ΠΗΓΗ:http://europa.eu/about-eu/index_el.htm
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια μοναδική μορφή οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας μεταξύ 27 ευρωπαϊκών χωρών.
Εδώ και μισό αιώνα μάς προσφέρει ειρήνη, σταθερότητα και ευημερία, συμβάλλει στη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου, δημιούργησε ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και οικοδομεί βήμα βήμα μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά όπου οι πολίτες, τα αγαθά, οι υπηρεσίες και τα κεφάλαια κυκλοφορούν μεταξύ των κρατών μελών ελεύθερα όπως στο εσωτερικό μίας χώρας.
Η ΕΕ δημιουργήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πρώτο στάδιο ήταν η σφυρηλάτηση μιας οικονομικής συνεργασίας: χώρες που αναπτύσσουν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους εξαρτώνται οικονομικά η μία από την άλλη και, ως εκ τούτου, αποφεύγουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις.
Στη συνέχεια, η Ένωση μετασχηματίστηκε σε μια τεράστια ενιαία αγορά με κοινό νόμισμά της το ευρώ. Αυτό που ξεκίνησε ως μια αποκλειστικά οικονομική ένωση μετεξελίχθηκε σε έναν οργανισμό που δραστηριοποιείται σε όλους τους τομείς, από την αναπτυξιακή βοήθεια έως την περιβαλλοντική πολιτική.
Η ΕΕ προάγει ενεργά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία και έχει θέσει τους πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με στόχο την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής στον κόσμο. Χάρη στην κατάργηση των συνοριακών ελέγχων μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι πολίτες μπορούν πλέον να ταξιδεύουν ελεύθερα στις περισσότερες χώρες της Ένωσης. Είναι επίσης ευκολότερη η διαμονή και η εργασία σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, συνθήκη ΕΚΑΧ
Ποιες χώρες υιοθέτησαν το ευρώ – και πότε;
Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελούν τμήμα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) η οποία μπορεί να περιγραφεί ως ένα προχωρημένο στάδιο οικονομικής ολοκλήρωσης που βασίζεται σε μια ενιαία αγορά. Προϋποθέτει τον άρτιο συντονισμό οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών και, για τις χώρες που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, μια ενιαία νομισματική πολιτική και ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ.
Η διαδικασία οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης στην ΕΕ είναι παράλληλη με την ιστορία της ίδιας της Ένωσης. Όταν ιδρύθηκε η ΕΕ το 1957, τα κράτη μέλη επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην οικοδόμηση μιας κοινής αγοράς. Ωστόσο, με τον καιρό έγινε σαφές ότι χρειαζόταν στενότερη οικονομική και νομισματική συνεργασία, ώστε να μπορέσει η εσωτερική αγορά να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει αποδοτικότερα. Ο στόχος της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος τέθηκε μόλις το 1992 με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία καθόρισε τους θεμελιώδεις κανόνες για την εισαγωγή του. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τους στόχους της ΟΝΕ, τις απαιτούμενες αρμοδιότητες και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα κράτη μέλη για να υιοθετήσουν το ευρώ. Στα κριτήρια αυτά, γνωστά ως "κριτήρια σύγκλισης" (ή κριτήρια του Μάαστριχτ), περιλαμβάνονται ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός, η σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα υγιή δημόσια οικονομικά.
Όταν γεννήθηκε το ευρώ, η νομισματική πολιτική τέθηκε υπό την ευθύνη του ευρωσυστήματος, δηλαδή της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό, και των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που υιοθέτησαν το ευρώ.
Η δημοσιονομική πολιτική (φόροι και δαπάνες) εξακολουθεί να παραμένει αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες, ωστόσο, έχουν αναλάβει τη δέσμευση να τηρούν από κοινού συμφωνηθέντες κανόνες για τα δημόσια οικονομικά γνωστούς ως σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Διατηρούν επίσης την πλήρη αρμοδιότητα για τις διαρθρωτικές τους πολιτικές (απασχόληση, συντάξεις και κεφαλαιαγορές), αλλά έχουν συμφωνήσει να τις συντονίζουν ώστε να επιτυγχάνουν τους κοινούς στόχους της σταθερότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Το ευρώ είναι το νόμισμα 330 εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν στις 17 χώρες της ευρωζώνης. Χρησιμοποιείται επίσης, είτε επίσημα ως μέσο πληρωμής είτε για πρακτικούς σκοπούς, από πολλές άλλες χώρες, όπως γείτονες των χωρών αυτών ή πρώην αποικίες τους.
Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι το ευρώ έγινε γρήγορα το δεύτερο σημαντικότερο διεθνές νόμισμα μετά το δολάριο και, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. αξία των ρευστών σε κυκλοφορία) το ξεπέρασε.
