Το χρέος που απαιτούν να πληρώσει η Ελλάδα είναι επονείδιστο
Έπρεπε να γίνει bail-in των τραπεζών: να οργανωθεί η συντεταγμένη πτώχευσή τους και το κόστος της εξυγίανσης αυτής να πληρωθεί από τους μεγάλους ιδιώτες μετόχους και τους μεγάλους ιδιώτες πιστωτές. Έπρεπε επίσης να χρησιμοποιηθεί η ευκαιρία αυτή για να κοινωνικοποιηθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Δηλαδή, για να απαλλοτριωθεί ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας και να μετατραπεί σε δημόσια υπηρεσία[4].
Όμως, υπήρχαν σημαντικοί δεσμοί, ακόμη και συνενοχή, μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών της ευρωζώνης[5] και του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα. Οι κυβερνήσεις αποφάσισαν λοιπόν να χρησιμοποιήσουν το δημόσιο χρήμα για να σώσουν τις ιδιωτικές τράπεζες.
Εφόσον τα Κράτη της περιφέρειας δεν ήταν αρκετά ισχυρά οικονομικά για να οργανώσουν τα ίδια το bail-out των τραπεζών τους για να προστατεύσουν τις γαλλικές, γερμανικές και άλλες τράπεζες, οι κυβερνήσεις των οικονομιών του κέντρου (Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Αυστρία, κλπ.) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ενίοτε με την βοήθεια του ΔΝΤ) εφάρμοσαν τα θλιβερώς περίφημα Μνημόνια κατανόησης ή «πρωτόκολλα συμφωνίας». Χάρη σε αυτά τα μνημόνια, οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες και άλλα μεγάλα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας, της Γαλλίας, των χωρών του Μπενελούξ και της Αυστρίας (δηλαδή, ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας των οικονομιών του Κέντρου) κατάφεραν να μειώσουν την έκθεσή τους στις περιφερειακές οικονομίες. Οι κυβερνήσεις και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία αυτή για να ενισχύσουν την επίθεση του κεφαλαίου κατά της εργασίας αλλά και για να μειώσουν την δυνατότητα άσκησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη.
Ο τρόπος με τον οποίο η ευρωζώνη κατασκευάστηκε και η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος είναι υπεύθυνοι για την κρίση των περιφερειακών χωρών που παρατηρούμε από το 2009-2010.
Τα στάδια που οδήγησαν στην ελληνική κρίση του 2010
Μεταξύ 1996 και 2004, κατά την διάρκεια των δυο θητειών του Κώστα Σημίτη, τέθηκε σε εφαρμογή ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (το οποίο θυμίζει τον απολογισμό της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Λιονέλ Ζοσπέν - 1997-2002 - που την ίδια περίοδο πραγματοποίησε στην Γαλλία σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις τις οποίες η δεξιά και η εργοδοσία ονειρεύονταν να πραγματοποιήσουν από την δεκαετία του 1980).
Στον τομέα της μείωσης των φόρων επί των κερδών των επιχειρήσεων, η Ελλάδα προχώρησε πιο πέρα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Υιοθετήθηκαν μέτρα που στόχευαν στην ανασφάλεια της εργασίας και που έθεταν σε αμφισβήτηση τις κατακτήσεις της περιόδου 1974-1985. Επίσης, η σοσιαλιστική κυβέρνηση ευνόησε μια έντονη απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα (που λάμβανε επίσης χώρα στις άλλες χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ) η οποία μεταφράστηκε σε σημαντική αύξηση του ειδικού του βάρους στην οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες αναπτύχθηκαν στα Βαλκάνια και στην Τουρκία, γεγονός που ενίσχυσε την απατηλή εντύπωση της επιτυχίας.
Κατά την περίοδο αυτή, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ανώτερη του μέσου όρου της ΕΕ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ προσέγγιζε με ταχύτητα τον μέσο όρο ενώ ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης προόδευε. Η ανάπτυξη ήταν σημαντική σε ορισμένους τομείς αιχμής όπως ο ηλεκτρικός και οπτικός εξοπλισμός. Όπως και σε αυτόν των υπολογιστών. Στην πραγματικότητα, όμως, εμβαθύνοντας την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ και, στη συνέχεια, στην ευρωζώνη, οι Έλληνες ηγέτες και οι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι ενίσχυσαν την εξάρτηση της χώρας και περιόρισαν τις πραγματικές δυνατότητές της για οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Εξέλιξη των τραπεζών και χρηματιστικοποίηση της ελληνικής οικονομίας πριν από την είσοδο στην ευρωζώνη
Κατά την ίδια περίοδο, υπό την καθοδήγηση του σοσιαλιστή Κώστα Σημίτη, η τραπεζική απορρύθμιση ήταν σε πλήρη εξέλιξη, όπως και σε άλλα μέρη του κόσμου. Υπενθυμίζουμε ότι το 1999 η δημοκρατική διοίκηση του Μπιλ Κλίντον κατάργησε τον νόμο Glass Steagal Act, που είχε καθιερώσει η διοίκηση Ρούζβελτ για να απαντήσει στην τραπεζική κρίση του 1933 στις ΗΠΑ. Η κατάργηση αυτή, που έθεσε τέλος στον διαχωρισμό μεταξύ τραπεζών καταθέσεων και επενδυτικών τραπεζών, επιτάχυνε την διαδικασία απορρύθμισης που οδήγησε στις κρίσεις του 2000-2001 και του 2007-2008. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση στήριξε τις ιδιωτικές τράπεζες (που μείωσαν τα επιτόκια των καταθέσεων) με μια επιθετική επικοινωνιακή εκστρατεία με στόχο να παρακινήσει τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης, τις επιχειρήσεις καθώς και τα συνταξιοδοτικά ταμεία να επενδύσουν στο χρηματιστήριο. Έτσι, η κυβέρνηση δεν φορολογούσε πλέον τις υπεραξίες των κινητών αξιών. Αυτή η οικονομία-καζίνο κατέληξε να δημιουργήσει μια χρηματιστηριακή φούσκα η οποία έσκασε το 2000, προκαλώντας δραματικές απώλειες στα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το συνταξιοδοτικό σύστημα που είχαν επενδύσει σημαντικά ποσά[8]. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η χρηματιστηριακή φούσκα έδωσε την ευκαιρία στους πλούσιους επενδυτές να προχωρήσουν, ανενόχλητα, σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Εξέλιξη του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από το 2000-2001
Η φούσκα του ιδιωτικού δανεισμού δημιουργήθηκε από την συνδυασμένη δράση των ελληνικών και ξένων τραπεζών με την στήριξη των κυβερνήσεων
Το γράφημα 6, που αφορά στην εξέλιξη της σύνθεσης του συνολικού ελληνικού χρέους κατά την περίοδο 1997-2009, απεικονίζει την σημαντική αύξηση του χρέους των νοικοκυριών, των χρηματοπιστωτικών εταιρειών (κατά κύριο λόγο, των τραπεζών) και των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Αντίθετα, διαπιστώνουμε μια μείωση του μεριδίου που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος που περνά από το 70% στα 42%, μεταξύ 1997 και 2009.
Τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών από τις ξένες τράπεζες πολλαπλασιάστηκαν επί 6,5 μεταξύ 2002 και 2009, περνώντας από τα 12,3 δις € στα 78,6 δις €. Εάν περιλάβουμε στον υπολογισμό άλλες πηγές εξωτερικής ιδιωτικής χρηματοδότησης (επενδυτικά κεφάλαια, ασφαλιστικές εταιρείες, money market funds,…), το εξωτερικό χρέος των ελληνικών τραπεζών πέρασε από τα 19 δις €, τον Ιανουάριο του 2002, στα 112 δις €, στο τέλος του 2009.
Το πρόβλημα όμως δεν σταματά εδώ: οι ελληνικές τράπεζες προχωρούσαν σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό στην ξένη διατραπεζική αγορά (επίσης, η πλειοψηφία των τραπεζικών καταθέσεων των Ελλήνων ήταν βραχυπρόθεσμες και, φυσικά, αποτελούσαν και αυτά, όπως είδαμε, πηγή χρηματοδότησης των τραπεζών) ενώ έδιναν μακρο- ή μεσοπρόθεσμα δάνεια στους πελάτες τους, ειδικότερα για επενδύσεις σε ακίνητα ή την αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητα, οικιακός ηλεκτρικός εξοπλισμός, κλπ.), γεγονός που τις καθιστούσε πολύ ευάλωτες στις εξελίξεις στις χρηματιστικές αγορές και στις αναλήψεις καταθέσεων.
Κι όμως, αυτή η επιδείνωση που υπονόμευε τον ισολογισμό των τραπεζών δεν αντικατοπτρίστηκε διόλου στην εξέλιξη της αποδοτικότητάς τους. Το 2005, σύμφωνα με μελέτη της Κεντρικής τράπεζας της Ελλάδας, τα κέρδη των τραπεζών παρουσίασαν αύξηση 198%. Ταυτόχρονα, οι φόροι που κατέβαλαν εκείνον τον χρόνο μειώθηκαν κατά 18,8 %. ΗΗ ROE[18] των τραπεζών έφτασε το εξωφρενικό ποσοστό των 26% ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 17,4%.
