Η εικόνα της Ρωσίας που παρουσιάζουν τα δυτικά ΜΜΕ και αφορούν την κοινωνικοπολιτική ζωή στη χώρα, χαρακτηρίζεται συνήθως από παγιωμένα στερεότυπα. Αδιαμφισβήτητος στόχος είναι να καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη μια αρνητική εικόνα για τη χώρα και τις πολιτικές της ηγεσίες. Οι πιο διαδεδομένες αντιλήψεις για τη Ρωσία, συνοψίζονται στις εξής προπαγανδιστικές θέσεις:

  1. «Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, “πρώην ΚαΓκεΜπίτης”, είναι ο δικτάτορας ενός αστυνομικού τύπου κράτους».
  2. «Οποιοδήποτε αντιπολιτευτικό κίνημα είναι εξ ορισμού δημοκρατικό και αναμφίβολα θα ωφελήσει τη Ρωσία».
  3. «Οποιαδήποτε νομική διαδικασία κινείται σε βάρος κάποιου εκπροσώπου της αντιπολίτευσης, αποτελεί δίωξη από την πλευρά της εξουσίας, και το υποκείμενο της δίωξης είναι πρότυπο αγιότητας και διαφάνειας».
Παραπληροφόρηση

Το αποτέλεσμα είναι, ο Ευρωπαίος θεατής και αναγνώστης να λαμβάνει, όχι απλώς ελλιπή πληροφόρηση, αλλά συχνά απολύτως ανακριβή. Για παράδειγμα, η «μη συστημική» αντιπολίτευση παρουσιάζεται από τα Δυτικά ΜΜΕ ότι έχει μια ενιαία ιδεολογική πλατφόρμα, και ότι αποτελεί πραγματική εναλλακτική λύση στην «εξουσία  Πούτιν». Ο Ευρωπαίος που «πληροφορείται» από τα ΜΜΕ, δεν γνωρίζει, αλλά ούτε και υποπτεύεται καν ότι το αντιπολιτευτικό κίνημα δεν διαθέτει ένα πραγματικά εναλλακτικό και συντεταγμένο πολιτικό πρόγραμμα, και, πολύ περισσότερο, ότι λόγω του ετερογενούς χαρακτήρα της, και του ετερόκλητου πολιτικού μωσαϊκού, που είναι, η ύπαρξη και υλοποίηση ενός τέτοιου «προγράμματος» είναι πρακτικά αδύνατη.
Ένα άλλο θέμα που «παίζει» συνεχώς, ανεξάρτητα από το ποιες είναι οι κύριες ειδήσεις τη συγκεκριμένη ημέρα, είναι η πολιτική της ρωσικής ηγεσίας στην Τσετσενία. Ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζεται ως ένα σύνολο «εγκλημάτων πολέμου», και ως ακατάπαυστη βία απέναντι στον τοπικό πληθυσμό και στο αίτημα για απόσχιση από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Κανείς όμως, δεν λέει ποιοί είναι εκείνοι που επιθυμούν την ανεξαρτησία, ότι πολλοί από τους ένοπλους αντάρτες είναι εγκληματίες και μέλη φανατικών ισλαμιστικών οργανώσεων, ούτε βέβαια ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των πολιτών της Τσετσενίας, με επικεφαλής τη σημερινή τους πολιτική ηγεσία, αντιτίθενται σθεναρά σε αυτές τις ακραίες τάσεις.
Δαιμονοποίηση του Πούτιν
Ως απτή απόδειξη του κλίματος που περιγράφεται παραπάνω, μπορεί να αναφερθεί το ντοκιμαντέρ για τις ρωσικές φυλακές, η προβολή του οποίου έγινε πρόσφατα από Δυτικό τηλεοπτικό σταθμό. Στο φιλμ γίνεται παραλληλισμός των συνθηκών κράτησης στη σημερινή Ρωσία, με τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας (Γκουλάγκ). Στις μαρτυρίες και τα σχόλια υπενθυμίζεται διαρκώς το 1937, γεγονός που εν τέλει οδηγεί στην ταύτιση της διακυβέρνησης Πούτιν με εκείνη του Στάλιν. Ανάλογα φιλμ- «ντοκουμέντα» προβάλλονται ανελλιπώς, παρά το γεγονός ότι τόσο η δομή, όσο και το περιεχόμενό τους είναι μια ξεκάθαρη προπαγάνδα.
Αυτό το είδος «πληροφόρησης» βασίζεται σε δυο βασικούς κανόνες της σύγχρονης δημοσιογραφίας. Στην απλούστευση, και ενίοτε στον εκχυδαϊσμό της παρουσιαζόμενης είδησης, καθώς και στην επιβολή μιας συγκεκριμένης παραμορφωτικής εικόνας για την πραγματικότητα. Το πρώτο εκφράζεται με στερεότυπα που δίνουν τη δυνατότητα στα ΜΜΕ να απλουστεύουν σημαντικά την κατανόηση της πληροφορίας από τον θεατή. Η χρήση του δεύτερου κανόνα οδηγεί στο να καθίσταται η μετάδοση της είδησης συχνά μονοδιάστατη. Ως αποτέλεσμα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και η ρωσική ηγεσία μοιάζουν να εκπροσωπούν το ... απόλυτο κακό.
Αναμφισβήτητα, η επικοινωνιακή εικόνα του Πούτιν και γενικότερα της Ρωσίας, στη Δύση, χωλαίνει. Γεγονός, που με τη σειρά του έχει αρνητικές συνέπειες. Για παράδειγμα, τον περιορισμό της εμπορικής-οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία, καθώς οιαδήποτε συνεργασία με ένα «αυταρχικό καθεστώς» έχει αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα των ευρωπαίων ηγετών και, ως εκ τούτου, τους καθιστά λιγότερο δημοφιλείς στους ψηφοφόρους.
Επικοινωνιακή αντεπίθεση