Εκτός από το ότι κάνει τα ταξίδια μας ευκολότερα, το ενιαίο νόμισμα έχει οικονομικούς και πολιτικούς λόγους ύπαρξης. Το πλαίσιο διαχείρισης του ευρώ εξασφαλίζει τη σταθερότητα του νομίσματος με χαμηλό πληθωρισμό και επιτόκια και ενθαρρύνει τα υγιή δημόσια οικονομικά. Ένα ενιαίο νόμισμα είναι επίσης το λογικό συμπλήρωμα της ενιαίας αγοράς που την καθιστά αποτελεσματικότερη. Η χρησιμοποίηση ενιαίου νομίσματος αυξάνει τη διαφάνεια των τιμών, εξαλείφει το κόστος ανταλλαγής νομισμάτων, διευκολύνει την εύρυθμη λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας και το διεθνές εμπόριο και δίνει στην ΕΕ ισχυρότερη φωνή στον κόσμο. Το μέγεθος και η ισχύς της ευρωζώνης προστατεύουν επίσης καλύτερα την ΕΕ από εξωτερικούς οικονομικούς κραδασμούς, όπως οι απρόβλεπτες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου ή οι αναταραχές στις χρηματαγορές.
Τέλος, το ευρώ προσφέρει στους Ευρωπαίους πολίτες ένα απτό σύμβολο της ευρωπαϊκής ταυτότητας, για το οποίο μπορούν να είναι όλο και περισσότερο υπερήφανοι καθώς η ευρωζώνη συνεχώς διευρύνεται, πολλαπλασιάζοντας τα οφέλη για τα σημερινά και τα μελλοντικά της μέλη.
Στη συνέχεια, η Ένωση μετασχηματίστηκε σε μια τεράστια ενιαία αγορά με κοινό νόμισμά της το ευρώ. Αυτό που ξεκίνησε ως μια αποκλειστικά οικονομική ένωση μετεξελίχθηκε σε έναν οργανισμό που δραστηριοποιείται σε όλους τους τομείς, από την αναπτυξιακή βοήθεια έως την περιβαλλοντική πολιτική.
Η ΕΕ προάγει ενεργά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία και έχει θέσει τους πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με στόχο την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής στον κόσμο. Χάρη στην κατάργηση των συνοριακών ελέγχων μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι πολίτες μπορούν πλέον να ταξιδεύουν ελεύθερα στις περισσότερες χώρες της Ένωσης. Είναι επίσης ευκολότερη η διαμονή και η εργασία σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, συνθήκη ΕΚΑΧ
Η συνθήκη ΕΚΑΧ, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι το 1951, συνενώνει τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις χώρες της Μπενελούξ σε μία Κοινότητα που έχει ως αποστολή την οργάνωση της ελεύθερης κυκλοφορίας άνθρακα και χάλυβα, καθώς και την ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές παραγωγής. Επίσης, μια κοινή Ανώτατη Αρχή εποπτεύει την αγορά, την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, καθώς και τη διαφάνεια των τιμών. Τα θεσμικά όργανα, με τη σημερινή τους μορφή, προέρχονται από τη συνθήκη ΕΚΑΧ.
ΓΕΝΕΣΗ
Ο πρώτος κοινοτικός οργανισμός γεννήθηκε μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν κρίθηκε αναγκαία η οικονομική ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής ηπείρου και η εξασφάλιση διαρκούς ειρήνης.
Στο πλαίσιο αυτό γεννήθηκε η ιδέα να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής παραγωγής άνθρακα και χάλυβα υπό από μια κοινή αρχή και δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Η απόφαση αυτή δεν βασίστηκε μόνο σε οικονομικούς λόγους, αλλά και σε πολιτικούς, δεδομένου ότι οι δύο αυτές πρώτες ύλες βρίσκονταν στη βάση της βιομηχανίας και της ισχύος των εν λόγω δύο χωρών. Βασικός πολιτικός στόχος αυτής της απόφασης ήταν η ενίσχυση της γαλλογερμανικής αλληλεγγύης, η απομάκρυνση του φόβου του πολέμου και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλικής Δημοκρατίας, Robert Schuman, προτείνει, στην περίφημη δήλωσή του της 9ης Μαΐου 1950, να τεθεί η γαλλογερμανική παραγωγή άνθρακα και χάλυβα υπό μια κοινή Ανώτατη Αρχή, στο πλαίσιο μιας οργάνωσης ανοικτής στη συμμετοχή και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες αποδέχονται την πρόκληση και αρχίζουν τη διαπραγμάτευση μιας συνθήκης. Η εξέλιξη αυτή ήταν αντίθετη με την αρχική επιθυμία του Jean Monnet, Γάλλου αξιωματούχου και εμπνευστή της ιδέας, ο οποίος είχε προτείνει έναν απλούστερο μηχανισμό τεχνοκρατικού χαρακτήρα. Ωστόσο, τα έξι ιδρυτικά κράτη δεν ήταν σε θέση να αποδεχθούν ένα απλό σχέδιο και συμφώνησαν σε εκατό περίπου άρθρα τα οποία αποτέλεσαν ένα περίπλοκο σύνολο.