Αυτός ο αγώνας δρόμου για την βραχυπρόθεσμη αποδοτικότητα οδήγησε τις γαλλικές τράπεζες να αποφασίσουν να προχωρήσουν στην αγορά ελληνικών τραπεζών για να διευκολύνουν και να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους σε αυτό που θεωρούσαν ως ένα νέο Ελντοράντο[19]. Τον Μάρτιο του 2004, η Société Générale αγοράζει την πλειοψηφία του κεφαλαίου της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδας (50,01 %) που μετονομάζεται σε Geniki Bank. Τον Αύγουστο του 2006, είναι η σειρά της Crédit Agricole S.A. να προχωρήσει σε δημόσια προσφορά εξαγοράς της Εμπορικής Τράπεζας ΑΕ. Σε ανακοίνωση της εποχής εκείνης, ο Georges Pauget, Γενικός Διευθυντής της Crédit Agricole S.A. αιτιολογούσε την επιλογή αυτή λέγοντας: « … η εξαγορά αυτή … μας δίνει πρόσβαση σε μιαν αναπτυσσόμενη αγορά σε μια περιοχή που γνωρίζει ταχεία επέκταση. »[20] Ο René Carron, Πρόεδρος της Crédit Agricole S.A., δήλωσε: «Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής για την επιτυχία της προσφοράς που αφορά στην Εμπορική και θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς την ελληνική κυβέρνηση και τους άλλους μετόχους για την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν φέρνοντας τις μετοχές τους στην προσφορά. Η συναλλαγή αυτή αποτελεί μείζον στάδια στην διεθνή στρατηγική μας και θα συμβάλλει στο στόχο μας για αύξηση του καθαρού τραπεζικού μας προϊόντος επί μη γαλλικών συναλλαγών.»
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανακοίνωση, από την κυβέρνηση, στις αρχές 2005, ότι τα εργοτάξια κατασκευών των οποίων η άδεια θα εκδίδονταν μετά την 1η Οκτωβρίου 2006 δεν θα έχαιραν πλέον απαλλαγής από τον ΦΠΑ, προκάλεσε έκρηξη στον κατασκευαστικό τομέα σε όλη την χώρα, που συνοδεύτηκε από μιαν έκρηξη των στεγαστικών δανείων, ενώ η ζήτηση κατοικίας ήταν κατά πολύ πλήρης στην Ελλάδα διότι, το 2001, για πληθυσμό 11 εκατομμυρίων κατοίκων, ήδη καταγράφονταν 5,4 εκατομμύρια ιδιωτικές κατοικίες εκ των οποίων 1,4 εκατομμύρια κενών κατοικιών, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτό τροφοδότησε την κερδοσκοπική φούσκα του ιδιωτικού δανεισμού[21]. Κατά την απογραφή του 2011, καταγράφτηκαν 6,4 εκατομμύρια ιδιωτικών κατοικιών, εκ των οποίων 2,5 εκατομμύρια ήταν κενές[22].
Βίαιη αρνητική μεταβολή της κατάστασης των τραπεζών το 2008-2009 ως συνέπεια των υπερβολικών ρίσκων που ανέλαβαν και της έκρηξης της φούσκας του δανεισμού που είχαν δημιουργήσει
Οι ελληνικές τράπεζες δεν τα καταφέρνουν παρά μόνο χάρη στο ρευστό που τίθεται στη διάθεσή τους από την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας, στα πλαίσια της πολιτικής της ΕΚΤ η οποία χορηγούσε μαζικά ρευστότητα στις τράπεζες όλης της ευρωζώνης (πολιτική που ακολούθησε επίσης η Federal Reserve στις ΗΠΑ, η Τράπεζα της Αγγλίας καθώς και η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας).
Στο παρακάτω γράφημα, μπορούμε να διαπιστώσουμε με σαφήνεια, ακολουθώντας την εξέλιξη της πράσινης γραμμής, ότι από τον Σεπτέμβριο του 2008, οι ελληνικές τράπεζες καταφεύγουν σε σημαντικά αυξημένο βαθμό στην χρηματοδότηση που τους παρέχει η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας, στα πλαίσια του ευρωσυστήματος, με την σύμφωνη γνώμη της ΕΚΤ[24].
Γράφημα 7 – Εξέλιξη της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας (Πράσινη γραμμή) και της κατοχής τίτλων του ελληνικού δημοσίου από τις ελληνικές τράπεζες (2007-2010) σε δις € (μπλε γραμμή)
Η διεθνής κρίση που επηρέασε σημαντικά την ελληνική οικονομία του 2009 φτωχοποίησε τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις των οποίων ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός ανέστειλε την πληρωμή των δανείων του.
Καθώς οι καταθέσεις είχαν σαφώς μειωθεί σε σχέση με τα χορηγούμενα δάνεια, η διακοπή των ροών εξωτερικής ιδιωτικής χρηματοδότησης από τις τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε συνδυασμό με την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL’s), την μείωση της αξίας της αγοράς ακινήτων και την μαζική εκροή κεφαλαίων (που οργανώθηκε από τις τράπεζες, άμεσα ή, τουλάχιστον, με την συνενοχή τους) έφεραν τις ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες σε μια κατάσταση αξεδιάλυτη. Ήταν η συνέπεια της απόλυτα τυχοδιωκτικής πολιτικής που είχαν εφαρμόσει με την ενεργή συνενοχή των Ελλήνων κυβερνώντων και την ανοχή των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών.
Η αντίδραση των ελληνικών τραπεζών απέναντι στην κρίση που είχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό προκαλέσει και στην διεθνή ύφεση που κτύπησε την ελληνική οικονομία επιδείνωσε την κατάσταση. Ενώ η χορήγηση ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα στα πλαίσια του ευρωσυστήματος λάμβανε χώρα με πρόσχημα να βοηθηθούν οι τράπεζες ώστε να χορηγήσουν δάνεια στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να ανακάμψει η οικονομία, οι τράπεζες έπραξαν το αντίθετο, όπως δείχνει το ακόλουθο γράφημα.
Γράφημα 8 - Ελλάδα, εξέλιξη του εσωτερικού δανεισμού, 2009 - 2015
Οι ελληνικές τράπεζες έκλεισαν την βρύση του δανεισμού προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, γεγονός που επέτεινε την κρίση. Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αποτελείται από μικρο-επιχειρήσεις με προσωπικό μικρότερο των 10 υπαλλήλων[26]), ειδικότερα, και τα νοικοκυριά χρειάζονταν αναχρηματοδότηση των δανείων τους για να μπορούν να συνεχίσουν τις αποπληρωμές. Κόβοντας τον δανεισμό, οι τράπεζες ενίσχυσαν τις δυσκολίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών των οποίων ένας αυξανόμενος αριθμός χρειάστηκε να αναστείλει την αποπληρωμή του χρέους των, γεγονός που αύξησε την ποσότητα των NPL’s.
Πρέπει βέβαια να προσθέσουμε ότι η πολιτική εντατικής λιτότητας που επέβαλαν η τρόικα και η ελληνική κυβέρνηση από το 2010 μείωσε τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αύξησε την τάση τους να αθετούν την υποχρέωση πληρωμής.
Οι μαφιόζικες πρακτικές των ελλήνων τραπεζιτών αποτελούν επίσης ένα χαρακτηριστικό πιο ανεπτυγμένο απ’ ό,τι στις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης.
Ιδού μερικά παραδείγματα που προέρχονται από έρευνα που πραγματοποίησε ο Daniel Munevar:
Όλες αυτές οι περιπτώσεις διαφθοράς και καταχρήσεων που χαρακτήριζε το τραπεζικό σύστημα πριν από την κρίση είναι σκανδαλώδεις, αλλά η πλέον εμβληματική περίπτωση παραμένει σίγουρα αυτή της τράπεζας Marfin Popular Bank (MPB). Η ΜΡΒ ιδρύθηκε το 2006 μετά την εξαγορά του μειοψηφικού πακέτου της κυπριακής Λαϊκής Τράπεζας από τον επενδυτικό όμιλο Marfin (MIG), με έδρα στην Ελλάδα και υπό την διεύθυνση του Ανδρέα Βγενόπουλου. Στη συνέχεια, ο Βγενόπουλος εισήγαγε την ΜIG στο χρηματιστήριο. Έπειτα, ως μέλος των διοικητικών συμβουλίων των δυο επιχειρήσεων, χρησιμοποίησε περισσότερα από 700 εκατομμύρια ευρώ δανείων χορηγηθέντων από την ΜΡΒ για να διατηρήσει την αξία των μετοχών της MIG στο αρχικό τους επίπεδο του 2007[31]. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2010, η MPB είχε χορηγήσει δάνεια ύψους 1,8 δις ευρώ σε οντότητες συνδεδεμένες με την MIG στην Ελλάδα, πράγμα που σαφώς παραπέμπει σε σύγκρουση συμφερόντων[32]. Αν και η Τράπεζα της Ελλάδος είχε πραγματοποιήσει λογιστικό έλεγχο το 2009 που αποκάλυψε προβλήματα και έθεσε άλλα ερωτήματα ως προς την διαχείριση της τράπεζας, οι ρυθμιστές δεν ανέλαβαν καμιά ενέργεια για να απαντήσουν σε αυτά. Όταν, το 2011, οι κυπριακές αρχές πήραν τον έλεγχο της τράπεζας, το χαρτοφυλάκιο δανείων της MPB στην Ελλάδα εκτιμούνταν σε 12 δις ευρώ, εκ των οποίων η πλειοψηφία ήταν αμφιβόλου ποιότητας[33]. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Σαρρή, ο πρόεδρος που διόρισαν οι κυπριακές αρχές, ο «κύριος παράγων» που απέτρεψε τους επενδυτές να βοηθήσουν στην ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας δεν ήταν τα κρατικά ομόλογα αλλά η ανησυχία τους ότι θα γίνονταν πραγματικότητα πρόσθετες ζημίες στο χαρτοφυλάκιο δανείων στην Ελλάδα[34].
