Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Δήλωση άρνησης υποβολής φορολογικής δήλωσης


online_taxΕπιστολή αναγνώστη :
Καλημέρα,
κατέθεσα πρόσφατα στην ΔΟΥ δήλωση με την οποία δηλώνω ότι αρνούμαι να υποβάλλω φορ. δήλωση. Τα κείμενα βασίζονται σε στοιχεία και κείμενα που βρήκα στο διαδίκτυο και τροποποιήθηκαν από εμένα. Σε κάθε περίπτωση – είναι διαθέσιμα δωρεάν για κάθε ενδιαφερόμενο.
Παρόμοιο κείμενο έστειλα και στο ΙΚΑ ύστερα από πρόστιμο και απειλή κατάσχεσης που μου επιβλήθηκε (αυθαίρετα κατά τη γνώμη μου) αλλά λόγω οικονομικής αδυναμίας το έστειλα μόνο σε αυτούς και δεν προχώρησα στα δικαστήρια.
ΑΙΤΗΣΗ – ΔΗΛΩΣΗ
Του ………………………………………………
ΑΦΜ ………………………
Κατοίκου …………………..
Α.Δ.Τ. ………….. / Α.Τ. ………………….
Οδός …………………..
Ταχυδρομική Διεύθυνση:
…………………..
Τηλ. …………………..
Ημερομηνία: …………………..
ΠΡΟΣ
ΔΟΥ ………………………
Οδός …………………..
Τ.Κ. ….. ………………….. …………………..
ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΚΑΙ
ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΩΝ
ΑΝΑΦΟΡΑ-ΔΗΛΩΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΩΝ
ΘΕΜΑΤΑ
1. Αίτηση προηγούμενης ακρόασης και ακύρωσης όλων των εις βάρος μου οφειλών, ως πράξης οικονομικής αδυναμίας και ως πράξης αδυναμίας συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων
2. Δήλωση Οικονομικής Αδυναμίας και Αδυναμίας Συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων
3. Αιτιολόγηση του αιτήματος
α) Ως προς το είδος της ενδεχόμενης δια της παρούσης δήλωσής μου παράβασης
β) Ως προς την υπαιτιότητα
4. Παρουσίαση της νομοθεσίας βάσει της οποίας δικαιούσθε και υποχρεούστε να μην προβαίνετε στην επιβολή διοικητικών μέτρων που περιορίζουν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα, για πράξεις αδυναμίας πληρωμής και αδυναμίας συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων
Συνημμένα:
1) Βεβαίωση αποδοχών έτους …..
2) Εκκαθαριστικό Φορολογίας εισοδήματος ….
3) Εκκαθαριστικό Φορολογίας εισοδήματος ….
4) Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης
5) ……………………..

Το δικαίωμα μη συναίνεσης σε παράνομες και αντισυνταγματικές επιβολές της κρατικής εξουσίας, αποτελεί ένα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, το οποίο δεν μπορεί να αφαιρεθεί από οποιαδήποτε εξουσία που αξιώνει να θεωρείται δημοκρατική.

Βάσει του άρθρου 1 Σ που καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, του άρθρου 2 Σ που
καθορίζει τις πρωταρχικές υποχρεώσεις της πολιτείας, του άρθρου 10 Σ, που ορίζει το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές, του άρθρου 20 Σ και του άρθρου 6 ΚΔΔ, που ορίζουν το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, του άρθρου 4 ΚΔΔ, που ορίζει τις διαδικασίες και τις προθεσμίες διεκπεραίωσης υποθέσεων, των άρθρων 24 και 25 ΚΔΔ, που ορίζει τις διοικητικές προσφυγές και αναφορές, καθώς και το γεγονός ότι οικονομικά ασθενείς πολίτες δεν έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη χωρίς κωλύματα, όπως επιβεβαιώνεται από το ψήφισμα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών της 13/02/2016 «… η προσφυγή ειδικά στο διοικητικό δικαστήριο είναι απρόσιτη για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. … … δημιουργούν συνθήκες δικονομικής ασφυξίας στους πολίτες …»
σας καταθέτω την παρακάτω αίτηση-αναφορά-δήλωση που αφορά προσωπική μου υπόθεση, την οποία πρέπει να λάβετε υπόψη πριν τη κλήση μου σε προηγούμενη ακρόαση και πριν τον προσδιορισμό του αντικειμένου του μέτρου ή της ενέργειας που προτίθεστε να λάβετε εις βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων μου.

Ζητώ να λάβετε υπόψη:
α) την οικονομική αδυναμία στην οποία έχω περιέλθει λόγω μείωσης του εισοδήματός μου και των πολιτικών λιτότητας που επέβαλλαν τόσο προηγούμενες κυβερνήσεις όσο και η σημερινή κυβέρνηση και η οποία αποδεικνύεται μεταξύ άλλων από την ένταξή μου στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Μιας αδυναμίας που μου στερεί το δικαίωμα συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 Σ), στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας (άρθρο 5 Σ), διότι έχει μειώσει σε βαθμό οριακό τόσο τη φοροδοτική μου ικανότητα όσο και την αξιοπρεπή διαβίωσή μου

β) την αδυναμία μου να συναινώ σε διατάξεις νόμων και υπουργικές αποφάσεις προδήλως αντισυνταγματικές που καταλύουν την έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Μιας αδυναμίας καθ’ όλα νόμιμης βάσει των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα. Μιας αδυναμίας που ως στάση ζωής εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αφού λειτουργεί προστατευτικά προς το Δημοκρατικό μας Πολίτευμα και την έννομη τάξη την οριζόμενη από το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό.

Καταθέτω την παρούσα δήλωση οικονομικής αδυναμίας και αδυναμίας συναίνεσης ως, «πράξη» άμυνας, για να υπερασπισθώ τον εαυτό μου από την άδικη και άνιση επίθεση του Κράτους που δια των απαιτήσεων φόρων πέραν της φοροδοτικής μας ικανότητας καταργεί το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης και που δια των επιβαλλόμενων πολιτικών και αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων στρέφεται εναντίον μας με στόχο τον περιορισμό των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας όπως αυτά ορίζονται από τις βασικές διατάξεις του Συντάγματος.

Διότι πρόκειται για μια επίθεση προς τα Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα όπως αυτά ορίζονται από το Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ

Είναι, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 Σ, μια επίθεση στην αρχή της αναλογικότητας.
Κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 Σ είναι μια επίθεση στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή

Είναι μια επίθεση στο άρθρο 7 παρ. 3 Σ, που ορίζει ότι «η γενική δήμευση απαγορεύεται» στις περιπτώσεις που η πρώτη κατοικία αποτελεί το σύνολο της περιουσίας, και λόγω οικονομικής αδυναμίας επιβάλλεται το μέτρο της κατάσχεσής της.
Είναι μια επίθεση στο άρθρο 8 Σ, που ορίζει ότι «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος», στην περίπτωση που λόγω αληθούς και δεδηλωμένης οικονομικής αδυναμίας, ο πολίτης αδυνατεί να αντεπεξέλθει στα έξοδα μιας δικαστικής διαμάχης με το κράτος, προς υποστήριξη των δικαιωμάτων του. 

Είναι, κατά παράβαση του άρθρου 9 παρ. 1 Σ μια επίθεση στην πρώτη κατοικία και την οικογενειακή ζωή, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία προς κατάσχεση, που ορίζει ότι «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη». Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση το Κράτος, όχι μόνον δεν φροντίζει για την απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται, αλλά λόγω των επιβαλλόμενων πολιτικών δημιουργεί τις προϋποθέσεις απώλειας ακόμη και της πρώτης κατοικίας, στην ουσία δημεύει περιουσίες.
 
Είναι μια επίθεση της εξουσίας προς την «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 2 παρ. 1 Σ, ως υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια της αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Συνεπώς η οικονομική αδυναμία και η αδυναμία συναίνεσης ΔΕΝ προκύπτει από δική μου υπαιτιότητα, αλλά από υπαιτιότητα του Κράτους και κατ’ επέκταση της Υπηρεσίας σας, διότι δια των επιβαλλόμενων πολιτικών και αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων, καταλύεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας προκύπτει η υποχρέωση εκτέλεσης όλων των νόμων. 

Σε περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε δεκτό το αίτημά μου, σας ζητώ να μου απαντήσετε αιτιολογημένα μέσα στη νόμιμη προθεσμία, αφού λάβετε πρώτα υπόψη τα νομικά επιχειρήματα που αναφέρω, ενώ σε περίπτωση που προτίθεστε να προβείτε σε οποιαδήποτε διοικητική ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων μου που αφορά την παρούσα αίτηση-δήλωση, ζητώ να κληθώ σε προηγούμενη ακρόαση.

Ζητώ σύμφωνα με την αιτιολογία που ακολουθεί, η πράξη μου να χαρακτηριστεί ως «αδυναμία συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων» και ΟΧΙ ως «παράλειψη» ή «υπεκφυγή πληρωμής». Αν, απορρίπτοντας την αίτησή μου, χαρακτηρίσετε την πράξη μου ως παράλειψη ή υπεκφυγή πληρωμής, ζητώ να τονιστεί ότι η πράξη αυτή προέκυψε ως παρεπόμενο αποτέλεσμα της κύριας πράξης μου που είναι (σύμφωνα με την παρούσα δήλωση) η αδυναμία συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων. 

Διότι η μη πληρωμή, ως προκύπτουσα από την πράξη αδυναμίας συναίνεσης και όχι ως πράξη καθ’ εαυτή, θεωρώ δίκαιο να κριθεί αφού προηγουμένως κριθεί η νομιμότητα της πράξης της οριζόμενης ως «αδυναμία συναίνεσης». Αν η αδυναμία συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων είναι παράνομη, τότε παράνομη θα είναι και η μη εκτέλεση του αντισυνταγματικού νόμου (στην προκειμένη περίπτωση η μη πληρωμή) αν όμως η κύρια πράξη (της μη συναίνεσης) κριθεί ως νόμιμη τότε λογικά, θα πρέπει να θεωρηθεί νόμιμο και το παρεπόμενο αποτέλεσμα της μη πληρωμής. 

Επικουρικά με ένθετο κείμενο σας παρουσιάζω την νομοθεσία βάσει της οποίας δικαιούσθε και υποχρεούστε να ΜΗΝ προβαίνετε σε μέτρα και ενέργειες για πράξεις αδυναμίας συναίνεσης σε εκτέλεση νόμων προδήλως αντισυνταγματικών. Διότι το κράτος μέσω της διοίκησης, οφείλει να μας πείθει για το γεγονός ότι οι απαιτήσεις του είναι συνταγματικές, δίκαιες και αναλογικές. Διότι οι νομοθέτες, πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι δίκαιοι, και να εξηγούν στη διοίκηση, η δε διοίκηση στους πολίτες, ότι οι νόμοι που επιβάλλουν είναι δίκαιοι. Σε περίπτωση αποφυγής αυτών των ερμηνειών, παρά τις αιτήσεις των πολιτών, εγείρονται υποψίες για άδικη συμπεριφορά της εξουσίας, υποψίες που δικαιολογούν την αδυναμία συναίνεσης. 

1. ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΩΝ, ΩΣ ΠΡΑΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΑΞΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΩΝ
Για τους λόγους που αναπτύσσω παρακάτω και με την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματός μου και όλων όσων θα προσθέσω κατά τη συζήτηση της παρούσης, σας παρακαλώ
1) να κάνετε δεκτή την αίτησή μου
2) να κληθώ σε προηγούμενη ακρόαση
3) να ακυρωθούν όλες οι εις βάρος μου οφειλές, ληξιπρόθεσμες ή μη, οι οποίες έχουν επιβληθεί/βεβαιωθεί από/στην Υπηρεσία σας.
Όπως αδιάψευστα προκύπτει από τα όσα εκθέτω αναλυτικά στην παρούσα αίτηση-δήλωση, ζητώ από την Υπηρεσία σας:

α) Βάσει του Άρθρου 120 Σ και του άρθρου 22 ΠΚ, να χαρακτηριστεί η παρούσα αίτηση-δήλωση ως «αδυναμία συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων» και ως «πράξη» άμυνας και ΟΧΙ ως «παράλειψη» ή «υπεκφυγή πληρωμής».

β) Όπως οφείλετε βάσει του άρθρου 25 παρ. 1 Σ και του άρθρου 24 του ν. 3528/2007, να ΜΗΝ εκτελέσετε τυφλά τη ναι μεν νόμιμη, αντισυνταγματική δε, θέληση του Κράτους, υπηρετώντας το Λαό και όχι την κρατική εξουσία, και να πράξετε δηλώνοντας «πίστη στο Σύνταγμα» και όχι στο νόμο.

γ) Όπως οφείλετε βάσει του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3528/2007 να ΜΗΝ προβείτε σε οποιαδήποτε ενέργεια αναγκαστικής είσπραξης των παρανόμως εις βάρος μου βεβαιωμένων οφειλών και να το αναφέρετε στην Προϊστάμενή σας ή την αρμόδια Αρχή. Αν διστάσετε να υποβάλετε την αναφορά σας με δική σας πρωτοβουλία, σας ζητώ να την υποβάλετε με αιτία την επώνυμη απαίτησή μου.

δ) Όπως οφείλετε βάσει του άρθρου 10 Σ, να με ενημερώσετε εγγράφως εντός της νομίμου οριζόμενης προθεσμίας.

2. ΔΗΛΩΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΩΝ
Βάσει του Άρθρου 120 Σ, σεβόμενος τον Θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, το Δημοκρατικό Πολίτευμα, τα ατομικά μου δικαιώματα, εκτελώντας ένα θεμελιώδες συνταγματικό μου δικαίωμα και μία ύψιστη συνταγματική υποχρέωση, μη έχοντας άλλο έννομο μέσο, και με ρητή επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματός μου έως ότου αποκατασταθεί στη χώρα μου η τήρηση του Συντάγματος και του δημοκρατικού Πολιτεύματος υποβάλλω επίσημα προς την Υπηρεσία σας και προς κάθε δημόσια αρχή, την ακόλουθη δήλωση ΟΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ στην εκτέλεση διατάξεων νόμων, Προεδρικών διαταγμάτων, Υπουργικών αποφάσεων και διαταγών, που κατά τη πατριωτική συνείδησή μου προσβάλλουν το Σύνταγμα. 

Κατά συνέπεια και λαμβάνοντας υπόψη τις αναφορές μου
ΑΔΥΝΑΤΩ και ΑΡΝΟΥΜΑΙ

να παρέχω υποστήριξη και να συμπράττω με οποιαδήποτε μορφή σε πολιτικές οι οποίες εξυπηρετούν ένα μη κοινωνικό οικονομικό σύστημα ή οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές ενός Δημοκρατικού Πολιτεύματος,


να υποβάλλω φορολογική δήλωση όπως αυτή προβλέπεται από τον υφιστάμενο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, διότι το αντικείμενο της συνεισφοράς δεν συνάδει και δεν χρησιμοποιείται όπως προβλέπει το Σύνταγμα ενώ η υποβολή της αποτελεί ένδειξη συναίνεσης στον τρόπο φορολόγησης ιδίως όσων αφορά την φορολόγηση βάση τεκμηρίων διαβίωσης


να συναινώ στην αναγκαστική επιβολή συναλλαγών με ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα ή μέσω αυτών, όπως τήρηση τραπεζικού λογαριασμού ή χρήση καρτών, των οποίων οι όροι είναι μονομερώς προκαθορισμένοι και μη διαπραγματεύσιμοι, 


να αποδεχτώ μέτρα εις βάρος μου ή απαιτήσεις πληρωμής εις βάρος μου (παλαιών ή νέων, ληξιπρόθεσμων ή μη, βεβαιωμένων ή μη), που επιβάλλονται αυθαίρετα, δια της βίας ή της απειλής βίας, έχουν φανερά εισπρακτικό χαρακτήρα, δεν ανταποκρίνονται στο σκοπό για τον οποίο προβλέπονται, θίγουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, θίγουν την αξιοπρέπειά μου ή επιβάλλονται για να αποδοθούν σε δύναμη κατοχής ή σε ιδιωτικά συμφέροντα,

χωρίς προηγούμενη, ανεξάρτητη, αμερόληπτη και άμεση, δηλαδή σε εύλογο χρονικό διάστημα, δικαστική απόφαση, η οποία θα λάβει προηγουμένως την παρούσα αναφορά μου υπόψη.

3. ΑΙΤΙΟΛOΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤHΜΑΤΟΣ
Προς αποφυγή του ενδεχομένου να υποπέσουμε σε νομική πλάνη, τόσο εγώ κατά την υποβολή του αιτήματος, όσο κι εσείς κατά τη σύνταξη της ενδεχόμενης διοικητικής πράξης και της απάντησής σας, προβαίνω σε μια κατά το δυνατόν πλήρη αιτιολόγηση της νομιμότητας του αιτήματός μου. 

α) Ως προς το είδος της ενδεχόμενης δια της παρούσης δήλωσής μου παράβασης
Πριν ο αρμόδιος κρατικός λειτουργός βεβαιώσει παράβαση του νόμου, οφείλει να εξηγήσει στον υποτιθέμενο παραβάτη το είδος της παράβασης που διέπραξε, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του που απορρέουν από το σύνταγμα και τους νόμους, κατά τρόπο σαφή, ώστε να καταλείπονται αμφιβολίες. Στην περίπτωση λοιπόν που προκύψει αμφιβολία ως προς το είδος της παράβασης, εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι ο υποτιθέμενος παραβάτης δηλώνει πως το είδος της παράβασης είναι η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ από την οποία προκύπτει ως παρεπόμενο αποτέλεσμα η παράβαση συγκεκριμένου νόμου, ο κρατικός λειτουργός θα πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης και το τεκμήριο της αθωότητας, μέχρι αποδείξεως της ενδεχόμενης ενοχής κατόπιν διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Κατά συνέπεια, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, και κατόπιν της παρούσας δήλωσης αδυναμίας συναίνεσης, κάθε επιβολή μέτρου ή ενέργειας ή ποινής με τη μορφή προστίμου ή περιορισμού δικαιωμάτων, πριν αποσαφηνιστεί το είδος της υποτιθέμενης παράβασης, είναι παράνομη και αντισυνταγματική. Λαμβάνοντας δε υπόψη, ότι η παράλειψη ή υπεκφυγή πληρωμής οφειλών προς το Δημόσιο, οδηγεί σύμφωνα με το Κ.Ε.Δ.Ε. σε κατάσχεση περιουσίας και θεωρείται ποινικό αδίκημα, γίνεται κατανοητό ότι ο χαρακτηρισμός του είδους της παράβασης είναι υψίστης σημασίας και πρέπει να διέπεται από δίκαιη κρίση που λαμβάνει υπόψη όλα τα δεδομένα.

Διότι:
Σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΚ «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους.».
 
Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που η θεωρούμενη ως παράβαση πράξη, δηλώνεται από τον πράττοντα ως ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ, η επιβολή οιασδήποτε ποινής, θα πρέπει να εφαρμοσθεί μόνον κατόπιν αποδείξεως από την Πολιτεία, ότι το είδος της πράξης ήταν διαφορετικό, ή ότι υπάρχει νόμος που απαγορεύει την αδυναμία συναίνεσης, όπως αυτή ορίζεται με την παρούσα δήλωση. 

Σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ. 1 ΠΚ «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο».
 
Κατά συνέπεια για να στοιχειοθετηθεί αξιόποινη πράξη, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η αδυναμία συναίνεσης, όπως ορίζεται στην παρούσα δήλωση και οι επακόλουθες συνέπειές της αποτελούν πράξη άδικη, με την έννοια ότι από αυτήν αδικήθηκαν συγκεκριμένοι πολίτες ή το δημόσιο συμφέρον, λαμβάνοντας υπόψη ότι: σύμφωνα με το άρθρο 20 ΠΚ «ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.» 

Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 & 4 Σ «2. O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.» 

«4. H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.

Γίνεται σαφές εδώ ότι η αδυναμία συναίνεσης όπως ορίζεται στην παρούσα δήλωση, αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος και εκπλήρωση καθήκοντος, που υπερισχύει των υπολοίπων καθηκόντων μας λόγω του ότι ορίζεται από το Σύνταγμα ως θεμελιώδης υποχρέωση. Κατά συνέπεια ο άδικος χαρακτήρας της αδυναμίας συναίνεσης αποκλείεται, και προφανώς αποκλείεται και ο άδικος χαρακτήρας των αποτελεσμάτων που απορρέουν από την δήλωση αδυναμίας συναίνεσης. Το προφανές του αποκλεισμού των αποτελεσμάτων προκύπτει από τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 22 ΠΚ «1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας».
«2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους».
«3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις υπόλοιπες περιστάσεις».
 