Τέλος, η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα υπεγράφη στο Παρίσι, στις 18 Απριλίου 1951, και τέθηκε σε εφαρμογή στις 24 Ιουλίου 1952, για περιορισμένη διάρκεια 50 ετών. Η ισχύς της συνθήκης έληξε στις 23 Ιουλίου 2002.
Η κοινή αγορά που προέβλεπε η συνθήκη τέθηκε σε λειτουργία στις 10 Φεβρουαρίου 1953 όσον αφορά τον άνθρακα, τα σιδηρομεταλλεύματα και τα παλιοσίδερα και την 1η Μαΐου 1953 για τον χάλυβα.
ΣΤΟΧΟΙ
Στόχος της συνθήκης ΕΚΑΧ είναι να συμβάλει, χάρη στη δημιουργία κοινής αγοράς άνθρακα και χάλυβα, στην οικονομική ανάπτυξη, στην αύξηση της απασχόλησης και στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της συνθήκης. Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να μεριμνούν για τον τακτικό εφοδιασμό της κοινής αγοράς, διασφαλίζοντας ίση πρόσβαση στις πηγές παραγωγής, τη θέσπιση των χαμηλότερων δυνατών τιμών και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και εργασίας του εργατικού δυναμικού. Συγχρόνως, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να προάγουν την ανάπτυξη διεθνών συναλλαγών και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής.
Εν όψει της εγκαθίδρυσης της κοινής αγοράς, η συνθήκη θεσπίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων δίχως την επιβολή δασμών ή φορολογικών επιβαρύνσεων. Επίσης, η συνθήκη απαγορεύει όλα τα μέτρα ή τις πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις, τις επιδοτήσεις, τις ενισχύσεις ή τις ειδικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από τα κράτη, καθώς και τις περιοριστικές πρακτικές.
ΔΟΜΗ
Η συνθήκη περιλαμβάνει τέσσερις τίτλους. Ο πρώτος αφορά την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, ο δεύτερος τα όργανα της Κοινότητας, ο τρίτος τις οικονομικές και κοινωνικές διατάξεις και ο τέταρτος τις γενικές διατάξεις. Περιέχει επίσης δύο πρωτόκολλα, ένα για τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και ένα άλλο για τις σχέσεις της ΕΚΑΧ με το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τέλος, περιλαμβάνει σύμβαση για τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή της συνθήκης, τις σχέσεις της Κοινότητας με τις τρίτες χώρες και τα γενικά μέτρα διασφαλίσεως.
ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Τα θεσμικά όργανα, με τη σημερινή τους μορφή, προέρχονται από τη συνθήκη ΕΚΑΧ. Η συνθήκη εγκαθιδρύει την Ανώτατη Αρχή, τη Συνέλευση, το Συμβούλιο Υπουργών και το Δικαστήριο. Η Κοινότητα διαθέτει νομική προσωπικότητα.
Η Ανώτατη Αρχή είναι το ανεξάρτητο εκτελεστικό συλλογικό όργανο, που έχει ως αποστολή να μεριμνά για την υλοποίηση των στόχων που καθορίζονται στη συνθήκη και να ενεργεί προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Αποτελείται από εννέα μέλη (εκ των οποίων έως δύο μπορούν να έχουν την ίδια εθνικότητα) τα οποία διορίζονται για έξι έτη. Πρόκειται για μία πραγματικά υπερεθνική αρχή η οποία διαθέτει εξουσία λήψης αποφάσεων. Η εν λόγω Αρχή μεριμνά για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητάς της, για τη διάθεση των προϊόντων υπό τις ίδιες συνθήκες, για την προώθηση των κοινών εξαγωγών και, τέλος, για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα. Η Ανώτατη Αρχή λαμβάνει αποφάσεις, διατυπώνει συστάσεις και εκφέρει γνώμες. Επικουρείται στο έργο της από μια συμβουλευτική επιτροπή που απαρτίζεται από εκπροσώπους των παραγωγών, των εργαζομένων, των καταναλωτών και των εμπόρων.
Η Συνέλευση απαρτίζεται από 78 βουλευτές, αντιπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων: 18 από τη Γερμανία, 18 από τη Γαλλία, 18 από την Ιταλία, 10 από το Βέλγιο, 10 από τις Κάτω Χώρες και 4 από το Λουξεμβούργο. Βάσει της συνθήκης, η Συνέλευση έχει ελεγκτικές αρμοδιότητες.
Το Συμβούλιο απαρτίζεται από έξι αντιπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων. Η προεδρία ασκείται εκ περιτροπής από κάθε κράτος μέλος του Συμβουλίου για περίοδο τριών μηνών. Ρόλος του Συμβουλίου είναι να εναρμονίζει τη δράση της Ανώτατης Αρχής και τη γενικότερη οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων. Η σύμφωνη γνώμη του είναι αναγκαία για τις σημαντικές αποφάσεις που λαμβάνει η Ανώτατη Αρχή.