Αν πιστέψει κανείς τον κυρίαρχο σε διεθνές επίπεδο λόγο, το μνημόνιο του 2010 αποτελούσε την μοναδική δυνατή λύση στην κρίση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών. Σύμφωνα με αυτήν την ψευδή εξήγηση, το ελληνικό Κράτος επέτρεψε στους Έλληνες να επωφεληθούν ενός γενναιόδωρου συστήματος κοινωνικής προστασίας[35] ενώ δεν κατέβαλαν φόρους (υπενθυμίζουμε ότι η Κριστίν Λαγκάρντ, ως γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, δήλωσε ότι οι Έλληνες δεν πλήρωναν σχεδόν καθόλου φόρους, παραβλέποντας το γεγονός ότι στους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους γίνεται παρακράτηση των φόρων τους στην πηγή[36]). Γι’ αυτούς τους ηθικολόγους της δεκάρας, είναι οι αλόγιστες δαπάνες οι οποίες, λένε, οδήγησαν σε δραματική αύξηση του δημόσιου χρέους και του δημόσιου ελλείμματος. Σύμφωνα με το αφήγημά τους πάντα, οι χρηματαγορές αντιλήφθηκαν τελικά τον κίνδυνο και αρνήθηκαν να συνεχίσουν την χρηματοδότηση των σπάταλων Ελλήνων. Μετά από την άρνηση αυτή, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ αποφάσισαν, σε μια μεγάλη κίνηση γενναιοδωρίας, να ενώσουν τις προσπάθειές τους και να προστρέξουν σε βοήθεια του ελληνικού λαού, αν και δεν το άξιζε, και συγχρόνως να υπερασπιστούν την μακροβιότητα της ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής κατασκευής.
Στην πραγματικότητα, όπως έδειξε και η Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, η πραγματική αιτία της κρίσης προέρχονταν από τον τραπεζικό τομέα, τόσο εξωτερικό όσο κι εσωτερικό, και όχι από το δημόσιο χρέος. Το ιδιωτικό χρέος ήταν σαφώς ανώτερο από το δημόσιο χρέος.
Τέλη 2009, οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να αποπληρώσουν 78 δις € βραχυπρόθεσμου χρέους προς ξένες τράπεζες και, αν συνυπολογίσουμε άλλες ξένες χρηματιστικές εταιρείες (όπως τα Money Market Funds[37] και τα επενδυτικά κεφάλαια) που τους χορηγούσαν δάνεια, το ληξιπρόθεσμο ποσό ανέρχονταν σε 112 δις. Υπενθυμίζουμε ότι, από τον Σεπτέμβρη - Οκτώβρη 2008, ο διατραπεζικός δανεισμός είχε στερέψει σε μεγάλο ποσοστό. Οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να συνεχίσουν να αποπληρώνουν τους εξωτερικούς πιστωτές ειδικότερα χάρη σε πιστωτική διευκόλυνση από την ΕΚΤ και την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας (βλ., παρακάτω, Γράφημα 7 – Εξέλιξη της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδας). Τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ/Κεντρική τράπεζα της Ελλάδας κυμαίνονταν μεταξύ 40 και 55 δις. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε μεταξύ 6 και 8% αυτής της πιστωτικής διευκόλυνσης της ΕΚΤ, ενώ οι ελληνικές τράπεζες δεν εκπροσωπούσαν παρά μόνο 2% των τραπεζικών ενεργητικών της ευρωζώνης. Κατά την διάρκεια του φθινοπώρου του 2009, οι διευθύνοντες της ΕΚΤ άφησαν να εννοηθεί ότι σχεδίαζαν να θέσουν τέλος σε αυτήν την πιστωτική διευκόλυνση[38]. Αυτό προκάλεσε εντονότατες ανησυχίες στην πλευρά των ξένων πιστωτών των ελληνικών τραπεζών αλλά και στους ίδιους τους Έλληνες τραπεζίτες. Αν οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν σε θέση να συνεχίσουν την αποπληρωμή των χρεών τους προς τις ξένες τράπεζες, υπήρχε κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή κρίση. Σύμφωνα με τους μεγάλους, ξένους, ιδιώτες πιστωτές των ελληνικών τραπεζών, η μοναδική λύση για να αποφευχθεί η πτώχευση των ελληνικών τραπεζών (και οι ζημίες που θα σήμαινε αυτή για τις ξένες τράπεζες) ήταν να γίνει η ανακεφαλαιοποίησή τους από το Κράτος το οποίο θα τους χορηγούσε επίσης εγγυήσεις ποσού σαφώς μεγαλύτερου από αυτό που τους είχε χορηγηθεί από τον Οκτώβρη του 2008. Αυτό συνεπάγονταν επίσης ότι η ΕΚΤ θα διατηρούσε την πιστωτική διευκόλυνση που τους είχε παράσχει. Από την πλευρά του, ο Γιώργος Παπανδρέου, που μόλις είχε κερδίσει με μεγάλη διαφορά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, αντελήφθη ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε τα μέσα να σώσει τους έλληνες τραπεζίτες παρ’ όλη την καλή του θέληση (βλέπε, την συνενοχή του) απέναντί τους. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι της Νέας Δημοκρατίας, που μόλις είχαν χάσει τις εκλογές, είχαν την ίδια άποψη.
Αντί να πράξει ώστε να επωμιστούν το κόστος αυτής της τραπεζικής κρίσης εκείνοι που έφεραν την ευθύνη της, τόσο ξένοι όσο και Έλληνες (δηλαδή, οι ιδιώτες μέτοχοι, οι διοικητές των τραπεζών, οι ξένες τράπεζες και άλλοι χρηματιστικοί οργανισμοί που είχαν συμβάλλει στην δημιουργία της κερδοσκοπικής φούσκας), ο Παπανδρέου δραματοποίησε την κατάσταση του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος για να δικαιολογήσει μιαν εξωτερική επέμβαση που θα έφερνε αρκετά κεφάλαια ώστε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση των τραπεζών. Η κυβέρνηση Παπανδρέου κατέφυγε στην παραποίηση των στατιστικών του ελληνικού χρέους, όχι για να το μειώσει (όπως υποστηρίζει το κυρίαρχο αφήγημα) αλλά για να το αυξήσει (βλ. το πλαίσιο με θέμα την παραποίηση). Ήθελε να αποφύγει σημαντικές ζημίες για τις ξένες τράπεζες (κατά κύριο λόγο γαλλικών και γερμανικών) και να προστατέψει τους ιδιώτες μετόχους καθώς και τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών.
Επέλεξε να αφεθεί στην «διεθνή βοήθεια» αναφερόμενος στην ψευδή πρόφαση της «αλληλεγγύης» διότι ήταν βέβαιος πως δεν θα μπορούσε να πείσει το εκλογικό του σώμα να κάνει θυσίες για να προστατέψει τις μεγάλες γαλλικές, γερμανικές και άλλες τράπεζες και τους Έλληνες τραπεζίτες.
Παραποίηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους
Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009[39], και πριν από το μνημόνιο του 2010, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου αναθεώρησε προς τα πάνω, με τρόπο παράνομο, τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το δημόσιο χρέος.
Υποχρεώσεις νοσοκομείων
Χρειάστηκε πολλές αναθεωρήσεις προκειμένου να εκτιναχθεί στα ύψη η εκτίμηση του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009. Τελικά το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε υπέρμετρα από 11,9% στην πρώτη αναθεώρηση, σε 15,8% στην τελευταία.
Ένα από τα πιο προκλητικά παραδείγματα παραποίησης του δημιοσιονομικού ελλείμματος αφορά τις υποχρεώσεις των δημόσιων νοσοκομείων.
Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, προμηθευτές εφοδιάζουν τα δημόσια νοσοκομεία με φαρμακευτικά προϊόντα και ιατρικό εξοπλισμό. Οι προμήθειες αυτές συνήθως αποπληρώνονται σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας παράδοσης, λόγω των απαιτούμενων από το Ελεγκτικό Συνέδριο διαδικασιών για τη θεώρηση των τιμολογίων. Εντοπίσαμε πως τον Σεπτέμβριο του 2009 συσσωρεύτηκε υπέρμετρος αριθμός μη θεωρημένων νοσοκομειακών οφειλών από τα έτη 2005-2008, με τη συνολική αξία τους να παραμένει άγνωστη. Στις 2 Οκτωβρίου 2009, στο πλαίσιο των καθιερωμένων διαδικασιών της Eurostat, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) – η οποία άλλαξε όνομα τον Μάρτιο του 2010, σε ΕΛΣΤΑΤ - έστειλε στη Eurostat τους προβλεπόμενους πίνακες κοινοποίησης χρέους και ελλείμματος. Σ’ αυτούς περιλαμβανόταν μια κατά προσέγγιση εκτίμηση των νοσοκομειακών υποχρεώσεων, ύψους 2,3 δις ευρώ, με βάση τη σχετική εκτίμηση που, όπως συνήθως, είχε διεξαχθεί από την ΕΣΥΕ. Στην κοινοποίηση όμως της 21ης Οκτωβρίου 2009, το παραπάνω ποσό είχε αυξηθεί τεχνητά κατά 2,5 δις ευρώ. Κατ’ αυτό τον τρόπο το σύνολο των υποχρεώσεων υψώθηκε στα 4,8 δις ευρώ. Οι ευρωπαϊκές αρχές αρχικά αμφισβήτησαν αυτό το νέο ποσό, δεδομένων των ασυνήθιστων περιστάσεων και των ύποπτων συνθηκών υπό τις οποίες είχε αυξηθεί.
«Στην κοινοποίηση της 21ης Οκτωβρίου του 2009, ένα ποσό ύψους 2,5 δις ευρώ προστέθηκε στο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2008 που αρχικά είχε εκτιμηθεί σε 2,3 δις ευρώ. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, αυτό έγινε με ρητή εντολή του Υπουργείου Οικονομικών και παρά το γεγονός ότι το πραγματικό συνολικό ύψος των νοσοκομειακών υποχρεώσεων παρέμενε άγνωστο και δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία για να καταχωρηθεί το επιπλέον ποσό αυτό μόνο στο έτος 2008 και όχι και σε προηγούμενα έτη. Επιπλέον, η ΕΣΥΕ είχε εκφράσει τη διαφωνία της για τον χειρισμό αυτού του ζητήματος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) όσο και στο Υπουργείο Οικονομικών. Πρέπει να θεωρηθεί πως υπήρξε λανθασμένη μεθοδολογική απόφαση του ΓΛΚ[40]».
Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2010, με βάση την «Τεχνική έκθεση σχετικά με την αναθεώρηση των υποχρεώσεων των νοσοκομείων» (3/2/2010[41]) που κοινοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η Eurostat όχι μόνο ενέδωσε στο αίτημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης να συμπεριληφθεί το αμφιλεγόμενο ποσό των 2,5 δις ευρώ, αλλά επιπλέον συμπεριέλαβε στο έλλειμμα ένα νέο ποσό ύψους 1,8 δις ευρώ. Συνεπώς, το αρχικό νοσοκομειακό έλλειμμα των 2,3 δις ευρώ, που αναφερόταν στον Πίνακα Κοινοποίησης της 2 Οκτωβρίου 2009, διογκώθηκε στα 6,6 δις ευρώ, παρά το γεγονός ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε εγκρίνει μόνο 1,2 δις από τα υποτιθέμενα 6,6 δις. Τα υπόλοιπα 5,4 δις των υποθετικών και αναπόδεικτων νοσοκομειακών υποχρεώσεων εκτίναξαν στα ύψη το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009, καθώς και των προηγούμενων ετών.
Οι εν λόγω στατιστικές πρακτικές, με τις οποίες υπολογίστηκαν οι υποχρεώσεις των νοσοκομείων, παραβαίνουν σαφώς τόσο τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς ESA95 (βλ. ESA95 παρ. 3.06, ΕΚ αριθ. 2516/2000 Άρθρο 2, Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ΕΚ αριθ. 995/2001), όσο και τον Κώδικα Ορθής Πρακτικής του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (European Statistics Code of Practice), ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις αρχές της ανεξαρτησίας των στατιστικών μετρήσεων, της στατιστικής αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας.
Αξίζει να τονιστεί ότι ενάμιση μήνα μετά από την παράνομη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, το Υπουργείο Οικονομικών κάλεσε τους προμηθευτές και τους ζήτησε να δεχτούν έκπτωση ύψους 30% για τις ανεξόφλητες υποχρεώσεις της περιόδου 2005-2008. Συνεπώς, το ελληνικό κράτος ποτέ δεν αποπλήρωσε μεγάλο μέρος των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές φαρμακευτικών προϊόντων, ενώ η εν λόγω έκπτωση δεν περιλήφθηκε ποτέ στα επίσημα στατιστικά στοιχεία[42].
Δημόσιες επιχειρήσεις
Μία από τις πολλές περιπτώσεις παραποίησης δεδομένων αφορά 17 Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ). Η ΕΛΣΤΑΤ[43] και η Eurostat, μεταφέροντας τις υποχρεώσεις των 17 ΔΕΚΟ από τον τομέα των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης το 2010, αύξησαν το δημόσιο χρέος του 2009 κατά 18,2 δις ευρώ. Η εν λόγω ομάδα επιχειρήσεων είχε όμως συμπεριληφθεί στο τομέα των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων έπειτα από επαλήθευση και έγκριση της Eurostat. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν μεσολάβησαν οποιεσδήποτε αλλαγές σ’ αυτό το ζήτημα στους μεθοδολογικούς κανονισμούς ESA95 μεταξύ 2000 και 2010.
Μάλιστα, η αναταξινόμηση πραγματοποιήθηκε χωρίς να διεξαχθούν οι απαραίτητες και προβλεπόμενες μελέτες. Έγινε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κυριολεκτικά εν μία νυκτί και μάλιστα αφού πρώτα διαλύθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΛΣΤΑΤ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ κατόρθωσε να επιβάλει τις εν λόγω αλλαγές χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει στις ερωτήσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Έτσι, ο ρόλος των εθνικών εμπειρογνωμόνων αγνοήθηκε εντελώς και έγιναν τα αντίθετα από όσα προέβλεπαν οι Κανονισμοί ESA95. Συνεπώς, παραβιάστηκαν τα θεσμοθετημένα κριτήρια για την ταξινόμηση των οικονομικών μονάδων στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης[44].
Οι συμφωνίες ανταλλαγής (swaps) της Goldman Sachs
Άλλη μία περίπτωση αβάσιμης αύξησης του δημόσιου χρέους το 2009 σχετίζεται με τη στατιστική μεταχείριση των «συμφωνιών ανταλλαγής» που έγιναν με τη χρηματοπιστωτική εταιρεία Goldman Sachs. Ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, από μόνος του, αύξησε χάρη σ’ αυτές το δημόσιο χρέος κατά 21 δις ευρώ[45]. Το εν λόγω ποσό κατανεμήθηκε αυθαίρετα στα τέσσερα έτη της περιόδου 2006 - 2009. Έτσι το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε αναδρομικά και μάλιστα κατά παράβαση των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνολικά υπολογίζεται ότι εξαιτίας των παραπάνω προσαρμογών, αδικαιολόγητων από τεχνική άποψη, το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009 αυξήθηκε κατά 6 έως 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Με τον ίδιο τρόπο, ο αριθμός για το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 28 δις ευρώ συνολικά.
Θεωρούμε ότι η παραποίηση των στατιστικών στοιχείων συνδεόταν άμεσα με τη δραματοποίηση της κατάστασης του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους. Αυτό έγινε ώστε η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς να πειστεί να υποστηρίξει τα λεγόμενα «μέτρα διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας το 2010, με όλους τους αυστηρούς όρους (αιρεσιμότητες) για τον πληθυσμό της χώρας. Τα κοινοβούλια των ευρωπαϊκών χωρών ψήφισαν υπέρ της «διάσωσης» της Ελλάδας στηριγμένα σε παραποιημένα στατιστικά στοιχεία. H σοβαρότητα τραπεζική κρίση υποτιμήθηκε μέσω της υπερεκτίμησης των οικονομικών προβλημάτων του δημόσιου τομέα.
Όσο για τους Ευρωπαίους ηγέτες, όπως η Άγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζύ, που από πλευράς τους είχαν ήδη θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο διάσωσης των ιδιωτικών τραπεζών των χωρών τους, το 2008, συμφώνησαν να ενεργοποιήσουν ένα σχέδιο λεγόμενο «βοήθειας προς την Ελλάδα» (το οποίο θα ακολουθούσαν προγράμματα του ίδιου τύπου σε Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία) που θα επέτρεπε την αποπληρωμή των ιδιωτικών τραπεζών των χωρών τους με δημόσιο χρήμα. Στη συνέχεια, η αποπληρωμή αυτής της βοήθειας προς τους τραπεζίτες θα επιβάρυνε τον ελληνικό λαό (και τους λαούς των χωρών της περιφέρειας που επρόκειτο να μπουν στο ίδιο σύστημα)[46]. Και όλο αυτό, με πρόσχημα την παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα, στα πλαίσια της αλληλεγγύης. Το αφήγημα της «βοήθειας προς την Ελλάδα» είναι η πρόστυχη και ψευδεπίγραφη μεταμφίεση αυτού που ήταν, στην πραγματικότητα, η κοινωνικοποίηση των ζημιών των τραπεζών. Τον Ιούνιο του 2015, στην Προκαταρκτική Έκθεσή της, η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους διευκρίνισε τον μηχανισμό που τέθηκε σε εφαρμογή από το 2010 (βλ., ειδικότερα, τα κεφάλαια 2, 3 και 4).
Ο Γιάνης Βαρουφάκης καταγγέλλει με τον δικό του τρόπο την απάτη: « Η Ελλάδα δεν ενισχύθηκε ποτέ. Ούτε και τα άλλα γουρούνια της Ευρώπης – οι PIIGS, όπως ονόμασαν συλλογικά την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Οι ενισχύσεις της Ελλάδας και, μετά, της Ιρλανδίας, και μετά της Πορτογαλίας, και μετά της Ισπανίας, πρώτα και πριν απ’ όλα ήταν προγράμματα διάσωσης των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών. (…) « Το πρόβλημα ήταν ότι η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρόεδρος Σαρκοζύ δεν μπορούσαν να φανταστούν την πιθανότητα να εμφανιστούν μπροστά στο κοινοβούλιό τους για να ζητήσουν και πάλι χρήματα για τα φιλαράκια τους, τους τραπεζίτες. Επέλεξαν λοιπόν την καλύτερη λύση β’ επιλογής: ζήτησαν την στήριξη του κοινοβουλίου τους επικαλούμενοι την θαυμαστή αρχή της αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, μετά προς την Ιρλανδία, μετά προς την Πορτογαλία και, τέλος, προς την Ισπανία. »[47]
Κι όμως, μια εναλλακτική λύση ήταν εφικτή και απαραίτητη. Έπειτα από την εκλογική του νίκη του 2009, βάσει μιας εκστρατείας που κατήγγειλε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοζε η Νέα Δημοκρατία, αν ήθελε να τηρήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της, η κυβέρνηση Παπανδρέου έπρεπε να κοινωνικοποιήσει τον τραπεζικό τομέα οργανώνοντας μια συντεταγμένη χρεοκοπία και προστατεύοντας τους καταθέτες. Πολλά ιστορικά παραδείγματα βεβαιώνουν ότι μια πτώχευση ήταν απόλυτα συμβατή με την ταχεία επανεκκίνηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην υπηρεσία του πληθυσμού. Έπρεπε να εμπνευστεί από αυτά που γίνονταν στην Ισλανδία από το 2008[48] και όσα είχαν πραγματοποιηθεί στην Σουηδία και στη Νορβηγία κατά την δεκαετία του 1990[49]. Ο Παπανδρέου προτίμησε να ακολουθήσει το σκανδαλώδες και καταστροφικό παράδειγμα της ιρλανδικής κυβέρνησης που έσωσε τους τραπεζίτες το 2008 και, τον Σεπτέμβρη του 2010, θα βρισκόταν αναγκασμένη να δεχθεί ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα διάσωσης που είχε δραματικές συνέπειες για τον ιρλανδικό λαό. Έπρεπε να πάει πιο μακριά απ’ ό,τι η Ισλανδία και η Σουηδία, με πλήρη και οριστική κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Έπρεπε οι ζημίες από την επίλυση της τραπεζικής κρίσης να αναληφθούν από τις ξένες τράπεζες και τους Έλληνες ιδιώτες μετόχους ενώ οι υπεύθυνοι της τραπεζικής καταστροφής θα παραπέμπονταν στην δικαιοσύνη. Μια τέτοια αντιμετώπιση θα είχε επιτρέψει στην Ελλάδα να αποφεύγει τα διαδοχικά μνημόνια που υπέβαλαν τον ελληνικό λαό σε μια δραματική ανθρωπιστική κρίση και στην ταπείνωση χωρίς να υπάρξει πραγματική εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το παρακάτω γράφημα δείχνει την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων και επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών παραμένει πολύ ασταθής ενώ η δικαιοσύνη δεν ενόχλησε ποτέ τους διευθύνοντές τους οι οποίοι, στο μεγαλύτερό τους ποσοστό, παρέμειναν στις θέσεις τους μετά την έναρξη της κρίσης. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι, στην Ισλανδία, πολλοί τραπεζίτες βρέθηκαν πίσω απ’ τα κάγκελα.