Κατά συνέπεια, η «πράξη» της αδυναμίας συναίνεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί άδικη. Πέραν τούτων το μέτρο της άμυνας διαθέτει μηδενικό βαθμό επικινδυνότητας, καθώς η αδυναμία συναίνεσης είναι εξ ορισμού μία «πράξη» παθητική, κατά κυριολεξία «μη πράξη» και η μόνη πρόθεση που μπορεί να της καταλογιστεί, είναι η πρόθεση μη δράσης, με απαίτηση να διατηρηθεί αμετάβλητη μία νομίμως υπάρχουσα κατάσταση. Κατά συνέπεια η αδυναμία συναίνεσης σε εκτέλεση πράξεων που προκύπτουν από αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι στην ουσία αδυναμία συναίνεσης σε κάθε πράξη που θα μπορούσε να μεταβάλλει την υπάρχουσα νόμιμη κατάσταση, του Δημοκρατικού Πολιτεύματος του οριζόμενου από το Σύνταγμα. Αν αυτή η πράξη επιφέρει ενδεχομένως κάποια αποτελέσματα που μπορούν να θεωρηθούν άδικα για μια μερίδα πολιτών ή ένα μέρος του δημοσίου συμφέροντος, το σύνολο της «πράξης» μη συναίνεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί άδικο, λόγω του γεγονότος πως τελείται σε κατάσταση άμυνας, με μέτρο που εξ’ ορισμού χαρακτηρίζεται από μηδενικό βαθμό επικινδυνότητας, παρ’ όλο που τα αποτελέσματά του, ενδέχεται να θεωρηθούν επιβλαβή. Ακόμη όμως και αν θεωρηθούν επιβλαβή για το δημόσιο συμφέρον, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το μέτρο της επιλεγείσας άμυνας που στην ουσία της είναι «μη δράση», δεν είναι αναγκαίο, ή πως είναι ισχυρότερο από το είδος της βλάβης που επιχειρεί να προκαλέσει το κράτος παραβιάζοντας το Σύνταγμα και πλήθος δικαιωμάτων που απ’ αυτό απορρέουν, καθώς και από την ένταση της επίθεσης με την οποία το Κράτος απαιτεί την επιβολή της εν λόγω αδικίας. 

β) Ως προς την υπαιτιότητα
Βάσει των παρακάτω αλλά και πολλών άλλων στοιχείων που μπορώ να καταθέσω, το Κράτος έλυσε μονομερώς δίχως δική μας υπαιτιότητα, την έννομη σχέση δημοσίου δικαίου εκ της οποίας προκύπτει η υποχρέωση εκτέλεσης όλων των νόμων. Όπως στην παρούσα δήλωση αναπτύσσεται, ο νόμος δεν δημιουργεί εφ εαυτού έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, δίχως τη συναίνεση των πολιτών και δίχως την προϋπόθεση εναρμόνισής του με το Σύνταγμα. Γνωρίζοντας αυτό, το Κράτος αποφάσισε να απαιτεί τη συναίνεση των πολιτών με εκβιαστικά μέσα, όπως η στέρηση δικαιωμάτων, ο δι’ αυτής καταναγκασμός σε ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, (γνωρίζοντας ότι η ρύθμιση λειτουργεί ως ένδειξη συναίνεσης) καθώς και απ’ ευθείας με τη βία, επιβάλλοντας αυτοτελή πρόστιμα και ποινικοποιώντας παρανόμως την αδυναμία πληρωμής τους.

Παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1, 2 και 3 Σ
Λόγω “αδυναμίας εύρεσης πόρων” και προς “εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος”, τόσο προηγούμενες κυβερνήσεις όσο και η σημερινή κυβέρνηση συνάψανε δανειακές συμβάσεις με όρους που πλήττουν το δημοκρατικό πολίτευμα, τις εξουσίες που πηγάζουν από το Λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού, ενώ με την υπογραφή της σύμβασης της 14/1/2013 παραχωρήθηκε η εθνική μας κυριαρχία στους δανειστές. Το δημόσιο συμφέρον όμως ΔΕΝ μπορεί να εξασφαλιστεί με συμβάσεις δανείων με κερδοσκοπικά πιστωτικά ιδρύματα. Αντιθέτως. Με τη δέσμευση εξυπηρέτησης δανειακών συμβάσεων εξυπηρετούνται και διασφαλίζονται τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντα των εκάστοτε δανειστών και ΟΧΙ τα συμφέροντα του Λαού ή το δημόσιο συμφέρον. Είναι άκρως αντιφατικό, κυβερνήσεις να υπηρετούν ταυτόχρονα τα συμφέροντα του Λαού, μέσω του οποίου νομιμοποιούνται για την άσκηση των εξουσιών και ταυτόχρονα να υπηρετούν τους δανειστές διασφαλίζοντας τα κερδοσκοπικά συμφέροντα ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά εξουσία ασκούν οι δανειστές υπαγορεύοντας ακόμη και πολιτικές και νόμους και όχι ο Λαός όπως ορίζει το Σύνταγμα. Η άσκηση όλων των εξουσιών ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, είναι μια βασική διάταξη που αν προσβληθεί από την πλευρά της Πολιτείας, λύεται η υποχρέωση συνεισφοράς των δικαιούχων πολιτών στα δημόσια βάρη, διότι το αντικείμενο της συνεισφοράς δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους του Συμβολαίου που ορίζει την υποχρέωση, αλλά υπόκειται στις απροσδιόριστες πλέον ορέξεις των καταχραστών της εξουσίας. Η άσκηση των εξουσιών ασύμφωνα προς το Σύνταγμα, αφήνει το αντικείμενο της συνεισφοράς μας απροστάτευτο, με κίνδυνο να υπεξαιρεθεί ή να μην χρησιμοποιηθεί προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. 

Παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 Σ
Δίχως δική μας υπαιτιότητα, αφού δεν ζητήθηκε η συναίνεσή μας, το Κράτος τελείως αντισυνταγματικά, απαιτεί τη συμμετοχή δια των φορολογικών μας εισφορών και σε ιδιωτικά βάρη, όπως τα βάρη των ιδιωτικών τραπεζών. Κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει το φορολογικό μας δικαίωμα, και παράνομα, όπως αποδεικνύεται από τη δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της EFTA (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών) το οποίο στο Λουξεμβούργο, στις 28/1/2013 αποφάσισε πως «δεν είναι ευθύνη της χώρας στην οποία μια τραπεζική εταιρεία έχει την έδρα της να καλύπτει τα έξοδα των εγγυήσεων του τραπεζικού της συστήματος, καθώς και ότι ο μηχανισμός του συστήματος ασφαλείας πρέπει να χρηματοδοτείται από τις ίδιες τις τράπεζες.» και κατά συνέπεια ότι ΔΕΝ είναι υποχρέωση των Λαών να πληρώνουν δια των φορολογικών εισφορών τους τα βάρη των ιδιωτικών εταιριών που έχουν έδρα στη χώρα τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι εκτός της κακοδιαχείρισης του Κράτους και των αντισυνταγματικών απαιτήσεων, η φοροδοτική μας ικανότητα μειώθηκε σημαντικά εξ’ αιτίας της δωρεάς 230 και πλέον δις ευρώ προς τις ιδιωτικές τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίησή τους, συμπεραίνουμε, ότι δεν προκύπτει από δική μας υπαιτιότητα η αδυναμία πληρωμής καθώς η αδυναμία μας εκτός από αδυναμία συναίνεσης είναι και αδυναμία οικονομική. 

Παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1,2 και 5 Σ, 25 παρ. 1 Σ
Ο τρόπος φορολόγησης κατά τον Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος όχι μόνο δεν δίνει τη δυνατότητα συνεισφοράς στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις μας αλλά με τους αυξημένους φορολογικούς συντελεστές και ιδίως με τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος βάσει τεκμηρίων και όχι βάσει πραγματικού εισοδήματος, αποτελεί έναν απαράδεκτο και προσβλητικό υπαινιγμό της Πολιτείας απέναντι στους πολίτες ότι αυτοί φοροδιαφεύγουν αποκρύπτοντας στη φορολογική τους δήλωση τη διαφορά πραγματικού και τεκμαρτού εισοδήματος. Πέραν αυτού, η εισφορά όπως ορίζεται στο άρθρο 29 του νόμου 3986/2011 αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ήδη υπερφορολογηθεί είτε με μεγάλους φορολογικούς συντελεστές στο εισόδημα, είτε με τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος βάσει τεκμηρίων, είτε με την πληρωμή απαράδεκτα υψηλών συντελεστών ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα που έχουν χαμηλούς αντίστοιχους συντελεστές φόρου εισοδήματος και σχεδόν μηδενική επιβάρυνση από το ΦΠΑ (λόγω του συμψηφισμού ΦΠΑ πωλήσεων-αγορών) ενώ παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Παράβαση των άρθρων 7 παρ. 3, 17 παρ. 1 και 20 παρ. 1 Σ
Με την αναγκαστική εκτέλεση είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο με την μορφή κατάσχεσης, πλειστηριασμού και παρά την δεδηλωμένη και αποδεδειγμένη οικονομική αδυναμία πολιτών ιδίως στις περιπτώσεις που η πρώτη κατοικία αποτελεί το σύνολο της περιουσίας, η εξουσία όχι μόνο ΔΕΝ προστατεύει την ιδιοκτησία αλλά αφαιρεί ακόμη και το δικαίωμα στη ζωή, την εργασία, την ελεύθερη μετακίνηση αλλά και τη συμμετοχή στη κοινωνική ζωή. Ενώ με την παρ. 4 γ του άρθρου 29 του Ν 3986/2011, στην ουσία αποστερεί το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας «η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη της οφειλής …».

Παράβαση του άρθρου 26 παρ. 3 Σ
Διάκριση εξουσιών. Οι βουλευτές, εκμεταλλευόμενοι με τον πλέον ανέντιμο τρόπο, το άρθρο 86 του συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο μόνον η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη εναντίον τους για ποινικά αδικήματα, λειτουργούν ως νομοθέτες και κριτές των νομοθετημάτων τους, ως εγκληματίες και δικαστές των εγκλημάτων τους, ως καταχραστές του Συντάγματος και παράλληλα ως φύλακές του. Είναι εμφανές ότι το άρθρο 86 λειτουργεί ως ο Εφιάλτης του Συντάγματος, που ανοίγει την κερκόπορτα στους επίδοξους παραβιαστές του, με στόχο την αφαίρεση της λαϊκής κυριαρχίας και την εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι ο Ύμνος της κομματοκρατίας, που το 2001 υπερψηφίστηκε από 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ενώ ο εκτελεστικός νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» (ν. 3126/2003) υπερψηφίστηκε και από τους βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι ακόμη και ο πλέον ανυποψίαστος πολίτης, δεν θα μπορούσε να θεωρήσει τυχαία μία τέτοια πολιτική ομοφωνία, μεταξύ πολιτικών αντιπάλων που μόνο στόχο έχουν να αλλοιώσουν και να καταστήσουν ανενεργές θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, μεταξύ των οποίων είναι «η αρχή της διάκρισης των εξουσιών», «η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» και «η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα» (βλ. άρθρο 134Α ΠΚ). Διότι όταν η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία αναλαμβάνει να δικάζει τον εαυτό της για κάθε ποινικό της αδίκημα, ακόμη και για την εκχώρηση της Εθνικής μας κυριαρχίας, παρακάμπτει με τον δολιότερο τρόπο την δικαστική εξουσία, την οποία περιορίζει στην εκδίκαση των δευτερεύουσας σημασίας αδικημάτων του προδομένου λαού. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη, αφού η δικαιοδοσία της πάνω στα καίρια εθνικά θέματα, εξαρτάται από την καλή θέληση των βουλευτών.