Το Δικαστήριο αποτελείται από επτά δικαστές οι οποίοι διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας των κυβερνήσεων των κρατών μελών για περίοδο έξι ετών. Το δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της συνθήκης.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Η συνθήκη προβλέπει παρεμβάσεις της Ανώτατης Αρχής με βάση τις πληροφορίες που οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να της παρέχουν και τιςπροβλέψεις όσον αφορά την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η ΕΚΑΧ διαθέτει μέσα πληροφόρησης και αρμοδιότητες διαβούλευσης, οι οποίες συμπληρώνονται από τη δυνατότητα πραγματοποίησης ελέγχων. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επιχειρήσεις δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους έναντι της Ανωτάτης Αρχής, η τελευταία έχει το δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις, μεταξύ άλλων, πρόστιμα (το ανώτατο ποσό των οποίων είναι 1 % του ετήσιου κύκλου εργασιών) και χρηματικές ποινές (5 % του μέσου ημερησίου κύκλου εργασιών για κάθε ημέρα καθυστέρησης).
Με βάση αυτές τις πληροφορίες, πραγματοποιούνται προβλέψεις για τον προσανατολισμό της δράσης των ενδιαφερομένων και για τον καθορισμό της δράσης της ΕΚΑΧ. Η ΕΚΑΧ διεξάγει, από την πλευρά της, μελέτες για την εξέλιξη των τιμών και των αγορών προκειμένου να συμπληρώνει τις πληροφορίες που της παρέχουν οι επιχειρήσεις και οι διάφορες ενώσεις.
Η χρηματοδότηση της ΕΚΑΧ προέρχεται από εισφορές επί της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα και από τη σύναψη δανείων. Οι εισφορές προορίζονται για την κάλυψη διοικητικών δαπανών και της μη επιστρεπτέας ενίσχυσης που προβλέπεται για ενέργειες αναπροσαρμογής, καθώς και για την κάλυψη δαπανών που διατίθενται για την ενθάρρυνση της τεχνικής και οικονομικής έρευνας. Τα κεφάλαια δανείων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά μόνο για τη χορήγηση δανείων.
Στον τομέα των επενδύσεων, εκτός από τη χορήγηση δανείων, η ΕΚΑΧ δύναται να χορηγεί εγγυήσεις για τα δάνεια που συνάπτουν οι επιχειρήσεις με τρίτους. Επίσης, η ΕΚΑΧ έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει τις επενδύσεις τις οποίες δεν χρηματοδοτεί.
Όσον αφορά την παραγωγή, η ΕΚΑΧ διαδραματίζει κυρίως έμμεσο, επικουρικό ρόλο, μέσω της συνεργασίας με τις κυβερνήσεις και τις παρεμβάσεις στον τομέα των τιμών και της εμπορικής πολιτικής. Ωστόσο, σε περίπτωση μείωσης της ζήτησης ή ανεπαρκούς παραγωγής, η ΕΚΑΧ δύναται να παρεμβαίνει άμεσα, είτε με την επιβολή ποσοστώσεων με στόχο την οργανωμένη μείωση της παραγωγής, είτε, σε περίπτωση ανεπαρκούς παραγωγής, με τον καθορισμό προτεραιοτήτων κατανάλωσης, την κατανομή των πόρων και τον καθορισμό του επιπέδου των εξαγωγών στο πλαίσιο των προγραμμάτων παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των τιμών, η συνθήκη απαγορεύει κάθε πρακτική που εισάγει διακρίσεις, κάθε αθέμιτη πρακτική ανταγωνισμού και κάθε πρακτική που εισάγει διακρίσεις υπό μορφή εφαρμογής άνισων όρων σε συγκρίσιμες συναλλαγές. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται επίσης στον τομέα των μεταφορών.
Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν διαπιστώνει ότι υφίσταται ή επίκειται έκδηλη κρίση, η Ανώτατη Αρχή δύναται να καθορίζει ανώτατες ή ελάχιστες τιμές εξαγωγής στο εσωτερικό της Κοινότητας.
Προκειμένου να διασφαλίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, η Ανώτατη Αρχή πρέπει να είναι ενήμερη για όλες τις δράσεις των κρατών μελών που ενδέχεται να τον θέτουν σε κίνδυνο. Επίσης, η συνθήκη πραγματεύεται τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις που είναι δυνατόν να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό: τις συμπράξεις, τις συγκεντρώσεις και τις καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης. Η Ανώτατη Αρχή μπορεί να απαγορεύει τις συμπράξεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων εάν διαπιστώσει ότι αυτές τείνουν άμεσα ή έμμεσα να παρεμποδίζουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Οι μισθοί και η διακίνηση του εργατικού δυναμικού αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο της συνθήκης. Αν και οι μισθοί εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η Ανώτατη Αρχή δύναται να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις ασυνήθιστα χαμηλών μισθών ή μειώσεων των μισθών, υπό ορισμένους όρους που ορίζονται ρητά στη συνθήκη.