Γράφημα 9 – Εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (Non performing loans) σε % του συνόλου των δανείων που χορηγήθηκαν από τις ελληνικές τράπεζες μεταξύ 2009 και 2015.
Καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες ενεργητικού, η τράπεζα θα τις σταθμίσει βάσει του κινδύνου. Στην στάθμιση αυτή θα βασιστεί για να προσδιορίσει το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τα ενεργητικά που κατέχει. Για παράδειγμα, τα δάνεια προς ιδιώτες σταθμίζονται με 75%, πράγμα που σημαίνει ότι για 28 δανεισμένες μονάδες, θα υπολογίσουμε μόνον 21 στον σταθμισμένο ισολογισμό. Κατά γενικό κανόνα, τα δάνεια προς τα Κράτη (τίτλοι δημόσιου χρέους) σταθμίζονται με 0%: υπολογίζονται ως 0 στον σταθμισμένο ισολογισμό! Πράγματι, μόνο τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις «με κακή βαθμολογία» από τους οίκους αξιολόγησης υπολογίζονται εξ ολοκλήρου ή ακόμη και ως ποσό μεγαλύτερο αυτού που πραγματικά εκπροσωπούν (στάθμιση με 150% για τις επιχειρήσεις των οποίων η βαθμολογία είναι μικρότερη του ΒΒ-).
Εφόσον οι ελεγκτικές αρχές βασίζονται στα σταθμισμένα ενεργητικά της τράπεζας για να διαπιστώσουν αν τηρεί ορθώς τους κανόνες, η τράπεζα έχει κάθε συμφέρον να δανείσει στα Κράτη περισσότερο παρά στις επιχειρήσεις, για να μπορέσει να «ξεφουσκώσει» τον σταθμισμένο ισολογισμό της χωρίς να επηρεάσει το πραγματικό ποσό των χορηγηθέντων δανείων επί του οποίου πραγματοποιεί ένα μέρος των κερδών της.
Έτσι, η τράπεζα της οποίας τα ίδια κεφάλαια δεν αντιπροσώπευαν παρά 4% του ενεργητικού, μπορεί να δηλώσει πως το ποσοστό της ανέρχεται στην πραγματικότητα σε 10% αν κατέχει αρκετό δημόσιο χρέος στους λογαριασμούς της. Οι ελεγκτικές αρχές θα την συγχαρούν[50].
Όσα αναφέραμε παραπάνω επιτρέπουν να εξηγήσουμε την εξέλιξη της μπλε γραμμής του γραφήματος που έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Βλέπουμε πως, από τον Σεπτέμβριο του 2008, οι πιστώσεις των ελληνικών τραπεζών προς την κυβέρνηση που κυμαίνονταν μεταξύ 30 και 40 δις € αυξάνουν σημαντικά και ανέρχονται σε άνω των 60 δις €, τον Μάρτιο του 2010.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, πριν αρχίσουν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας, η χώρα μπορούσε να δανειστεί με πολύ συμφέροντα επιτόκια, τόσο πολύ οι τραπεζίτες, κυρίως, αλλά και άλλοι θεσμικοί επενδυτές (οι ασφαλιστικές εταιρίες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία) ήθελαν με ζήλος να της δανείσουν χρήματα.
Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου 2009, εξέδωσε ομόλογα Δημοσίου (T-Bills) τρίμηνης λήξης πολύ χαμηλής απόδοσης (yield): 0,35 %. Την ίδια μέρα, πραγματοποίησε και άλλη έκδοση, ομολόγων εξάμηνης λήξης, με απόδοση 0,59 %. Επτά μέρες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 2009, εξέδωσε ομόλογα ενός έτους με απόδοση 0,94 %[51]. Ήταν λιγότερο από έξι μήνες πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση όταν οι ξένες τράπεζες έκλεισαν την βρύση του δανεισμού. Οι οίκοι αξιολόγησης έδιναν εξαιρετική βαθμολογία στην Ελλάδα και στις τράπεζες που την δάνειζαν ξανά και ξανά. Δέκα μήνες αργότερα, για να εκδώσει ομόλογα εξάμηνης λήξης, έπρεπε να δώσει απόδοση 4,65% (δηλαδή, 8 φορές παραπάνω). Πρόκειται περί θεμελιώδους αλλαγής περιστάσεων. Τον Σεπτέμβριο του 2009, το Ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε ομόλογα εξαετούς λήξης με 3,7 %, δηλαδή, απόδοση παρόμοια με αυτήν του Βελγίου ή της Γαλλίας και όχι πολύ διαφορετική από της Γερμανίας[52].
Έχει σημασία να προσθέσουμε μια σημαντική διευκρίνιση για να δείξουμε την ευθύνη των τραπεζών: το 2009, απαιτούσαν από την Ελλάδα μικρότερη απόδοση απ’ ό,τι το 2008. Τον Ιούνιο - Ιούλιο του 2008, ενώ δεν είχαμε ακόμη γνωρίσει το σοκ της πτώχευσης της Lehman Brothers, οι αποδόσεις ήταν τέσσερις φορές υψηλότερες απ’ ό,τι τον Οκτώβρη του 2009. Στο 4ο τρίμηνο του 2009, περνώντας κάτω από το 1% για τα μικρότερα του ενός έτους δάνεια, οι αποδόσεις έφτασαν το χαμηλότερο επίπεδό τους[53]. Γιατί ζήτησαν οι τράπεζες μικρότερη απόδοση ενώ έπρεπε να είχαν αντιληφθεί ότι οι κίνδυνοι συσσωρεύονταν και ότι η κατάσταση της Ελλάδας επιδεινώνονταν;
Στο παρακάτω γράφημα βλέπουμε ότι οι γερμανικές και οι ελληνικές αποδόσεις ήταν πολύ κοντά μεταξύ 2007 και Ιουλίου 2008. Μετά από την ημερομηνία αυτή, βλέπουμε επίσης ότι η απόδοση που καταβάλλει η Ελλάδα αυξάνει κατά το 4ο τρίμηνο 2008, αφού η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εφάρμοζε ένα πρώτο πρόγραμμα διάσωσης των ελληνικών τραπεζών (εξ αυτού, οι αγορές θεώρησαν ότι οι κίνδυνοι του δημόσιου χρέους αύξαναν, διότι οι αρχές ήταν διατεθειμένες να αυξήσουν το δημόσιο χρέος για να στηρίξουν τις ελληνικές τράπεζες). Από την στιγμή αυτή, η εξέλιξη των γερμανικών και των ελληνικών αποδόσεων ακολουθεί εντελώς αντίθετη πορεία. Είναι εξ άλλου εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι τα επιτόκια που προσφέρθηκαν στην Ελλάδα μειώθηκαν μεταξύ Μαρτίου 2009 και Νοεμβρίου 2009, ενώ η πραγματική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και η διεθνής οικονομική κρίση που χτύπησε σκληρά την Ελλάδα από το 2009 (δηλαδή, αργότερα απ’ό,τι τις πιο ισχυρές χώρες της ευρωζώνης) θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει τις διεθνείς και τις ελληνικές τράπεζες να απαιτήσουν επασφάλιστρα κινδύνου. Μόνον από τον Νοέμβρη του 2009, όταν ο Παπανδρέου αποφάσισε να δραματοποιήσει την κατάσταση και να παραποιήσει τα στατιστικά στοιχεία του δημόσιου χρέους, οι αποδόσεις αυξάνουν με τρόπο δραματικό.
Αυτό που μπορεί να μοιάζει παράλογο, διότι δεν είναι φυσιολογικό για μια ιδιωτική τράπεζα να μειώνει τα επιτόκια σε περίοδο μείζονος διεθνούς κρίσης και έναντι μιας χώρας όπως η Ελλάδα της οποίας το χρέος αυξάνει ταχύτατα, είναι λογικό από την άποψη του τραπεζίτη που αναζητά ένα μέγιστο άμεσο κέρδος όντας σίγουρος ότι, σε περίπτωση προβλήματος, το κράτος θα τρέξει να τον βοηθήσει. Μετά την πτώχευση της Lehman Brothers, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης έριξαν τεράστια ποσά ρευστού για να σώσουν τις τράπεζες και να ενισχύσουν την πίστωση και την οικονομική δραστηριότητα. Οι τραπεζίτες άδραξαν αυτό το μάννα κεφαλαίων για να τα δανείσουν, εντός της ΕΕ, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, σίγουροι ότι σε περίπτωση προβλήματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προσέτρεχαν να τους βοηθήσουν. Από την δική τους πλευρά, δικαιώθηκαν.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι τράπεζες πέταξαν κυριολεκτικά κεφάλαια στα μούτρα χωρών όπως η Ελλάδα (ακόμη και μειώνοντας τα επιτόκια που απαιτούσαν) και ήταν ξεκάθαρο, γι’ αυτές, ότι τα χρήματα που λάμβαναν μαζικά από το δημόσιο έπρεπε να καταλήξουν ως δάνεια σε Κράτη της ευρωζώνης.
