσπονδης ή Ενιαίας μορφής);
Ή θα μας ικανοποιούσε και, ως τελευταία επιλογή, η διχοτόμηση της Κύπρου με τη δημιουργία δυο «κρατών», ενός ελληνοκυπριακού στον Νότο και ενός τουρκοκυπριακού στον Βορρά; Γιατί, βέβαια, η Τουρκία ποτέ δεν θα αποδεχόταν μια τόσο δραματική αλλαγή στο μαλακό της υπογάστριο ως αποτέλεσμα μιας προέκτασης της ελληνικής κυριαρχίας μέχρι την Κύπρο.
Ας μας πουν, λοιπόν, οι διάφοροι πολιτικοί παράγοντες ξεκάθαρα τι πραγματικά επιδιώκουν και τι πραγματικά θέλουν να δουν στην Κύπρο μας: ένα Νησί για τους Κυπρίους ή «μια πατρίδα μοιρασμένη στα δυο»;
*Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την τελευταία απόφαση της Βουλής για το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950.
ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Σημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)