Η Ανώτατη Αρχή δύναται να χορηγεί χρηματοδοτική βοήθεια για προγράμματα που αποσκοπούν στην εξάλειψη των αρνητικών επιπτώσεων στο εργατικό δυναμικό από την εισαγωγή νέων τεχνολογικών μεθόδων ή νέου εξοπλισμού στη βιομηχανία (αποζημιώσεις, επιδόματα και επαγγελματική επιμόρφωση).
Όσον αφορά την κινητικότητα του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η συνθήκη προβλέπει την κατάργηση, από την πλευρά των κρατών, των περιορισμών στην εργασία λόγω εθνικότητας. Για άλλες κατηγορίες εργαζομένων, και σε περίπτωση έλλειψης εργατικού δυναμικού, τα κράτη μέλη καλούνται να προβαίνουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της μετανάστευσης προκειμένου να διευκολύνουν την πρόσληψη αλλοδαπών εργαζομένων.
Η συνθήκη περιλαμβάνει επίσης διατάξεις για την εμπορική πολιτική της ΕΚΑΧ έναντι τρίτων χωρών. Αν και δεν θίγεται η αρμοδιότητα των κυβερνήσεων των κρατών μελών, η Κοινότητα έχει ορισμένα προνόμια, όπως ο καθορισμός μέγιστων και ελάχιστων δασμολογικών συντελεστών, ο έλεγχος της χορήγησης αδειών εξαγωγής ή εισαγωγής και το δικαίωμα να ενημερώνεται σχετικά με τις εμπορικές συνθήκες που συνάπτονται στον τομέα του άνθρακα και του χάλυβα.
27. Η Ανώτατη Αρχή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σε έναν άλλο τομέα. Πρόκειται για τις περιπτώσεις ντάμπινγκ, χρησιμοποίησης από επιχειρήσεις, που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, μέσων ανταγωνισμού που αντιβαίνουν στη συνθήκη ή σημαντικής αύξησης των εισαγωγών που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στην κοινοτική παραγωγή.
27. Η Ανώτατη Αρχή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σε έναν άλλο τομέα. Πρόκειται για τις περιπτώσεις ντάμπινγκ, χρησιμοποίησης από επιχειρήσεις, που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, μέσων ανταγωνισμού που αντιβαίνουν στη συνθήκη ή σημαντικής αύξησης των εισαγωγών που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στην κοινοτική παραγωγή.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Ο απολογισμός της ΕΚΑΧ είναι θετικός. Η Κοινότητα κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις διάφορες κρίσεις, διασφαλίζοντας μια ισόρροπη ανάπτυξη της παραγωγής και της διανομής των πόρων και συμβάλλοντας στις αναγκαίες βιομηχανικές αναδιαρθρώσεις και μετατροπές. Η παραγωγή χάλυβα τετραπλασιάστηκε σε σχέση με τη δεκαετία του ΄50. Ο παραγόμενος χάλυβας είναι καλύτερης ποιότητας, φθηνότερος και καθαρότερος. Όσον αφορά τον άνθρακα, η παραγωγή του μειώθηκε, καθώς και το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, ο τομέας επέτυχε υψηλό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, ασφάλειας και περιβαλλοντικής ποιότητας. Τα συστήματα κοινωνικής διαχείρισης της ΕΚΑΧ (πρόωρη συνταξιοδότηση, προσωρινές αποζημιώσεις, ενισχύσεις για την κινητικότητα, επιμόρφωση) απεδείχθησαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά μέσα αντιμετώπισης των κρίσεων.
ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚΑΧ
Πενήντα έτη μετά την έναρξη ισχύος της, η συνθήκη έληξε όπως προβλεπόταν στις 23 Ιουλίου 2002. Πριν από την κατάργησή της, είχε τροποποιηθεί επανειλημμένως με τις ακόλουθες συνθήκες: συνθήκη συγχώνευσης (Βρυξέλλες 1965), συνθήκες που επιφέρουν τροποποιήσεις σε ορισμένες δημοσιονομικές διατάξεις (1970 και 1975), συνθήκη για τη Γροιλανδία (1984), συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ, Μάαστριχτ, 1992), ενιαία ευρωπαϊκή πράξη (1986), συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), συνθήκη της Νίκαιας (2001) και συνθήκες προσχώρησης (1972, 1979, 1985 και 1994).
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και σε συνέχεια διεξοδικών συζητήσεων, η λήξη της συνθήκης ΕΚΑΧ θεωρήθηκε ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση, σε σχέση με την ανανέωση της συνθήκης ή μια συμβιβαστική λύση. Συνεπώς, η Επιτροπή πρότεινε μια προοδευτική ενσωμάτωση των δύο συγκεκριμένων τομέων στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι κανόνες αυτής της συνθήκης εφαρμόζονται από την κατάργηση της συνθήκης ΕΚΑΧ στο εμπόριο άνθρακα και χάλυβα.