Για να ξαναπάρουμε το συγκεκριμένο παράδειγμα που προαναφέραμε, όταν στις 20 Οκτωβρίου 2009 η ελληνική κυβέρνηση πούλησε T-Bills τριών μηνών με απόδοση 0,35 %, στόχευε να συγκεντρώσει το ποσό των 1.500 εκατομμυρίων ευρώ. Οι έλληνες και ξένοι τραπεζίτες (και άλλοι επενδυτές) πρότειναν σχεδόν 5 φορές αυτό το ποσό, ήτοι 7.040 εκατομμύρια. Τελικά, η κυβέρνηση αποφάσισε να δανειστεί 2.400 εκατομμύρια. Δεν θα ήταν υπερβολή, λοιπόν, να πούμε ότι οι τραπεζίτες επιζητούσαν να δανείσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Ας επανέλθουμε όμως στις διαδοχικές αυξήσεις των δανείων των τραπεζιτών της Δυτικής Ευρώπης προς την Ελλάδα κατά την περίοδο 2005-2009, όπως τις παρουσιάσαμε στην αρχή της μελέτης μας. Οι τράπεζες των χωρών της ευρωπαϊκής Δύσης αύξησαν τον δανεισμό τους προς την Ελλάδα (τόσο προς τον δημόσιο όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα) μια πρώτη φορά μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2007 (κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής, ο όγκος των δανείων αυξήθηκε κατά 50% περνώντας από λίγο λιγότερο των 80 δις στα 120 δις δολάρια). Αν και η κρίση των subprimes είχε ξεσπάσει στις ΗΠΑ, τα δάνεια παρουσίασαν και πάλι σημαντική αύξηση (+33 %) μεταξύ Ιουνίου 2007 και καλοκαιρού 2008 (περνώντας από τα 120 στα 160 δις δολάρια) και, μετά, διατηρήθηκαν σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο (περίπου 120 δις δολάρια). Τα χρέη που απαίτησαν οι ξένες και οι ελληνικές τράπεζες από την Ελλάδα ως συνέπεια της απόλυτα τυχοδιωκτικής τους πολιτικής είναι αθέμιτα. Έπρεπε να αναγκαστούν να αναλάβουν τους κινδύνους στους οποίους είχαν εκτεθεί.
Η διάσωση των ξένων και των ελληνικών τραπεζών χάρη στο μνημόνιο του 2010
Οι εργασίες της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους επέτρεψαν να αποκαλυφθούν τα πραγματικά κίνητρα της τρόικας κατά την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου τον Μάη του 2010. Η ακρόαση του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, πρώην διαπραγματευτή της Ελλάδας στο ΔΝΤ το 2010, που ήταν ένας από τους έμπιστους του πρώην Πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, και προσωπικός φίλος του Ντομινίκ Στρως-Καν. συμφοιτητή του στο Παρίσι, συνέβαλε στο να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Μερικές μέρες πριν την ακροαματική διαδικασία, είχα προσωπική επικοινωνία μαζί του και του ανέφερα ότι είχα απόρρητα έγγραφα του ΔΝΤ και, ειδικότερα, τα πρακτικά μιας συνεδρίασης. Τα είχα λάβει χάρη στην Πρόεδρο της Βουλής που είχε αποφασίσει να τα αποχαρακτηρίσει. Καθώς ήταν πραγματικά εκρηκτικό το περιεχόμενό τους, ο προηγούμενος Πρόεδρος της Βουλής τα είχε βάλει στο συρτάρι ενώ αποτελούσαν στοιχεία μιας έρευνας που είχε διαταχθεί κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο σχετικά με ποινικές υποθέσεις επί οικονομικών θεμάτων. Τα έγγραφα αυτά αποδείκνυαν ότι στη συνεδρίαση της 9ης Μαΐου 2010, στο πλαίσιο της οποίας το ΔΝΤ αποφάσισε να δανείσει στην Ελλάδα 30 δις ευρώ, δηλαδή 32 φορές περισσότερα από το ποσό που δικαιούται κανονικά να ζητήσει μια χώρα, αρκετοί εκτελεστικοί διευθυντές του Ταμείου έκριναν ότι η εν λόγω βοήθεια ήταν πρωτίστως μια βοήθεια προς τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες[54]. Αυτό καταγγέλθηκε δριμύτατα τόσο από τον εκπρόσωπο της Βραζιλίας στην ηγεσία του ΔΝΤ όσο κι από τον Ελβετό εκπρόσωπο! Για να απαντήσουν σε αυτές τις κατηγορίες ως προς τον θεμιτό χαρακτήρα των δανείων του ΔΝΤ, οι εκτελεστικοί διευθυντές της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ολλανδίας απάντησαν κατά την διάρκεια της εν λόγω συνεδρίασης ότι οι τράπεζες των χωρών τους δεν θα αποχωρούσαν από την Ελλάδα. Παραθέτω την δήλωση που έκανε ο γάλλος εκτελεστικός διευθυντής στην εν λόγω συνεδρίαση: «Υπήρξε μια συνάντηση νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα ανάμεσα στις μεγάλες γαλλικές τράπεζες και την Υπουργό μας, κυρία Λαγκάρντ[55]. Θα ήθελα να επισημάνω στην επίσημη δήλωση που έγινε στο τέλος της συνάντησης, σύμφωνα με την οποία οι γαλλικές τράπεζες δεσμεύονται να διατηρήσουν την έκθεσή τους στην Ελλάδα καθ’ όλη την διάρκεια του προγράμματος». Ο δε Γερμανός εκτελεστικός διευθυντής δήλωσε: «(…) οι [γερμανικές] τράπεζες προτίθενται να διατηρήσουν μια κάποια έκθεση σε ελληνικές τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μεταπωλήσουν ελληνικά ομόλογα και θα διατηρήσουν πιστωτικές γραμμές με την Ελλάδα. Με την εκπνοή τους, αυτές θα ανανεωθούν, τουλάχιστον εν μέρει». Ο ολλανδός εκπρόσωπος προέβη και αυτός σε κάποιες υποσχέσεις: «Οι ολλανδικές τράπεζες είχαν συζητήσεις με τον Υπουργό οικονομικών της χώρας μας και ανακοίνωσαν δημόσια ότι θα αναλάβουν τον ρόλο τους για να στηρίξουν την ελληνική κυβέρνηση και τις ελληνικές τράπεζες». Έχει αποδειχτεί πλέον ότι οι τρεις αυτοί διευθυντές είπαν ψέματα σκοπίμως στους συναδέλφους τους με σκοπό να τους πείσουν να ψηφίσουν υπέρ του δανείου του ΔΝΤ στην Ελλάδα[56]. Το δάνειο δεν είχε ως στόχο την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας ούτε και να βοηθήσει τον ελληνικό λαό. Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή των γαλλικών, γερμανικών, ολλανδικών τραπεζών οι οποίες διακρατούσαν περισσότερο από 70 % του ελληνικού χρέους, τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση. Ενώ όμως φρόντιζαν να αποπληρωθούν, αρνούνταν να συνεχίσουν να δανείζουν την Ελλάδα και μεταπωλούσαν στη δευτερογενή αγορά τους τίτλους που δεν είχαν ακόμη εκπνεύσει. Μάλιστα, η ΕΚΤ, με επικεφαλής των Γάλλο Τρισέ, τις βοηθούσε αγοράζοντας ελληνικούς τίτλους. Έκαναν δηλαδή ακριβώς το αντίθετο απ’ όσα είχαν υποσχεθεί οι γερμανικές, γαλλικές και ολλανδικές ηγεσίες στο ΔΝΤ. Πρέπει να προσθέσουμε ότι κατά την διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης του Μαΐου του 2010, αρκετοί εκτελεστικοί διευθυντές επέκριναν το γεγονός ότι η διεύθυνση του ΔΝΤ είχε τροποποιήσει κρυφά τον κανονισμό του ΔΝΤ ως προς τους όρους χορήγησης δανείων[57] : Μέχρι τότε, το ΔΝΤ δεν μπορούσε να χορηγήσει δάνειο σε μια χώρα παρά υπό την προϋπόθεση ότι, δανείζοντάς την, το χρέος της γινόταν βιώσιμο. Αν και γνώριζε πολύ καλά ότι δανείζοντας 30 δις ευρώ στην Ελλάδα χωρίς να προηγηθεί μείωση του χρέους, αυτό, όχι μόνο δεν θα γινόταν βιώσιμο αλλά θα καθίστατο ακόμη πιο επαχθές, η διεύθυνση του ΔΝΤ τροποποίησε τον κανονισμό. Υιοθέτησε ένα άλλο κριτήριο, χωρίς καμιά διαβούλευση: δανείζουμε σε μια χώρα αν τα χρήματα του δανείου αυτού μπορούν να αποσοβήσουν μια διεθνή τραπεζική κρίση. Για εμάς, αυτό αποδεικνύει ότι η απειλή ήταν πολύ μεγάλες δυσκολίες για τις τρεις μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες (BNP Paribas, Crédit Agricole και Société Générale) και μερικές γερμανικές τράπεζες που είχαν χορηγήσει υπερβολικά πολλά δάνεια τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, στην Ελλάδα, με στόχο να επιτύχουν τεράστια κέρδη, χωρίς να λαμβάνουν τα προληπτικά μέτρα που θα έπρεπε. Αν το ΔΝΤ και η ΕΚΤ δεν επιθυμούσαν μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010, είναι διότι η γαλλική, η γερμανική, η ολλανδική αλλά και μερικές άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης ήθελαν να δώσουν χρόνο σε αυτές τις τράπεζες για να μεταπωλήσουν τους ελληνικούς τίτλους που είχαν αγοράσει και για να αποδεσμευτούν γενικά από την Ελλάδα. Και, πράγματι, οι ξένες τράπεζες ξεφορτώθηκαν τις απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας μεταξύ Μαρτίου 2010 και Μαρτίου 2012, οπότε και μια μείωση του ελληνικού χρέους έλαβε τελικά χώρα (βλ. παρακάτω). Αν η τότε ελληνική κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου δέχτηκε να μην γίνει κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους όταν τέθηκε σε εφαρμογή το μνημόνιο του Μαΐου του 2010, είναι διότι ήθελε επίσης να δώσει χρόνο στις ελληνικές τράπεζες να μεταπωλήσουν ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών τίτλων τους που κινδύνευαν να χάσουν αργότερα την αξία τους όταν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες θα είχαν μπορέσει να αποδεσμευτούν (βλ. παρακάτω). Ούτως ή άλλως, ο Ζαν-Κλωντ Τρισέ, ο Γάλλος τραπεζίτης που διοικούσε την ΕΚΤ την εποχή εκείνη, απειλούσε την Ελλάδα ότι θα μείωνε την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις ρευστότητες αν η κυβέρνησή της ζητούσε μείωση του χρέους. Αυτά δήλωσε ο Π. Ρουμελιώτης κατά την ακρόασή του[58].