Παράβαση του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 Σ
«H ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας». Το γεγονός ότι η Πολιτεία συνάπτει συμβάσεις με ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εξαναγκάζουν το ίδιο το Κράτος στην εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών όχι μόνο δεν εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον αλλά αντιθέτως βλάπτει την εθνική οικονομία, γεγονός που αποδεικνύεται από την φυγή δεκάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων που μεταναστεύουν στο εξωτερικό, τη μετεγκατάσταση χιλιάδων επιχειρήσεων επίσης στο εξωτερικό και εν τέλη από το γεγονός ότι οι εδώ και δεκαετίες οι πολιτικές οι οποίες εφαρμόστηκαν οδήγησαν στη χρεωκοπία της χώρας μας. Πέραν αυτού, τα πιστωτικά ιδρύματα αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους εις βάρος της ελευθερίας των πολιτών, αναγκάζοντάς τους να υπογράφουν συμβάσεις, των οποίων οι όροι είναι αδιαπραγμάτευτοι και δεν μπορούν να τροποποιηθούν από τους πολίτες. Ταυτόχρονα όμως, το ίδιο το Κράτος εξαναγκάζει και αυτό με τη σειρά του τους πολίτες δια της υποχρέωσης τήρησης τραπεζικού λογαριασμού μισθοδοσίας ή τη χρήση πιστωτικών καρτών, διασφαλίζοντας με αυτό το τρόπο τα συμφέροντα των τραπεζών και όχι των πολιτών όπως έχει υποχρέωση.

Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται, ότι η αδυναμία συναίνεσης, όπως ορίζεται με την παρούσα δήλωση, ΔΕΝ προκύπτει από δική μου υπαιτιότητα, αλλά από υπαιτιότητα του κράτους που με εξαναγκάζει να δράσω (ή κατ’ επιλογή μου να μην δράσω) ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας. Καθώς λόγω της οικονομικής μου αδυναμίας και του σεβασμού μου προς την έννομη τάξη δεν μπορώ να αποτρέψω τον παρόντα κίνδυνο με άλλα μέσα, όπως τη δικαστική προσφυγή ή τη προσφυγή στην αναρχία.

Διότι η δικαστική προσφυγή εναντίον του Κράτους, που είναι αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα, κάτω από τις σημερινές παράνομες συνθήκες διακυβέρνησης, είναι πλέον προσιτή μόνον στην εύπορη τάξη, την ικανή να πληρώσει τόσο τα δικαστικά έξοδα, όσο και μια νομική εταιρία με άριστα στελεχωμένο προσωπικό. Όσο για την προσφυγή σε πράξεις αναρχίας, την αποκλείω  λόγω του ήδη δηλωμένου σεβασμού μου προς το Σύνταγμα και τους νόμους που ορίζουν την έννομη τάξη, και λόγω της γνώσης μου ότι ένα Κράτος που θέλει να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία, ζητά βίαιη συμπεριφορά από τους πολίτες ως αφορμή.

Αν παραδειγματικά, θεωρήσουμε το Σύνταγμα ως ένα οικοδόμημα, και κάθε διάταξή του ως έναν στύλο που το υποβαστάζει, γίνεται κατανοητό ότι η επιχείρηση κατάλυσης και μίας μόνον διάταξής του με νόμο που την αναιρεί, είναι επιχείρηση κατάλυσης όλου του οικοδομήματος. Όταν μάλιστα η επιχείρηση αυτή ασκείται με τη βία, μέσω των κρατικών λειτουργών που υποχρεώνουν τους πολίτες να υπακούσουν στις αντισυνταγματικές διατάξεις, διότι διαφορετικά θα στερηθούν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και στοιχεία που εξυπηρετούν την αξιοπρεπή τους διαβίωση, έχουμε την περίπτωση της «επιχείρησης κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία», που εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, ενεργοποιώντας το δικαίωμα και την υποχρέωση της αντίστασης με κάθε μέσο. 

Διότι η ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων στους νόμους, δεν είναι μια αθώα υπόθεση, και οφείλεται στις εξής κύριες αιτίες: 

1. Στην άγνοια του συντάγματος, από τους νομοθέτες, την επιστημονική επιτροπή της βουλής που ασκεί τον προληπτικό έλεγχο, από τους βουλευτές που τους ψηφίζουν και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που λειτουργεί ως φύλακας του Συντάγματος και υπογράφει.

2. Σε ανάγκη που υποχρεώνει την κρατική εξουσία να παραβιάσει σκοπίμως το σύνταγμα. Σε μια ανάγκη που δικαιολογείται με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, του κατεπείγοντος κλπ.

3. Σε δόλο, που αποσκοπεί στην αποπλάνηση του λαού και την εκμετάλλευση, κυρίως όταν οι νόμοι έχουν εισπρακτικό χαρακτήρα.

4. Σε επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος με νομοθετική βία, η οποία εφαρμόζεται από την εκτελεστική εξουσία με στόχο την αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Λογικά, η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται, διότι δεν είναι δυνατόν να αγνοεί το Σύνταγμα, η εξουσία που απαιτεί ακόμη και από τους πιθανόν αγράμματους πολίτες να γνωρίζουν όλο τον Ποινικό Κώδικα, όλον τον Αστικό Κώδικα, όλον τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όλο τον Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος και όλο τον Κώδικα διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να μην μπλέξουν στα αδυσώπητα δίκτυα του νόμου. Δεν είναι δυνατόν μια εξουσία που απαιτεί από τους πολίτες να γνωρίζουν άριστη κολύμβηση στον Ωκεανό της Ελληνικής πολυνομίας για να διατηρούν την ελευθερία τους, να υποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει το Σύνταγμα! 

Στην δεύτερη περίπτωση, η σκόπιμη παραβίαση του Συντάγματος, στοιχειοθετεί έγκλημα από πρόθεση, ιδίως όταν αλλοιώνει ή απενεργοποιεί θεμελιώδεις θεσμούς του Πολιτεύματος, όπως η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και η ισχύς των ατομικών μας δικαιωμάτων. Για την χρησιμοποιούμενη δε δικαιολογία, της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτήν χρησιμοποιούν όλοι οι επίδοξοι δικτάτορες που καταλύουν το Σύνταγμα.

Επειδή, η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται από κάθε νοήμονα άνθρωπο, ενώ οι άλλες τρεις αποτελούν εγκλήματα ισχύος που φθάνει ως την εσχάτη προδοσία, δικαίωμα και υποχρέωση κάθε πολίτη που αγαπά αυτή τη χώρα, είναι να δείξει μηδενική ανοχή στην ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων στους νόμους, καταγγέλλοντάς τους δημόσια, και μη συναινώντας στην εκτέλεσή τους βάσει του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Π.Κ.
«1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.
3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.»

Σύμφωνα με την παρούσα δήλωση αδυναμίας συναίνεσης, βρίσκομαι ως άτομο και βρισκόμαστε ως λαός σε κατάσταση αδυναμίας, να αποτρέψουμε παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί εμάς, τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, την περιουσία μας (λόγω αδυναμίας συμμετοχής στα δημόσια βάρη δυσανάλογα προς τις δυνάμεις μας), χωρίς δική μας υπαιτιότητα. Διότι η οικονομική αδυναμία στην οποία έχουμε περιέλθει, ΔΕΝ οφείλεται σε έλλειψη εργατικότητας ή σε υπεκφυγή συνεισφοράς στα δημόσια βάρη αλλά προέκυψε από λανθασμένους χειρισμούς της κρατικής εξουσίας, που οδήγησαν και οδηγούν σε περιορισμό έως απαγόρευση του δικαιώματος της εργασίας, της ελεύθερης μετακίνησης στη χώρα, της αυτορύθμισης και αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών και πολλών άλλων δράσεων δια των οποίων αν επιτρέπονταν, θα μπορούσαμε να αυξήσουμε το εισόδημά μας και κατά συνέπεια την ικανότητα συμμετοχής στα δημόσια βάρη. 

4. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥΣΘΕ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΠΡΟΒΑΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΓΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΩΝ
Η Υπηρεσία σας δικαιούται και υποχρεούται να λάβει υπόψη, πέραν των νομοθετικών διατάξεων που την υποχρεώνουν στην επιβολή ενός διοικητικού μέτρου, και τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις. Ή μήπως ο έλεγχος της συνταγματικότητας αποτελεί αποκλειστικά αρμοδιότητα των δικαστηρίων, προς τα οποία το διοικητικό όργανο θα πρέπει να μας παραπέμψει, εφαρμόζοντας μόνο το νόμο και αδιαφορώντας για το Σύνταγμα;
Με την παρούσα αίτηση-αναφορά, επιχειρώ να σας ενημερώσω, ότι βάσει του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, οφείλετε να υπηρετείτε τον Ελληνικό Λαό και να εκτελείτε τα καθήκοντά σας «όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι που συμφωνούν με αυτό» και όχι μόνον οι νόμοι. Υποχρεούστε λοιπόν να λάβετε υπόψη και την αντίστοιχη συνταγματική διάταξη για ένα θέμα επί του οποίου η νομοθετική έρχεται σε αντίθεση και να πράξετε δηλώνοντας «πίστη στο Σύνταγμα» και όχι στο νόμο. 

Διότι, «Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του Κράτους, υπηρετεί μόνο το Λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.» Το άρθρο λοιπόν 24 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα σας υποχρεώνει να υπηρετείτε μόνον το Λαό, (όχι παράλληλα και την εξουσία) δείχνοντας πίστη μόνον στο Σύνταγμα, όταν μια νομοθετική διάταξη έρχεται σε αντίθεση με αυτό! Διότι μόνον πιστεύοντας το Σύνταγμα, που ορίζει την μορφή του Πολιτεύματος καθιστώντας τον Λαό κυρίαρχο, λειτουργείτε με αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.

Άλλωστε, «Η τήρηση του Συντάγματος, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» και όχι στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία.» Το Σύνταγμά μας είναι σαφές: Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία. (άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος). Αν τα δικαστήρια ήταν τα μόνα αρμόδια να ελέγξουν τη συνταγματικότητα των νόμων, τότε η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος θα όριζε σαφώς, ότι «η τήρηση του Συντάγματος, επαφίεται στην δικαστική εξουσία, απαλλάσσοντας όλους εμάς από το δικαίωμα και την υποχρέωση της τήρησής του καθώς και της αντίδρασης με κάθε μέσο όταν αυτό κινδυνεύει με κατάλυση.

Περί αυτού, πέραν του Συντάγματος και ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας είναι σαφής ορίζοντας ότι ο υπάλληλος οφείλει να ελέγχει ανά πάσα στιγμή τη συνταγματικότητα των διαταγών που λαμβάνει, και «αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή.» Ακόμη λοιπόν και αν είναι νόμιμη μία διαταγή, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει αν κρίνει ότι είναι αντισυνταγματική. Για το λόγο αυτόν, ο υπάλληλος οφείλει να γνωρίζει όχι μόνον τους νόμους αλλά και το Σύνταγμα, η δε άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος, αποτελεί το μοναδικό πειθαρχικό παράπτωμα, που επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης του. 

Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι:
Πρέπει να μελετήσετε με την δέουσα προσοχή την καταγγελία περί αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένων διατάξεων νόμων και διαταγών ανωτέρων σας, που αν εκτελεστούν από εσάς θα περιορίσουν τα εξασφαλισμένα από το Σύνταγμα ατομικά μας δικαιώματα. Ότι πρέπει να μελετήσετε με τη δέουσα προσοχή το αίτημά μου, όπως ορίζει το Σύνταγμα, σεβόμενοι την αξία μας και μεριμνώντας για την προστασία των δικαιωμάτων μας. Διαφυλάσσοντας τα νόμιμα συμφέροντά μας, ενεργώντας με βάση την αρχή της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας και του σεβασμού της διαφορετικότητάς μας. 

Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι η απενεργοποίηση των ατομικών μας δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από το Σύνταγμα, αποτελεί σύμφωνα με τον Ποινικό μας Κώδικα, άρθρο 134 και 134Α, προσβολή του Πολιτεύματος και έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Υπεύθυνοι του εγκλήματος μπορεί να είναι είτε οι νομοθέτες που απενεργοποιούν τα ατομικά μας δικαιώματα δια νόμων, είτε η διοίκηση που απενεργοποιεί τα ίδια δικαιώματα εκτελώντας αντισυνταγματικούς νόμους

Τέλος, δια του άρθρου 25, γνωστοποιείται προς «όλα τα κρατικά όργανα» ότι «υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων μας» και ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν σε αυτά, θα πρέπει να προβλέπονται είτε απ’ ευθείας από το Σύνταγμα είτε από νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Αν λοιπόν τα ατομικά μας δικαιώματα περιορίζονται από κάποιον νόμο, που δηλώνουμε εγγράφως αναφερόμενοι στις αρχές, ότι έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, τα κρατικά όργανα θα πρέπει να πράξουν με επιφύλαξη υπέρ αυτού, ελέγχοντας αν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Αν διαπιστωθεί ότι δεν τη σέβεται, οφείλουν να πράξουν τα οριζόμενα από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, δηλαδή να μην εκτελέσουν την εντολή, αναφέροντάς το (ν. 3528/2007, άρθρο 25). Η ανάγκη σεβασμού από τα κρατικά όργανα της αρχής της αναλογικότητας, επιβάλλει σε αυτά να μην εφαρμόζουν τυφλά τους νόμους αλλά να ελέγχουν «την ένταση του επιβαλλόμενου μέτρου σε σχέση με τον προσδοκώμενο σκοπό». 

Μετά από αυτή την αναλυτική και λεπτομερή ενημέρωση, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών σας ως προς την τήρηση του Συντάγματος και σεβασμού των ατομικών μας δικαιωμάτων, θεωρώ ότι: Δεν έχετε δικαίωμα, όπως οι άλλοι πολίτες, να αγνοείτε τους περιορισμούς που σας επιβάλλει το Σύνταγμα, ενώ είναι αναγκαίοι για την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής σας σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ευθύνεστε όμως και προσωπικά για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση διαταγών ανωτέρων σας, διότι η εκτέλεση προδήλως παράνομων ή αντισυνταγματικών διαταγών δεν σας απαλλάσσει των ευθυνών σας.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα:
Άρθρο 120 Σ
2. O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
4. H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.

Βάσει αυτών προκύπτει ότι:
Σεβασμό, άρα και υποχρέωση συναίνεσης έχουμε μόνον προς τις διατάξεις του Συντάγματος και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό, και όχι προς όλους γενικά τους νόμους, ιδίως δε προς εκείνους που λειτουργούν καταλυτικά προς το Σύνταγμα και την εξασφάλιση των ατομικών και κοινωνικών μας δικαιωμάτων.
Ουδείς δύναται να περιορίσει αυτό το θεμελιώδες συνταγματικό μας δικαίωμα, ιδίως δε οι κρατικοί λειτουργοί και τα όργανα της τάξης, που βάσει του άρθρου 103 του Συντάγματος, «οφείλουν Πίστη στο Σύνταγμα» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος, «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων μας».
 
Άρθρο 25 Σ
«Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα
δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Επειδή λοιπόν, δεν προβλέπεται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα ούτε από νόμο ο περιορισμός του δικαιώματος της αδυναμίας συναίνεσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί και κάθε πράξη επιβολής ποινής, διοικητικών μέτρων ή έστω και εκφοβισμού κατά την άσκησή του είναι απολύτως παράνομη.
Σύμφωνα με τον νόμο υπ’ αριθμό 3528/2007 (ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ)

Άρθρο 19 Ορκωμοσία − Ανάληψη υπηρεσίας
1. Ο όρκος δίνεται ενώπιον του οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη διορισμού ή του οργάνου που ορίζεται στο έγγραφο της κοινοποίησης. Ο όρκος έχει ως εξής:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.»

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 24 Πίστη στο Σύνταγμα
Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του Κράτους, υπηρετεί μόνο το Λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.

Άρθρο 25 Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών
1. Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών.
2. Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή, την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτέλεση, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
3. Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή.
Βάσει αυτών συνεπάγεται ότι: 

Παρ’ όλο που ενεργείτε ως εκτελεστής της θέλησης του Κράτους, έχετε διοριστεί για να υπηρετείτε μόνον το λαό, και οφείλετε πίστη στο Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, αν κληθείτε από το Κράτος να εκτελέσετε, έναν νόμο που έρχεται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα, περιορίζοντας τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του Λαού, οφείλετε να πιστέψετε το Σύνταγμα και όχι τη θέληση του κράτους που ορίζεται δια του αντισυνταγματικού νόμου και επιβάλλεται δια της αντισυνταγματικής διαταγής. Παρ’ όλο που οφείλετε να υπακούτε στις διαταγές των προϊσταμένων σας, αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική οφείλετε να μην την εκτελέσετε και να το αναφέρετε εγγράφως χωρίς αναβολή. 

Σας ζητώ λοιπόν να μην εκτελέσετε οποιαδήποτε πράξη σας ζητηθεί ως ποινή εις βάρος μου, εφόσον σας δηλώνω ότι προέβην στη συγκεκριμένη πράξη λόγω πραγματικής αδυναμίας πληρωμής ή λόγω αδυναμίας συναίνεσης σε εκτέλεση αντισυνταγματικών νόμων, και όχι λόγω υπεκφυγής πληρωμής. Πέραν τούτου σύμφωνα με τον Π.Κ. για τον έλεγχο του αξιόποινου μιας πράξης, εξετάζονται πρωτίστως τα κίνητρα της πράξης και το είδος αυτής. Ενώ σύμφωνα με το νόμο 2523, ΦΕΚ Α’ 179/11-09-1997 περί είσπραξης δημοσίων εσόδων, αξιόποινη θεωρείται η πράξη της υπεκφυγής πληρωμής και ΟΧΙ της αδυναμίας πληρωμής ή αδυναμίας συναίνεσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις.

Άρθρο 106 Ορισμός πειθαρχικού παραπτώματος
1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο.
2. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, οι εντολές και οδηγίες όσο και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος και εκτός της υπηρεσίας ώστε να μη θίγεται το κύρος αυτής.
3. Το υπαλληλικό καθήκον, κατά την προηγούμενη παράγραφο, σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προδήλως στις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων.

Αν λάβουμε υπόψη ότι γενικά, η άγνοια των νόμων δεν επιτρέπεται, συμπεραίνουμε ότι η άγνοια του Θεμελιώδη Νόμου του Κράτους που καλείται ΣΥΝΤΑΓΜΑ, μπορεί να θεωρηθεί παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με παράλειψη. Το μέτρο της παραβάσεως αυτής ενισχύεται στην περίπτωση που ο αδικημένος από το κράτος πολίτης, επικαλείται συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος για προστασία, γνωστοποιώντας τες στον αρμόδιο για την επίλυση της αδικίας κρατικό λειτουργό, με τρόπο αναλυτικό, και συγκριτικό προς τις διατάξεις των νόμων που ευθύνονται για την αδικία καθώς αντίκεινται στο Σύνταγμα. Η άρνηση από τον αρμόδιο κρατικό λειτουργό, αναγνώρισης των συνταγματικών διατάξεων που αντίκεινται προς τον άδικο νόμο, μπορεί κάλλιστα από τον αδικημένο πολίτη να εκληφθεί, ως «άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος».

Άρθρο 107 Πειθαρχικά παραπτώματα
1. Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως:
α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
β) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,
γ) η παράβαση της αρχής της αμεροληψίας,
ιγ) η αδικαιολόγητη μη έγκαιρη απάντηση σε αναφορές πολιτών,
κβ) η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες

Άρθρο 109 Πειθαρχικές ποινές
2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:
α) της παράβασης του άρθρου 107 παρ.1(α) του παρόντος, (δηλαδή της άρνησης αναγνώρισης του Συντάγματος).
β) της παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,
Εδώ κλείνει η παρουσίαση των βασικών διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων που τεκμηριώνουν το δικαίωμα αδυναμίας συναίνεσης των πολιτών σε αντισυνταγματικές διατάξεις και πράξεις της εξουσίας, το οποίο αν περιορίσετε με οιονδήποτε τρόπο κατόπιν τούτης της αναφοράς, δεν θα μπορείτε να επικαλεστείτε το τεκμήριο της αθωότητας λόγω άγνοιας.
Αν συμφωνείτε με αυτούς τους λόγους, ή με κάποιους από αυτούς, οφείλετε να μην προβείτε σε οποιαδήποτε διοικητική πράξη και κάθε άλλου στοιχείου που ενδεχομένως θα σας ζητηθεί από το κράτος, και να το αναφέρετε στους Προϊσταμένους σας χωρίς αναβολή (βάσει του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3528/2007). Αν διστάσετε να υποβάλετε την αναφορά σας με δική σας πρωτοβουλία, σας ζητώ να την υποβάλετε με αιτία την επώνυμη απαίτησή μου, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία μου και την αιτιολογία που παραθέτω (βάσει του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι ως κρατικό όργανο υποχρεούστε να διασφαλίζετε την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων μας).
Αν παρά την λεπτομερή και σχολαστική ενημέρωσή σας περί του δικαιώματος αδυναμίας συναίνεσης, των λόγων που οδηγούμαι σε αυτήν και των υποχρεώσεων της Πολιτείας για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων μου, προτίθεστε να εκτελέσετε τη θέληση του Κράτους, υπηρετώντας το Κράτος και όχι το Λαό, (κατά παράβαση του Συντάγματος που ορίζει το αντίθετο) σας παρακαλώ να με ενημερώσετε εγγράφως κατόπιν της παρούσας αναφοράς και βάσει του άρθρου 10 του Συντάγματος, μέσα στις προθεσμίες που ορίζει ο νόμος, απαντώντας αιτιολογημένα στην ταχυδρομική διεύθυνση που σας έχω δηλώσει, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους δεν κάνετε δεκτό το αίτημά μου.
Γνωρίζοντας ότι το αίτημα εφαρμογής του Συντάγματος από την Πολιτεία και τους κρατικούς λειτουργούς, είναι μια πράξη προστασίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, και ότι «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», και όχι στη δικαστική εξουσία, θεωρώ εκ των προτέρων ότι συναινείτε στο δίκαιο αίτημά μου, το οποίο θα υπερασπιστείτε οικειοθελώς μέχρι τέλους.
Η δήλωση αδυναμίας συναίνεσης, είναι μια γνωστοποίηση προς τους κρατικούς λειτουργούς, πως «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού …» (Άρθρο 1 παρ. 3 Σ), ότι η δικαιοδοσία της εξουσίας περιορίζεται από το Σύνταγμα, και ότι δεν έχουν δικαίωμα να μου επιβάλλουν το νόμο δίχως τη συναίνεσή μου, δια της οποίας ολοκληρώνεται και νομιμοποιείται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, που επιτρέπει στην κρατική εξουσία να κάνει το νόμο εκτελεστό.
Διότι:
Η αξίωση ενός πολιτεύματος να θεωρείται δημοκρατικό, προκύπτει απ’ το γεγονός ότι αναγνωρίζει το Λαό ως τη μόνη πηγή εξουσίας και ότι προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, που σύμφωνα με τη Φιλοσοφία του Δικαίου διακρίνονται σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά.
Ως κοινωνικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν θετικό περιεχόμενο, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και αξίωση οικονομικών παροχών (status positivus).
Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus).
Ως ατομικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν αρνητικό περιεχόμενο, διασφαλίζουν τη νομική κατάσταση αρνητικά και θεμελιώνουν αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας (status negativus).
Το δικαίωμα λοιπόν μη συναίνεσης στις παράνομες και αντισυνταγματικές επιβολές της κρατικής εξουσίας, αποτελεί ένα θεμελιώδες ατομικό μου δικαίωμα, το οποίο δεν μπορεί να αφαιρεθεί από οποιαδήποτε εξουσία η οποία αξιώνει να θεωρείται δημοκρατική.
Στην αρχαία Ελλάδα από την οποία πηγάζει η έννοια του δικαίου όπως την αποδεχόμαστε έως σήμερα, η ατομική ελευθερία ήταν πραγματική κατάσταση και όχι νομική κατοχύρωση, στοιχείο το οποίο επαληθεύεται αν ανακαλέσουμε στη μνήμη τη διαπίστωση:
“εν μέρει άρχειν και άρχεσθαι”.
Οι λόγοι για τους οποίους ο Σωκράτης αρνήθηκε να εκτελέσει νόμους του Κράτους δηλώνοντας πολιτική ανυπακοή ήταν τρεις:
α) Ανυπακοή λόγω παρανομίας του νόμου: Όταν αρνήθηκε να συμπράξει στην εκτέλεση των Αθηναίων αξιωματούχων οι οποίοι, μετά τη νίκη τους στη ναυμαχία των Αργινουσών, δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς Αθηναίους. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι η συγκεκριμένη εντολή ήταν παράνομη.
β) Ανυπακοή λόγω αυθαίρετου καθεστώτος: Όταν το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων απευθύνθηκε στο Σωκράτη ζητώντας του να φέρει προς εκτέλεση έναν ύποπτο Αθηναίο, ο Σωκράτης αρνήθηκε διότι δεν όφειλε υπακοή σε μια εντολή που προερχόταν από αυθαίρετο καθεστώς.
γ) Ανυπακοή λόγω άσκησης ατομικού δικαιώματος: Στην απολογία του ο Σωκράτης λέει ότι αν οι δικαστές της Ηλιαίας τον αφήσουν ελεύθερο υπό τον όρο ότι θα σταματήσει τη διδασκαλία του, αυτός δεν θα τους υπακούσει διότι αποτελεί ατομικό του δικαίωμα η ελεύθερη διάδοση των ιδεών του.
Στους τρεις αυτούς λόγους μπορούμε να προσθέσουμε και την:
δ) Ανυπακοή λόγω μη πειστικότητας: Σε ένα χωρίο από τον Κρίτωνα, ο Σωκράτης λέει στον μαθητή του «Ή θα με πείσεις, ή θα με ακούσεις», κάνοντας σαφές ότι υπακοή οφείλουμε στους άλλους, (είτε είναι άτομα, είτε δικαστές, είτε νομοθέτες), όταν μας έχουν πείσει για τη λογικότητα των αιτημάτων τους, και όχι επειδή μας τα επιβάλλουν δια της βίας.
Από τα παραπάνω προκύπτουν οι όροι της νομιμότητας μιας σχέσης δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας νομιμοποιούνται οι απαιτήσεις της εξουσίας προς στους πολίτες.
Ο όρος της νομιμότητας του νόμου, (και στην προκειμένη περίπτωση της συνταγματικότητας),
ο όρος της νομιμότητας του καθεστώτος, (που στην προκειμένη περίπτωση νομιμοποιείται όταν κατευθύνει την γενική πολιτική του Κράτους σύμφωνα με το Σύνταγμα)
ο όρος του σεβασμού των ατομικών μας δικαιωμάτων, και
ο όρος της πειστικότητας των επιχειρημάτων και των προθέσεων.
Παραδείγματα πολιτικής ανυπακοής έχει γνωρίσει αρκετά η ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, τα πιο πρόσφατα από αυτά είναι το παράδειγμα το Θορώ (αρνήθηκε να πληρώσει ένα φόρο γιατί διαφωνούσε με τον πόλεμο που διεξήγαν οι ΗΠΑ), της Ρόζας Παρκς (παρότι μαύρη στο χρώμα μπήκε σε λεωφορείο που η πρόσβαση επιτρεπόταν μόνο σε λευκούς), του Μαχάτμα Γκάντι και του Μπέρτραντ Ράσελ (η στάση τους ευνοούσε μια αντίληψη περί ειρηνιστικής ανυπακοής). Ο δρόμος για τη νομική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι μακρύς. Η αφετηρία του βρίσκεται στον ύστερο Μεσαίωνα, όταν ο άνθρωπος χειραφετείται από την Εκκλησία και ακολούθως από το Μονάρχη. Τα αιτήματα της αστικής τάξης αποτέλεσαν πολιτικές αποφάσεις, καθώς αλλού επιβλήθηκαν (Γαλλία) και αλλού υιοθετήθηκαν (Αγγλία). Ακολούθως, οι αποφάσεις αυτές για να διατηρήσουν την ισχύ τους εντάχθηκαν σε Σύνταγμα.
Είναι ευτυχές το γεγονός ότι πουθενά στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν αναφέρεται η υποχρέωση των πολιτών για υπακοή, με εξαίρεση τους κρατικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Και υπό αυτή την εξαίρεση όμως προβλέπεται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα (ν. 3528/2007) στο άρθρο 25 παρ. 3 που ορίζει ότι: «Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή».
Βάσει αυτών, θεωρώ νομιμότατη και υποχρεωτική την άρνηση εκτέλεσης αντισυνταγματικής διαταγής ή διάταξης νόμου που με αφορά, όταν μάλιστα η άρνησή μου συνοδεύεται από αναφορά προς τις αρμόδιες αρχές. Η νομιμότητα της πράξης μου τεκμηριώνεται και από το άρθρο 120 παρ. 2 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και του νόμους που συμφωνούν με αυτό, και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Κατά συνέπεια, όχι μόνον υπακοή δεν οφείλουμε προς τους νόμους που δεν συμφωνούν με το Σύνταγμα, αλλά ούτε καν σεβασμό, και οφείλουμε να τους καταγγέλλουμε δείχνοντας τον σεβασμό μας προς το Σύνταγμα και την αφοσίωση προς την Πατρίδα και τη Δημοκρατία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτή είναι μία θεμελιώδης υποχρέωση, ασφαλώς μεγαλύτερης ισχύος από την δήθεν υποχρέωση υπακοής σε αντισυνταγματικούς νόμους. Το μέγεθος της εν’ λόγω υποχρέωσης τονίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 120 του Συντάγματος, που μας ορίζει ως επιτηρητές του Συντάγματος επαφίοντας την τήρησή του σε εμάς και όχι στην κρατική εξουσία, νομιμοποιώντας μας και υποχρεώνοντάς μας να αντιστεκόμαστε με κάθε μέσο σε κάθε περίπτωση που θεωρούμε ότι επιχειρείται η κατάλυσή του με τη βία.
Η τήρηση λοιπόν και επιτήρηση του Συντάγματος, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, διότι με την τήρησή του από την κρατική εξουσία, επιτυγχάνουν οι πολίτες την ελευθερία τους. Οφείλουμε να τηρούμε και επιτηρούμε το Σύνταγμα, αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, τόσο από τους ξένους εχθρούς που επιβουλεύονται την ελευθερία μας, όσο και από τους εγχώριους. Στο επίπεδο των θεμελιωδών δικαιωμάτων η ελευθερία καθιερώνεται με διττό τρόπο: αφενός ως αυτονομία, αφετέρου ως συμμετοχή. Ως αυτονομία θεωρούνται τα ατομικά δικαιώματα , ενώ ως συμμετοχή θεωρούνται τα πολιτικά δικαιώματα. Τα μεν ως “δικαιώματα του ανθρώπου” εγγυώνται την αποχή της κρατικής εξουσίας, τα δε ως “δικαιώματα του πολίτη” εγγυώνται τη συμμετοχή στη διαμόρφωση και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι το Σύνταγμα περιλαμβάνει κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν αφενός την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας και αφετέρου, τις σχέσεις μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Δια του συντάγματος λοιπόν καθορίζεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος επιβάλλει τη θέλησή του στους πολίτες μέσω των κρατικών λειτουργών, δίχως όμως να δύναται να αξιώσει την στέρηση των θεμελιωδών ατομικών μας δικαιωμάτων, κυριότερο των οποίων είναι το δικαίωμα της αποχής από τις απαιτήσεις της κρατικής εξουσίας.