Ένα πρωτόκολλο σχετικά με τις χρηματοοικονομικές συνέπειες της λήξης της συνθήκης ΕΚΑΧ καθώς και με τη δημιουργία και τη διαχείριση του ταμείου έρευνας για τον άνθρακα και το χάλυβα επισυνάφθηκε στη συνθήκη της Νίκαιας. Το πρωτόκολλο αυτό ρυθμίζει τη μεταβίβαση όλων των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της ΕΚΑΧ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η καθαρή αξία των περιουσιακών αυτών στοιχείων διατίθεται για την έρευνα στους τομείς που συνδέονται με τη βιομηχανία άνθρακα και χάλυβα.
Οι αποφάσεις του Φεβρουαρίου 2003 περιέχουν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των διατάξεων του πρωτοκόλλου, τις δημοσιονομικές κατευθυντήριες γραμμές και τις διατάξεις που αφορούν το Ταμείο Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΛΘΑΝ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ
Η συνθήκη ΕΚΑΧ τροποποιήθηκε με τις ακόλουθες συνθήκες:
- Συνθήκη των Βρυξελλών, γνωστή ως «συνθήκη συγχώνευσης» (1965)
Η συνθήκη αυτή αντικαθιστά τα τρία Συμβούλια Υπουργών (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ και Ευρατόμ), αφενός, και τις δύο Επιτροπές (ΕΟΚ, Ευρατόμ) και την Ανώτατη Αρχή (ΕΚΑΧ), αφετέρου, με ενιαίο Συμβούλιο και ενιαία Επιτροπή. Στη διοικητική αυτή συγχώνευση προστίθεται ένας ενιαίος προϋπολογισμός λειτουργίας. - Συνθήκη που επιφέρει τροποποιήσεις σε ορισμένες δημοσιονομικές διατάξεις (1970)
Η συνθήκη αυτή αντικαθιστά το σύστημα χρηματοδότησης των Κοινοτήτων από συνεισφορές των κρατών μελών με ένα σύστημα ιδίων πόρων. Θεσπίζει επίσης έναν ενιαίο προϋπολογισμό για τις Κοινότητες. - Συνθήκη που επιφέρει τροποποιήσεις σε ορισμένες δημοσιονομικές διατάξεις (1975)
Η συνθήκη αυτή δίνει το δικαίωμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να απορρίπτει τον προϋπολογισμό και να χορηγεί απαλλαγή στην Επιτροπή για την εκτέλεσή του. Θεσπίζει ενιαίο Ελεγκτικό Συνέδριο για τις τρεις Κοινότητες, οργανισμό λογιστικού ελέγχου και δημοσιονομικής διαχείρισης. - Συνθήκη για τη Γροιλανδία (1984)
η συνθήκη αυτή θέτει τέλος στην εφαρμογή των συνθηκών στα εδάφη της Γροιλανδίας και θεσπίζει ειδικές σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Γροιλανδίας, με βάση το καθεστώς που εφαρμόζεται στα υπερπόντια εδάφη. - Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986)
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη συνιστά την πρώτη ουσιαστική μεταρρύθμιση των συνθηκών. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη διευρύνει τις περιπτώσεις ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, ενισχύει τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (διαδικασία συνεργασίας) και διευρύνει τις κοινοτικές αρμοδιότητες. Θέτει, επίσης, το 1992 ως χρονικό όριο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. - Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή ως «Συνθήκη του Μάαστριχτ» (1992)
Η συνθήκη του Μάαστριχτ συγκεντρώνει στο ίδιο κείμενο την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις τρεις Κοινότητες (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) και τις θεσμικές συνεργασίες στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της πολιτικής άμυνας, της επιβολής του νόμου και της δικαιοσύνης. Μετονομάζει την ΕΟΚ σε ΕΚ. Επίσης, η συνθήκη αυτή δημιουργεί την οικονομική και νομισματική ένωση, θεσπίζει νέες κοινοτικές πολιτικές (εκπαίδευση, πολιτισμός) και διευρύνει τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (διαδικασία της συναπόφασης). - Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997)
Η συνθήκη του Άμστερνταμ ενισχύει τις αρμοδιότητες της Ένωσης με τη θέσπιση κοινοτικής πολιτικής απασχόλησης, την κοινοτικοποίηση ορισμένων θεμάτων που υπάγονταν προηγουμένως στη διακυβερνητική συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, τη θέσπιση μέτρων που στοχεύουν να φέρουν την Ένωση πιο κοντά στους πολίτες και τη δυνατότητα στενότερης συνεργασίας μεταξύ ορισμένων κρατών μελών (ενισχυμένη συνεργασία). Επίσης, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας συναπόφασης, καθώς και της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία και προβλέπει την απλούστευση και μια νέα αρίθμηση των άρθρων των συνθηκών. - Συνθήκης της Νίκαιας (2001)