Όσον αφορά την κριτική του συνόλου του προγράμματος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το ΔΝΤ, αξίζει να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από την παρέμβαση του εκπροσώπου της Αργεντινής κατά την ίδια συνεδρίαση του Μαΐου του 2010. Όπως εξηγούσε, η πολιτική που το ΔΝΤ ήθελε να επιβάλει στην Ελλάδα δεν θα είναι ούτε υλοποιήσιμη ούτε αποτελεσματική. Ο Pablo Pereira, άσκησε δριμεία κριτική τόσο στις παρελθούσες όσο και στις τρέχουσες επιλογές του ΔΝΤ: «Είναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα σκληρά μαθήματα που πήραμε από τις δικές μας κρίσεις κατά το παρελθόν. Το 2001, παρόμοιες πολιτικές προτάθηκαν από το Ταμείο στην Αργεντινή. Οι καταστροφικές τους συνέπειες είναι γνωστές τοις πάσι. (...) Υπάρχει μια πραγματικότητα σαφής και αδιαμφισβήτητη : ένα χρέος που δεν μπορεί να πληρωθεί είναι αδύνατο να αποπληρωθεί χωρίς μια επιβοηθούμενη ανάπτυξη. (...) Είμαστε οι πρώτοι που γνωρίζουν τις επιπτώσεις των « διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων » ή των πολιτικών προσαρμογής, ότι καταλήγουν να επιφέρουν ύφεση, ανάσχεση της συνολικής ζήτησης και, ως εκ τούτου, των όποιων προοπτικών οικονομικής ανάκαμψης. (...) Είναι πολύ πιθανό ότι η Ελλάδα θα καταλήξει σε ακόμα χειρότερη θέση μετά την εφαρμογή αυτού του προγράμματος. Τα μέτρα προσαρμογής που συνιστά το Ταμείο θα πλήξουν και την ευημερία του πληθυσμού της και την πραγματική της ικανότητα αποπληρωμής του χρέους» [59].
Ο Π. Ρουμελιώτης λοιπόν κατέθεσε γι’ αυτή την υπόθεση ενώπιον της Επιτροπής στη δημόσια συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2015. Του υποβάλαμε ερωτήσεις, αρχικά εγώ, έπειτα η Πρόεδρος της Βουλής και τέλος τα μέλη της Επιτροπής. Απάντησε διαδοχικά σε όλες. Αυτή η ιδιάζουσα δημόσια ακρόαση διήρκησε οκτώ ώρες. Οι απαντήσεις του Π. Ρουμελιώτη επιβεβαίωσαν σε μεγάλο ποσοστό την ανάλυση που παρουσιάσαμε πιο πάνω. Η συνεδρίαση, όπως και όλες οι σημαντικές συνεδριάσεις της Επιτροπής, αναμεταδόθηκε ζωντανά από το κανάλι της Βουλής. Τα ποσοστά τηλεθέασης κατέγραψαν ρεκόρ... Στις 17 Ιουνίου 2015, προβήκαμε στην επίσημη παρουσίαση των πορισμάτων της Επιτροπής. Στην εναρκτήρια ομιλία μου, (την οποία μπορείτε να δείτε εδώ http://www.cadtm.org/Intervention-d-Eric-Toussaint-a-la) κατέθεσα την ανάλυσή μας για τους βαθύτερους λόγους που οδήγησαν στην επιβολή του πρώτου μνημονίου τον Μάιο του 2010. Ήταν μια συνεδρίαση με πολύ μεγάλη απήχηση. Δεν έχω να αλλάξω τίποτε σε αυτήν την δήλωση.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Σε μια μελέτη που πραγματοποίησαν τον Σεπτέμβριο του 2015, δυο οικονομολόγοι, οι Carmen Reinhart και Christoph Trebesch, αναλύουν από την οπτική γωνία της εξάρτησης από τις εξωτερικές χρηματοδοτήσεις τις κρίσεις χρέους που έπληξαν την Ελλάδα από την δεκαετία του 1820 οπότε και απέκτησε την ανεξαρτησία της[60]. Οι δυο συγγραφείς, που ανήκουν στον πανεπιστημιακό κόσμο και υιοθετούν ένα προσανατολισμό υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος, υπογραμμίζουν ότι οι κρίσεις χρέους που έπληξαν επανειλημμένα την Ελλάδα είναι κατά μεγάλο ποσοστό προϊόν μιας εισροής ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων που ακολουθείται από διακοπή της ροής αυτής. Δηλώνουν πως η κρίση που πλήττει την Ελλάδα και άλλες περιφερειακές χώρες δεν είναι κρίση δημόσιου χρέους αλλά, κυρίως, κρίση εξωτερικού χρέους (σελ. 1). Παραλληλίζουν αυτήν την κατάσταση με την κρίση εξωτερικού χρέους που έπληξε την Λατινική Αμερική την δεκαετία του 1980. Υπογραμμίζουν το ασύμμετρο της κατάστασης μεταξύ των οφειλετών χωρών και των πιστωτριών χωρών όταν ξεσπά μια κρίση: ενώ η Ελλάδα βυθίστηκε στην οικονομική ύφεση μετά το 2010, η Γερμανία γνώρισε περίοδο ανάπτυξης. Έτσι και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής γνώρισαν σημαντική ύφεση μεταξύ της έναρξης της κρίσης το 1982 και των αρχών της δεκαετίας του 1990, ενώ η οικονομία των ΗΠΑ, που ήταν πιστωτής των χωρών της Λατινικής Αμερικής, γνώρισε προοδευτική ανάκαμψη (σελ. 2).
Διαπιστώνουν ότι η περίοδος της μεγαλύτερης ευημερίας, σε οικονομικό επίπεδο, για την Ελλάδα, είναι η περίοδος μεταξύ 1950 και 2000, όταν η χρηματοδότηση βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους εσωτερικούς πόρους της χώρας και δεν εξαρτιόνταν από το εξωτερικό (σελ. 2).
Αντίθετα, αποδεικνύουν πως, σε κάθε κρίση εξωτερικού χρέους που γνώρισε η Ελλάδα (καταμετρούν 4 μεγάλες τέτοιες κρίσεις), όταν οι ροές από τους ιδιώτες ξένους πιστωτές (δηλαδή, τις τράπεζες) στέρεψαν, οι κυβερνήσεις πολλών ευρωπαϊκών δυνάμεων συμμάχησαν για να δανείσουν δημόσιο χρήμα στην Ελλάδα, για να στηρίξουν τους ξένους τραπεζίτες. Αυτή η συμμαχία δυνάμεων επέβαλε στην Ελλάδα πολιτικές που αντιστοιχούσαν στα δικά τους συμφέροντα και σε αυτά μερικών μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών με τις οποίες ήταν συνένοχες. Κάθε φορά, οι πολιτικές αυτές είχαν σαν στόχο την εξασφάλιση των δημοσιονομικών πόρων που ήταν απαραίτητοι για την αποπληρωμή του χρέους και συνεπάγονταν μείωση των κοινωνικών δαπανών και των δημοσίων επενδύσεων. Με τρόπους που άλλαζαν μορφές, απαγορεύτηκε στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό να ασκήσουν την κυριαρχία τους. Το γεγονός αυτό διατήρησε την Ελλάδα σε κατάσταση υποτελούς και περιφερειακής χώρας. Οι δικές μου εργασίες ιστορικής μελέτης του ελληνικού χρέους από την δεκαετία του 1820[61] καταλήγουν σε διαπιστώσεις που δεν διαφέρουν ιδιαίτερα. Οι Carmen Reinhart και Christoph Trebesch επιμένουν στην αναγκαιότητα μιας πολύ σημαντικής μείωσης του ελληνικού χρέους και απορρίπτουν τις λύσεις που συνίστανται σε επιμήκυνση της αποπληρωμής του (σελ. 17). Από πλευράς μου, σε αυτήν την μελέτη, καταλήγω στο ότι πρέπει να διαγραφεί το χρέος που απαιτεί η τρόικα (ΔΝΤ, ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή).