Η άσκηση του αρνητικού αυτού ατομικού δικαιώματος, δεν αναιρεί το δικαίωμα άσκησης των κοινωνικών και πολιτικών μας δικαιωμάτων, βάσει των οποίων αξιώνουμε την παροχή ορισμένων υπηρεσιών και την αξίωση οικονομικών παροχών, καθώς και την άσκηση των πολιτικών μας δικαιωμάτων, βάσει των οποίων αξιώνουμε το δικαίωμα της συμμετοχής στην κρατική εξουσία. Διότι το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, προστατεύει το σύνολο των θεμελιωδών μας δικαιωμάτων, και όχι μέρος μόνον αυτών υπό όρους. Κατά συνέπεια, η άσκηση του αρνητικού ατομικού δικαιώματος δια της απαίτησης αποχής από τις απαιτήσεις της κρατικής εξουσίας, δεν αναιρεί την άσκηση των κοινωνικών και πολιτικών μας δικαιωμάτων. Γενικότερα, η άσκηση του δικαιώματος της ατομικής ελευθερίας, δεν δύναται να μας στερήσει το δικαίωμα της συμμετοχής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Η πάγια αυτή άποψη της Φιλοσοφίας του Δικαίου, από την οποία απορρέει το Συνταγματικό Δίκαιο των δημοκρατικών χωρών, ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που εγγυάται στους πολίτες ένα πολίτευμα δημοκρατικό, κατοχυρώνεται ως βασική διάταξη ανεπίδεκτη αναθεωρήσεως με το άρθρο 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι:
1. Το πολίτευμα της Ελλάδος είναι … Δημοκρατία
2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Κατά συνέπεια, ο Έλληνας Πολίτης είναι ελεύθερος, κυρίαρχος και πηγή εξουσίας. Ως πηγή εξουσίας και κυρίαρχος του εαυτού του, δικαιούται να συμμετέχει ή να απέχει κατά βούληση στην εξουσία, που αποτελεί απορροή του. Ακριβώς όπως ο κάθε Δημιουργός, δικαιούται με βάση τη δική του βούληση, να αποδέχεται ή να απορρίπτει το έργο του.
Βάσει αυτών των θεμελιωδών θεσμών και αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος, που ουδείς δύναται να καταστήσει ανενεργά, να αλλοιώσει ή να καταλύσει δίχως η πράξη του να εκληφθεί ως κακούργημα εσχάτης προδοσίας (σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Ποινικού μας Κώδικα περί προσβολής του πολιτεύματος) το δικαίωμα της μη συναίνεσης στη θέληση του κράτους που εκτελείται μέσω των κρατικών λειτουργών, είναι απαραβίαστο ως θεμελιώδες ατομικό μας δικαίωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο άρθρο 134Α του Π.Κ. θεμελιώδης αρχή και θεσμός του πολιτεύματος θεωρείται μεταξύ των άλλων και η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα, τα οποία σύμφωνα με το συνταγματικό δίκαιο είναι αρνητικά δικαιώματα που ορίζουν το δικαίωμα μη συμμετοχής στην κρατική εξουσία και κατά συνέπεια το δικαίωμα μη συναίνεσης.
Θεωρείται δεδομένο, ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα, «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό», γνωρίζουμε παρ’ αυτά ότι είναι ανέφικτος ο αυτοκαθορισμός του λαού με ομόφωνη παμψηφία. Για το λόγο αυτόν, θεσπίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα το δικαίωμα της αποχής από την κρατική εξουσία, προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εκάστοτε μειοψηφίας. Διότι το δικαίωμα της ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να το επικαλείται η πλειοψηφία που καθορίζει τον τρόπο της εξουσίας, διότι δεν είναι δυνατόν να ζητά να απελευθερωθεί από τις επιλογές της. Σίγουρα όμως σε μια χώρα φιλελεύθερη, δικαιούνται να απελευθερωθούν από τις επιλογές της πλειοψηφίας οι μειοψηφούντες, καθώς και αυτοί σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι κυρίαρχοι, και σύμφωνα με την παρ. 3 αποτελούν πηγή εξουσίας.
Η επιβολή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία, είναι μια αδυσώπητη μορφή δυναστείας, που δεν αρμόζει σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα. Για το λόγο αυτόν η πλειοψηφία που διαμορφώνει τους τρόπους της εξουσίας, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών της, παρέχοντας το δικαίωμα της ανευθυνότητας στην διαφωνούσα μειοψηφία, που κατά συνέπεια δύναται να απέχει από τη θέληση του Κράτους, ορίζοντας με τον δικό της τρόπο την ύπαρξή της.
Το δικαίωμα της ελευθερίας και μη συναίνεσης, στη θέληση του Κράτους που ορίζεται από την πλειοψηφία, κατοχυρώνεται από την βασική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που δεν επιδέχεται αναθεώρησης και σύμφωνα με την οποία «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Κατά συνέπεια ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας ορίζεται ο σεβασμός της διαφορετικότητας, καθώς σε αυτήν έγκειται η ιδιαίτερη αξία του κάθε ανθρώπου που τον καθιστά μοναδικό. Ο σεβασμός και η προστασία της διαφορετικότητας, ορίζονται και από τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων που έχει υπογράψει η χώρα μας, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρεούται να ακολουθεί τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκοντας την εμπέδωση της ειρήνης και της δικαιοσύνης.
Μελετώντας στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος, τον τρόπο που ορίζονται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, διαβάζουμε ότι: Άρθρο 4 παρ. 1. «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». 2. «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».
Μελετώντας τα δικαιώματα αυτά κατά το μέρος που ορίζονται ως ατομικά δικαιώματα, αναγνωρίζουμε το δικαίωμα μη συμμετοχής μας σε αυτά, και κατά συνέπεια το δικαίωμα να έχουμε λιγότερα έως καθόλου δικαιώματα και υποχρεώσεις. Παρομοίως το δικαίωμα να είμαστε λιγότερο από ίσοι έως ανύπαρκτοι ενώπιον του νόμου, στην περίπτωση που επιλέγουμε να ανήκουμε σε μια μειοψηφία που ορίζει διαφορετικά την αξία της ζωής, η οποία σε κάθε περίπτωση προστατεύεται από το Σύνταγμα. Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 232Α του Π.Κ. επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση ακόμη και η παραβίαση δικαστικών αποφάσεων, μια εξαίρεση που «εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του αρνούμενου να συμμορφωθεί ιδιαίτερων προϋποθέσεων, για να ασκήσει τις τεχνικές, καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ικανότητές του και η άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του».
Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που ορίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, διακρινόμενα σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, συμπεραίνουμε ότι το άρθρο 4 παρ. 5 που ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», αναφέρεται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό μας δικαίωμα, και όχι σε μια ατομική υποχρέωση που επιβάλλεται μάλιστα δια της καταναγκαστικής υπακοής! Αυτό είναι αυταπόδεικτο και από το γεγονός, ότι το άρθρο 4 ανήκει στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος που ορίζει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και όχι τις υποχρεώσεις μας!. Η συμμετοχή λοιπόν στα δημόσια βάρη, αποτελεί δικαίωμα, και όχι υποχρέωση όπως λανθασμένα έχουν αντιληφθεί οι σύγχρονοί μας πολιτικοί.
Επαναφέρω τους ορισμούς των δικαιωμάτων για να γίνει ευκολότερα κατανοητό, ότι η συμμετοχή στα δημόσια βάρη, δεν είναι ούτε ατομικό, ούτε κοινωνικό δικαίωμα, αλλά ένα δικαίωμα αμιγώς πολιτικό, καθώς μόνον ως πολιτικό δικαίωμα μπορεί να οριστεί η αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου στην κρατική εξουσία.
Ως κοινωνικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν θετικό περιεχόμενο, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και αξίωση οικονομικών παροχών (status positivus).
Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus).
Ως ατομικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν αρνητικό περιεχόμενο, διασφαλίζουν τη νομική κατάσταση αρνητικά και θεμελιώνουν αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας (status negativus).
Το δικαίωμα λοιπόν της φορολόγησης, μπορούν να αξιώσουν μόνον όσοι «διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή τους στην κρατική εξουσία». Γενικά, οι ενεργοί πολίτες, που διαμορφώνουν τον τρόπο της κρατικής εξουσίας. Το δικαίωμα της φορολόγησης, γίνεται αντιληπτό ως δικαίωμα να διαμορφώσουν με τα χρήματά τους το παρόν και το μέλλον της χώρας τους, που εξειδικεύεται σε δικαίωμα διαμόρφωσης του παιδαγωγικού συστήματος, του νομικού συστήματος, του οικονομικού συστήματος, των αρχιτεκτονικών προτιμήσεων, της εξωτερικής πολιτικής κλπ. Το δικαίωμα αυτό βέβαια δημιουργεί και μια κοινωνική υποχρέωση, καθώς οι αξιώνοντας κοινωνικά δικαιώματα, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και οικονομικών παροχών από τους κρατούντες. Μόνον υπ’ αυτόν τον όρο, το δικαίωμα της συμμετοχής στα δημόσια βάρη μπορεί να εννοηθεί και ως υποχρέωση.
Με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος επιβάλλει φόρους στους πολίτες, και επί αυτής, θεμελιώνεται όλο το νόμιμο φορολογικό σύστημα. Αφήνω λοιπόν να εννοηθεί, ότι κάθε άλλη απαίτηση του κράτους δεν είναι έννομη, και δεν ορίζεται από καμία νόμιμη σχέση αλλά επιβάλλεται μονομερώς και δια της βίας κατά κατάλυση του Συντάγματος και των ορισμών του Συνταγματικού Δικαίου γενικότερα.
Ενώ λοιπόν, με το άρθρο 4, παρ. 5, ορίζεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου βάσει της οποίας οι ενεργοί πολίτες αξιώνουν το δικαίωμα της συμμετοχής στα δημόσια βάρη, με το άρθρο 78 που τιτλοφορείται «Φορολογία και δημοσιονομική διαχείριση» ορίζεται ο τρόπος φορολόγησης, δια του οποίου το κράτος επιβάλλει στους δικαιούχους φόρους, σύμφωνα με τυπικούς νόμους που στην ουσία νομοθετούν δια των αντιπροσώπων τους οι ίδιοι οι δικαιούχοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 78 παρ. 1, του Συντάγματος «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Από τον ορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγεται, ότι υποκείμενα της φορολογίας μπορούν να θεωρηθούν μόνον τα άτομα που θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή στην κρατική εξουσία: «Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus)».