Η συνθήκη της Νίκαιας αφορά ουσιαστικά τα «υπόλοιπα» του Άμστερνταμ, δηλαδή τα θεσμικά προβλήματα που σχετίζονται με τη διεύρυνση, τα οποία δεν διευθετήθηκαν το 1997. Πρόκειται για τη σύνθεση της Επιτροπής, για τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο και για την επέκταση των περιπτώσεων λήψης απόφασης με ειδική πλειοψηφία. Η εν λόγω συνθήκη απλοποιεί επίσης τους κανόνες για την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας και καθιστά αποτελεσματικότερο το δικαιοδοτικό σύστημα. - Συνθήκη της Λισσαβόνας (2007)
Η συνθήκη της Λισσαβόνας προβαίνει σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις. Θέτει τέλος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καταργεί την παλαιά αρχιτεκτονική της ΕΕ και προβαίνει σε νέα κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών. Ο τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και η διαδικασία λήψης αποφάσεων έχουν επίσης υποστεί τροποποιήσεις. Στόχος είναι να βελτιωθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων σε μία διευρυμένη Ένωση των 27 κρατών μελών. Επίσης, η συνθήκη της Λισσαβόνας μεταρρυθμίζει πολλές εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να νομοθετούν και να εγκρίνουν μέτρα σε νέους τομείς πολιτικών.
Η συνθήκη ΕΚΑΧ τροποποιήθηκε επίσης με τις ακόλουθες συνθήκες προσχώρησης:
- Συνθήκη προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Δανίας και της Ιρλανδίας (1972), με την οποία αυξάνεται ο αριθμός των κρατών μελών από έξι σε εννέα.
- Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας (1979)
- Συνθήκη προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (1985), με την οποία αυξάνεται ο αριθμός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από δέκα σε δώδεκα.
- Συνθήκη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (1994), με την οποία αυξάνεται ο αριθμός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε δεκαπέντε.
- Συνθήκη προσχώρησης της Κύπρου, της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Σλοβακίας και της Σλοβενίας (2003)Με την εν λόγω συνθήκη αυξάνεται ο αριθμός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από δεκαπέντε σε είκοσι πέντε.
- Συνθήκη προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (2005). Με την εν λόγω συνθήκη αυξάνεται ο αριθμός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από είκοσι πέντε σε είκοσι επτά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Συνθήκες | Ημερομηνία υπογραφής | Έναρξη ισχύος | Επίσημη Εφημερίδα |
---|---|---|---|
Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα | 18.4.1951 | 24.7.1952 Έληξε στις 23.07.2002 | Δεν έχει δημοσιευθεί |
Συνθήκη Συγχώνευσης | 8.4.1965 | 1.7.1967 | ΕΕ 152 της 13.7.1967 |
Συνθήκη για την τροποποίηση ορισμένων δημοσιονομικών διατάξεων | 22.4.1970 | 1.1.1971 | ΕΕ L 2 της 2.1.1971 |
Συνθήκη για την τροποποίηση ορισμένων δημοσιονομικών διατάξεων | 22.7.1975 | 1.6.1977 | ΕΕ L 359 της 31.12.1977 |
Συνθήκη για τη Γροιλανδία | 13.3.1984 | 1.1.1985 | ΕΕ L 29 της 01.2.1985 |
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη | 28.2.1986 | 1.7.1987 | ΕΕ L 169 της 29.6.1987 |
Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (συνθήκη του Μάαστριχτ) | 7.2.1992 | 1.11.1993 | ΕΕ C 191 της 29.7.1992 |
Συνθήκη του Άμστερνταμ | 2.10.1997 | 1.5.1999 | ΕΕ C 340 της 10.11.1997 |
Συνθήκη της Νίκαιας | 26.2.2001 | 1.2.2003 | ΕΕ C 80 της 10.3.2001 |
Συνθήκη της Λισσαβόνας | 13.12.2007 | 1.12.2009 | ΕΕ C 306 της 17.12.2007 |
Συνθήκες Προσχώρησης | Ημερομηνία υπογραφής | Έναρξη ισχύος | Επίσημη Εφημερίδα |
---|---|---|---|
Συνθήκη προσχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας | 22.1.1972 | 1.1.1973 | ΕΕ L 73 της 27.3.1972 |
Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας | 28.5.1979 | 1.1.1981 | ΕΕ L 291 της 19.11.1979 |
Συνθήκη προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας | 12.6.1985 | 1.1.1986 | ΕΕ L 302 της 15.11.1985 |
Συνθήκη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας | 24.6.1994 | 1.1.1995 | ΕΕ C 241 της 29.8.1994 |
Συνθήκη προσχώρησης των δέκα νέων κρατών μελών | 16.4.2003 | 1.5.2004 | ΕΕ L 236 της 23.9.2003 |
Συνθήκη προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας | 25.4.2005 | 1.1.2007 | ΕΕ L 157 της 21.6.2005 |
Το ευρώ
Το ευρώ είναι σήμερα το ενιαίο νόμισμα 17 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αποτελούν την ευρωζώνη. Η εισαγωγή του ευρώ το 1999 ήταν σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Υπήρξε επίσης ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της Ένωσης καθώς είναι το νόμισμα περίπου 330 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών και πολύ περισσότερων στο μέλλον, μόλις το υιοθετήσουν και άλλες χώρες της ΕΕ.