Συμπέρασμα
Η ελληνική κρίση που ξέσπασε το 2010 προκλήθηκε από τις τράπεζες (ξένες και ελληνικές) και όχι από υπερβάλλουσες δημόσιες δαπάνες από μέρους ενός δήθεν ιδιαίτερα γενναιόδωρου, στον κοινωνικό τομέα, Κράτους. Η κρίση ξέσπασε όταν οι ξένες ιδιωτικές τράπεζες έκλεισαν την βρύση των πιστώσεων, πρώτα στον ιδιωτικό και, μετά, στον δημόσιο τομέα. Το υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας σχεδιάστηκε για να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών καθώς και των χωρών που κυριαρχούν στην ευρωζώνη. Τα χρέη που απαιτούνται από την Ελλάδα από το 2010 είναι επονείδιστα διότι συσσωρεύτηκαν για να επιτευχθούν στόχοι οι οποίοι είναι σαφώς σε αντίθεση με τα συμφέροντα του πληθυσμού. Οι πιστωτές το γνώριζαν και εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Τα χρέη αυτά πρέπει να διαγραφούν.
Η εργασία αυτή εμβαθύνει και επιβεβαιώνει αυτά που απέδειξε η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους το 2015, τόσο στην προκαταρκτική της Έκθεση του Ιουνίου 2015 όσο και στην Έκθεσή της, του Σεπτεμβρίου 2015, με θέμα το 3ο μνημόνιο.
Η επόμενη μελέτη θα αφορά την εξέλιξη της τραπεζικής κρίσης μεταξύ 2010 και 2016, την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2012 και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Ευχαριστίες: Ο συγγραφέας ευχαριστεί για την ανάγνωση και τις προτάσεις τους: Θάνο Κονταργύρη, Alexis Cukier, Marie-Laure Coulmin, Romaric Godin, Pierre Gottiniaux, Φώτη Γκουτζιομήτρο, Michel Husson, Nathan Legrand, Ίων Παπαδόπουλο, Anouk Renaud, Patrick Saurin, Άδωνη Ζαμπέλη. Ευχαριστεί επίσης τον Daniel Munevar που τον βοήθησε στις έρευνές του και από τον οποίο δανείστηκε μια σειρά γραφημάτων.
Ο συγγραφέας φέρει την πλήρη ευθύνη των ενδεχόμενων λαθών που περιέχει η εργασία αυτή.
Μετάφραση στα ελληνικά: Christine Cooreman
Τελική Αναθεώρηση: Θάνος Κονταργύρης
[2] Ασταθείς και κερδοσκοπικές διότι οι ροές αυτές δεν στόχευαν σε επένδυση στον παραγωγικό μηχανισμό των χωρών αλλά, κυρίως, στα καταναλωτικά δάνεια, στα δάνεια για αγορά κατοικίας, στην αγορά χρηματοπιστωτικών τίτλων στις τοπικές αγορές.
[3] Στην Κύπρο, η κρίση εκδηλώθηκε το 2012 και κατέληξε σε μνημόνιο τον Μάρτιο του 2013.
[4] Βλ. http://www.cadtm.org/Que-faire-des-banques-Version-2-0
[5] Παπανδρέου στην Ελλάδα, Zapatero και, μετά, Ραχόι στην Ισπανία, ιρλανδική κυβέρνηση καθώς και, φυσικά, Μέρκελ, Σαρκοζύ (και μετά Ολλάντ), κυβερνήσεις των χωρών του Μπενελούξ …
[6] Christos Laskos & Euclid Tsakalotos, CRUCIBLE of Resistance. Greece, the Eurozone & the World Economic Crisis, Pluto Press, London, 2013, pp. 18 - 21
[7] Θα δούμε παρακάτω ότι χάρη στην συνέργεια των διαδοχικών κυβερνήσεων και των αρχών της ευρωζώνης, οι τέσσερις αυτές τράπεζες κατέληξαν να ελέγχουν 95% της τραπεζικής αγοράς από το 2014.
[8] Υπενθυμίζουμε ότι στις ΗΠΑ, την ίδια εποχή, έσκασε η χρηματιστηριακή φούσκα που προκάλεσε η κερδοσκοπία στον τομέα των dotcom. Η φούσκα του ίντερνετ (ή «φούσκα των νέων τεχνολογιών») έσκασε πράγματι από τον Μάρτιο του 2000, στις ΗΠΑ. Ο κατήφορος αρχίζει. Στην περίοδο 2000-2001, όλα τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν από το 1995 (145 δις δολάρια) από τις 4.300 εταιρείες του Nasdaq (αγορά των τεχνολογικών αξιών) έγιναν καπνός.
[9] Η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη έγινε την 1η/1/2002.
[10] Πίνακας από C. Lapavitsas, A. Kaltenbrunner, G. Lambrinidis, D. Lindo, J. Meadway, J. Michell, J.P. Painceira, E. Pires, J. Powell, A. Stenfors, N. Teles: « The eurozone between austerity and default », September 2010. http://www.erensep.org/images/pdf/rmf/eurozone_reports/Eurozone-Report-2.pdf Βλ. επίσης την περίληψη στα γαλλικά (από την Stéphanie Jacquemont του CADTM) αυτής της μελέτης: http://www.cadtm.org/Resume-de-The-Eurozone-between
[11] Το ίδιο φαινόμενο συνέβη την ίδια στιγμή σε Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και στις χώρες της κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
[12] Σύμφωνα με το ενημερωτικό γράφημα, οι κύριοι κάτοχοι (δηλαδή, οι τράπεζες των προαναφερόμενων χωρών) των τίτλων του ελληνικού χρέους είναι: η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, οι Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο, το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ οι άλλοι κάτοχοι έχουν συγκεντρωθεί στην κατηγορία «υπόλοιπος κόσμος». Αυτό το ενημερωτικό γράφημα προέρχεται από C. Lapavitsas, ό.π., σελ. 11.
[14] Στην περίπτωση της Ελλάδας, η έκθεση των ασφαλιστικών ταμείων ήταν σημαντική κι αυτό στοίχισε πολύ ακριβά στους Έλληνες συνταξιούχους και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης όταν η τρόικα επέβαλε το 2012 ένα κούρεμα 50% της αξίας των ελληνικών τίτλων (βλ. παρακάτω).
[15] Πηγή: Yanis Varoufakis, Et les faibles subissent ce qu'ils doivent ? Comment l'Europe de l'austérité menace la stabilité du monde, Εκδόσεις Les Liens qui Libèrent, Παρίσι 2016, σελ. 216-218. http://www.editionslesliensquiliberent.fr/livre-Et_les_faibles_subissent_ce_qu_ils_doivent__-9791020903686-1-1-0-1.html Τα αποσπάσματα του βιβλίου δημοσιεύονται με την ευγενική άδεια των εκδόσεων Les Liens qui Libèrent.
[21] Πηγή: Les Grecs contre l’austérité - Il était une fois la crise de la dette, (Οι Έλληνες κατά της λιτότητας - Ήταν μια φορά η κρίση του χρέους) συλλογικό, εκδ. Le Temps des Cerises, Παρίσι, Νοέμβριος 2015, 229 σελίδες.
Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ ή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες υπέρ θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών – απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους οργανισμούς ή φορείς αυτούς η ΕΚΤ ή εθνικές τράπεζες. Όμως, από το 2010-2011, μέσω διαφόρων προγραμμάτων, η ΕΚΤ αγοράζει μαζικά τίτλους δημόσιου χρέους από τις ιδιωτικές τράπεζες, γεγονός που βολεύει ιδιαίτερα τις τελευταίες. Από το 2015, στα πλαίσια του quantitative easing («ποσοτική χαλάρωση»), η ΕΚΤ αύξησε κι άλλο τις αγορές δημόσιων χρεών από τις τράπεζες.
Eric Toussaint
www.cadtm.org
Nouvelle adresse CADTM international, 35 rue Fabry
4000 Liège
Belgique
contra-xreos.gr
Ωραία η οικονομική ανάλυση αλλά χρειαζόμαστε ανάλυση και για την ηθική κρίση στην Ελλάδα, πχ
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί οι Έλληνες έπεσαν στην παγίδα του χρηματιστηρίου;
Γιατί πήραν τόσα πολλά δανεικά;
Γιατί το 2006 ενώ ο υπερκαταναλωτισμός κορυφώθηκε, οι γάμοι μειώθηκαν;
Γιατί στους Έλληνες τους δίνεις χρήμα και τους παίρνεις την ψυχή;
Γιατί όταν καιγόταν η Πελοπόννησος έλεγαν: να καώ εγώ να σωθεί το σπίτι!!!
Προσοχή!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι ο κ. Harald Ruffing, ένας νόμιμος δανειστής ιδιωτικών δανείων, Χρειάζεστε δάνειο για δουλειά ή να εξοφλήσετε τους λογαριασμούς σας; Εάν ναι, προσφέρουμε κάθε είδους οικονομική βοήθεια για τη συνεργασία φορέων και ατόμων που χρειάζονται οικονομική βοήθεια, προσφέρουμε όλα τα είδη δανείων με χαμηλό επιτόκιο 2,5% για να μας στείλετε email τώρα μέσω: haraldruffingfinance@gmail.com και θα προχωρήσουμε Αμέσως με τη διαδικασία δανεισμού σας, τα δάνεια παραδίδονται στους πελάτες μέσα σε 24 έως 48 ώρες. Να κάνετε αίτηση επικοινωνήστε μαζί μας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: haraldruffingfinance@gmail.com
Ευχαριστώ
Κ. Harald Ruffing
Διευθύνων σύμβουλος
Τηλέφωνο: +13302994370
Χρειάζεστε ένα επείγον δάνειο που χρειαζόμαστε άπειρα στα ελληνικά 2017;