Αν λοιπόν το υποκείμενο της φορολογίας δεν αξιώνει πολιτικά δικαιώματα, ούτε δικαιούται ούτε υποχρεούται να συμμετέχει στα δημόσια βάρη, και κατά συνέπεια απαλλάσσεται κάθε φορολογικής υποχρέωσης, ακόμη και του φόρου καυσίμου, του φόρου καπνού και αλκοολούχων ποτών, ακόμη και της πληρωμής του ΦΠΑ που επιβαρύνει τις καθημερινές καταναλωτικές του ανάγκες.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, ότι είναι δύσκολη η διακυβέρνηση της χώρας με πολίτευμα δημοκρατικό, από καιροσκόπους, τυχοδιώκτες και λαοπλάνους, που αφ’ ενός αγνοούν την πολιτική επιστήμη, ενώ αφ’ ετέρου ως κύριο στόχο έχουν την εκμετάλλευση του λαού. Η αδυναμία των ανίκανων πολιτικών να κυβερνήσουν με τρόπο δημοκρατικό, οδήγησε τη χώρα μας στην εξαθλίωση και όχι η τήρηση των θεμελιωδών θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, των θεσμών που λόγω ανικανότητας των πολιτικών άρχισαν να τίθενται υπό αμφισβήτηση και όχι λόγω της μη λειτουργικότητάς τους. Η αδυναμία των ανίκανων πολιτικών να κυβερνήσουν με τρόπο δημοκρατικό, τους εξώθησε στη νομιμοποίηση της βουλευτικής τους ασυλίας, προς κάλυψη και παραγραφή των κατ’ εξακολούθηση ποινικών αδικημάτων τους.
Το γεγονός ότι πουθενά στο σύνταγμα δεν αναφέρεται ότι η τήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος επιτυγχάνεται δια των πολιτικών που αυτοορίζονται ως εθνοσωτήρες, επιβάλλοντας δια της βίας τα μεγαλόπνοα σχέδιά τους, τους επιτρέπει να μας αδειάσουν δίχως τύψεις τη γωνιά, αφήνοντάς μας να διαχειριστούμε με νομιμότερους τρόπους την τύχη της χώρας μας. Διότι, οι ανίκανοι πολιτικοί, πέραν της αδυναμίας τους να ικανοποιήσουν τα κοινωνικά δικαιώματα, εγγυώμενοι για την ύπαρξη ενός κοινωνικού κράτους δικαίου, επεμβαίνουν με τα άστοχα νομοθετήματά τους στην φυσική αυτορρύθμιση των πολιτών, δια της οποίας επετεύχθη η επιβίωση των λαών για χιλιάδες χρόνια. Η κοινωνική αυτορρύθμιση, είναι μια φυσική διαδικασία επιβίωσης, που δεν απαιτεί την παρέμβαση του οργανωμένου κράτους. Σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, πολέμων κλπ, κατά τις οποίες η κρατική μέριμνα καθίσταται αδύνατη, οι λαοί επιβιώνουν χάρη στην ικανότητα της αυτορρύθμισης που ενισχύει την αυτοοργάνωση και τις σχέσεις αλληλεγγύης. Το δυσάρεστο με τους νόμους των πολιτικών, είναι ότι ενώ δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην κοινωνία, περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες παρεμβαίνοντας με τρόπο καταστροφικό στο δικαίωμα της αυτορρύθμισης.
Η ελευθερία αξίωσης των ατομικών δικαιωμάτων, είναι αυταπόδεικτη και απαλλάσσεται κάθε υποχρέωσης, με τον όρο ότι δεν γίνεται κατάχρηση δικαιώματος που επιβαρύνει τα δικαιώματα των άλλων. Η αξίωση όμως πολιτικών δικαιωμάτων θέτει στους δικαιούχους ύψιστες πολιτικές ευθύνες, που όταν δεν εναρμονίζονται προς το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει με το λαό για τον τρόπο δίκαιης διακυβέρνησης, δηλαδή με το Σύνταγμα, μετατρέπονται σε ποινικές.
Λόγω της αξίωσης πολιτικών δικαιωμάτων από κάποια μέλη της κοινωνίας, δικαιωμάτων που τους επιτρέπουν να καθορίζουν την τύχη της, ορίζεται μία συμφωνία Κυρίων, ένα Συμβόλαιο του Κράτους με το Λαό, βάσει του οποίου ο μεν λαός δικαιούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, συμμετέχοντας και αυτός στον καθορισμό της τύχης του, το δε κράτος υποχρεούται να επιβάλλει φόρους στους δικαιούχους βάσει των όρων του συγκεκριμένου συμβολαίου και όχι αυθαίρετα. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο συμβόλαιο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το Σύνταγμα, το κράτος αναλαμβάνει ένα πλήθος υποχρεώσεων απέναντι στο λαό, οι βασικότερες των οποίων είναι οι εξής:
Η παραβίαση του πρώτου άρθρου του Συντάγματος, όπου ορίζονται οι βασικές διατάξεις, στοιχειοθετεί την χειρότερη κατάχρηση εξουσίας, που συνιστά το έγκλημα της Εσχάτης Προδοσίας, (άρθρο 134 και 134Α του Π.Κ) ενώ παράλληλα ενεργοποιεί ένα νέο δικαίωμα και μια νέα υποχρέωση των πολιτών, που ορίζεται με την ακροτελεύτια διάταξη (άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος) η οποία συμπληρώνει το δικαίωμα και την υποχρέωση την οριζόμενη με το άρθρο 4. Διότι όταν δεν τηρείται το Σύνταγμα, προκύπτει ένα νέο «δημόσιο βάρος» αυτό της «αντίστασης με κάθε μέσο» εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία.
Είναι σαφέστατο εδώ, ότι ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται κυρίως στην νομοθετική βία, βάσει της οποίας η εκτελεστική εκβιάζει τους πολίτες. Διότι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, η κρατική βία ασκείται βάσει την νόμων και όχι αυθαίρετα, ή βάσει της υπεροχής ενός ύψιστου μονάρχη. Το γεγονός ότι στις μέρες μας μόνον δια της κρατικής βίας μπορεί να επιχειρηθεί η κατάλυση του Συντάγματος, βεβαιώνεται από το ότι μόνον το κράτος έχει τη νομιμοποίηση και τα μέσα άσκησης οργανωμένης βίας, ενώ η ενδεχόμενη βία των πολιτών είναι ανίσχυρη, ανοργάνωτη και το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι μικρές υλικές καταστροφές.
Ο κύριος ύποπτος λοιπόν για επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος είναι η κρατική εξουσία, ενώ οι τρόποι κατάλυσης διευκρινίζονται στο δεύτερο βιβλίο του Ποινικού μας Κώδικα, και στο κεφάλαιο με τίτλο «Προσβολές του Πολιτεύματος». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 134 παρ. 2 του Π.Κ, η προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιχειρείται με σφετερισμό (ιδιοποίηση) της ιδιότητας των οργάνων του κράτους, όταν τα κρατικά όργανα επιχειρούν να καταλύσουν ή να αλλοιώσουν ή να καταστήσουν ανενεργά, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία, ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού. Γίνεται φανερό, ότι η αλλοίωση και η απενεργοποίηση των θεσμών, επιτυγχάνεται κυρίως με την ψήφιση και εφαρμογή αντισυνταγματικών διατάξεων, δια των οποίων αντικαθίστανται οι αντίστοιχες συνταγματικές.
Στην περίπτωση αυτή, λόγω του ύψιστου κινδύνου, το δικαίωμα και η υποχρέωση των πολιτών που ορίζεται από την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος, για αντίσταση με κάθε μέσο, υπερισχύει έναντι του οριζόμενου δικαιώματος από το άρθρο 4 παρ.5, δια του οποίου προκύπτει η υποχρέωση της φορολογίας. Σε γενικές γραμμές πρέπει να εκτιμηθεί, ότι η αντίσταση με κάθε μέσο σε καθεστώς εσχάτης προδοσίας, αποτελεί μεγαλύτερη συνεισφορά στα δημόσια βάρη, από την εισφορά εκ του ασφαλούς ενός χρηματικού ποσού. Ότι η αντίσταση αυτή, εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, αφού η πληρωμή των φόρων σε καθεστώς εσχάτης προδοσίας, εξυπηρετεί κατά πάσα πιθανότητα, το ιδιοτελές συμφέρον των σφετεριστών.
Η δήλωση μη συναίνεσης κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, είναι καθ’ όλα νόμιμη, βάσει του δικαιώματος που μας προσφέρει το Σύνταγμα δια του άρθρου 120, σύμφωνα με το οποίο: «2. O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Ο μη συναινών πολίτης λοιπόν με αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων, θέτει σε σύγκριση, το δικαίωμα πληρωμής φόρων με το θεμελιώδες δικαίωμα και υποχρέωση του σεβασμού προς το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό. Επειδή το δικαίωμα το οριζόμενο από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν είναι κατ’ ανάγκη θεμελιώδες, γίνεται αυτονόητο πως στη συνείδηση του ευσυνείδητου πολίτη, υπερτερεί το δικαίωμα και η υποχρέωση του σεβασμού προς το σύνταγμα, βάσει των οποίων ακυρώνεται η υποχρέωση συναίνεσης σε αντισυνταγματικούς νόμους.
Το δικαίωμά μου να κρίνω τη συνταγματικότητα ενός νόμου ή των διατάξεών του, και το δικαίωμα γενικότερα των Ελλήνων πολιτών που έχουν πατριωτισμό, προκύπτει από το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Βάσει αυτών, η τήρηση του Συντάγματος, δεν επαφίεται στους ειδικούς, όπως οι ακαδημαϊκοί, οι νομικοί και οι πολιτικοί, αλλά στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα τήρησης άρα και κρίσης της συνταγματικότητας των νόμων προκύπτει από τον πατριωτισμό και όχι από την εξειδίκευση. Διότι ένας ειδήμων αλλά όχι πατριώτης, ενδέχεται να κρίνει ιδιοτελώς τη συνταγματικότητα ενός νόμου, και με τρόπο που δεν εξυπηρετεί το Εθνικό συμφέρον, ενώ ο πατριώτης, θα κρίνει βάσει της πατριωτικής συνείδησής του που δεν του επιτρέπει να αγνοεί το δημόσιο συμφέρον το οποίο άλλωστε υπερασπίζεται και το Σύνταγμα. Η ταύτιση της πατριωτικής συνείδησης με το Σύνταγμα, απορρέει από τον κοινό στόχο, που είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Το άρθρο 120 δια της 4ης παραγράφου, μου επιτρέπει όχι μόνον να κρίνω αλλά και να πράττω σύμφωνα με το Σύνταγμα, ακόμη και όταν οι πράξεις μου αυτές αντίκεινται στους νόμους. Διότι η αντίφαση, μιας σύμφωνης προς το Σύνταγμα πράξης με έναν νόμο, τεκμηριώνει την αντισυνταγματικότητα του νόμου και όχι την έλλειψη νομιμότητας της πράξης, καθώς η νομιμότητα της πράξης απορρέει από τον Ύψιστο νόμο και όχι από τον αντισυνταγματικό. Το δικαίωμα να πράττω σύμφωνα με το Σύνταγμα και όχι σύμφωνα με τον αντισυνταγματικό νόμο, προκύπτει ως δικαίωμα να αντιδρώ με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία. Στην προκειμένη περίπτωση, καταλύτης του Συντάγματος είναι ο αντισυνταγματικός νόμος, ενώ η βία, είναι η νομοθετική βία, η επιχειρούμενη δια της εκτελεστικής εξουσίας.
Η αμφισβήτηση εν τέλει, του δικαιώματος των πολιτών που κατέχουν πατριωτισμό, να κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων και να πράττουν σύμφωνα με το σύνταγμα, ανάγεται σε αμφισβήτηση του πατριωτισμού των Ελλήνων, διότι το δικαίωμα αυτό, αναιρείται μόνον στην περίπτωση έλλειψης πατριωτισμού.

Με τιμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)