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Κρεμλίνο επιβάλλεται να επεξεργαστεί μια συνεπή και αποτελεσματική επικοινωνιακή στρατηγική και τακτική, με στόχο να αλλάξει αυτή την αρνητική εικόνα που διαμορφώνουν τα Δυτικά ΜΜΕ για τη Ρωσία. Εννοείται ότι ουδείς ομιλεί για προπαγάνδα, η οποία θα είχε σκοπό να εξυμνήσει τους πάντες και τα πάντα στη χώρα. Αλλωστε, μια τέτοια μέθοδος θα έβλαπτε ακόμη περισσότερο και θα συναντούσε σκληρές επικρίσεις από τον ευρωπαϊκό Τύπο. Αντίθετα, στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας πρέπει να βρεθεί η μετάδοση προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μιας όσο γίνεται πληρέστερης πληροφόρησης και η διευκρίνιση των θέσεων της ρωσικής ηγεσίας σε σημαντικά ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Εάν πάντως η ρωσική ηγεσία συνεχίσει να αδιαφορεί για το ότι η εικόνα της Ρωσίας στο εξωτερικό χειροτερεύει, θα πρέπει να «συμφιλιωθεί» και με το γεγονός ότι οι επισκέψεις του προέδρου της Ρωσίας στις ευρωπαϊκές χώρες θα πραγματοποιούνται σε μια σχεδόν αρνητική ατμόσφαιρα, όπως και με το γεγονός ότι σε κάθε εμφάνιση ειδήσεων που αφορούν το κίνημα διαμαρτυρίας, ο λόγος θα δίνεται αποκλειστικά στη «μη συστημική αντιπολίτευση».

Συντάκτες του άρθου: Ο Τομά Γκενολέ είναι πολιτικός αναλυτής, καθηγητής του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, και η Κατερίνα Ριζακόβα, σύμβουλος επικοινωνίας.