Το ευρώ εισήχθη τον Ιανουάριο 1999 και έγινε το νέο νόμισμα 11 κρατών μελών αντικαθιστώντας τα εθνικά νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο και το γαλλικό φράγκο, σε δύο στάδια. Στην αρχή καθιερώθηκε ως εικονικό νόμισμα για μέσα πληρωμής πλην των μετρητών και για λογιστικούς σκοπούς, ενώ τα εθνικά νομίσματα εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται για πληρωμές με μετρητά και να θεωρούνται ως υπομονάδες του ευρώ, και την 1η Ιανουαρίου 2002 κυκλοφόρησε σε χαρτονομίσματα και κέρματα.
Το ευρώ δεν είναι το νόμισμα όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Δύο χώρες (η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο) συμφώνησαν μια ρήτρα μη συμμετοχής που συμπεριλήφθηκε στη συνθήκη και τις εξαιρεί από τη συμμετοχή τους, ενώ τα υπόλοιπα κράτη μέλη (πολλά από τα νεότερα κράτη μέλη της ΕΕ και η Σουηδία) δεν πληρούν ακόμη τις προϋποθέσεις για υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Μόλις αυτό συμβεί, θα αντικαταστήσουν το εθνικό τους νόμισμα με το ευρώ.
Το ευρώ δεν είναι το νόμισμα όλων των κρατών μελών της ΕΕ. Δύο χώρες (η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο) συμφώνησαν μια ρήτρα μη συμμετοχής που συμπεριλήφθηκε στη συνθήκη και τις εξαιρεί από τη συμμετοχή τους, ενώ τα υπόλοιπα κράτη μέλη (πολλά από τα νεότερα κράτη μέλη της ΕΕ και η Σουηδία) δεν πληρούν ακόμη τις προϋποθέσεις για υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Μόλις αυτό συμβεί, θα αντικαταστήσουν το εθνικό τους νόμισμα με το ευρώ.
Ποιες χώρες υιοθέτησαν το ευρώ – και πότε;
1999 | Βέλγιο, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία και Φινλανδία |
---|---|
2001 | Ελλάδα |
2002 | Κυκλοφορία χαρτονομισμάτων και κερμάτων του ευρώ |
2007 | Σλοβενία |
2008 | Κύπρος, Μάλτα |
2009 | Σλοβακία |
2011 | Εσθονία |
Το ευρώ και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση
Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελούν τμήμα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) η οποία μπορεί να περιγραφεί ως ένα προχωρημένο στάδιο οικονομικής ολοκλήρωσης που βασίζεται σε μια ενιαία αγορά. Προϋποθέτει τον άρτιο συντονισμό οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών και, για τις χώρες που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, μια ενιαία νομισματική πολιτική και ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ.
Η διαδικασία οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης στην ΕΕ είναι παράλληλη με την ιστορία της ίδιας της Ένωσης. Όταν ιδρύθηκε η ΕΕ το 1957, τα κράτη μέλη επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην οικοδόμηση μιας κοινής αγοράς. Ωστόσο, με τον καιρό έγινε σαφές ότι χρειαζόταν στενότερη οικονομική και νομισματική συνεργασία, ώστε να μπορέσει η εσωτερική αγορά να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει αποδοτικότερα. Ο στόχος της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος τέθηκε μόλις το 1992 με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία καθόρισε τους θεμελιώδεις κανόνες για την εισαγωγή του. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τους στόχους της ΟΝΕ, τις απαιτούμενες αρμοδιότητες και τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα κράτη μέλη για να υιοθετήσουν το ευρώ. Στα κριτήρια αυτά, γνωστά ως "κριτήρια σύγκλισης" (ή κριτήρια του Μάαστριχτ), περιλαμβάνονται ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός, η σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα υγιή δημόσια οικονομικά.
Ποιος το διαχειρίζεται;
Όταν γεννήθηκε το ευρώ, η νομισματική πολιτική τέθηκε υπό την ευθύνη του ευρωσυστήματος, δηλαδή της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό, και των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που υιοθέτησαν το ευρώ.
Η δημοσιονομική πολιτική (φόροι και δαπάνες) εξακολουθεί να παραμένει αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες, ωστόσο, έχουν αναλάβει τη δέσμευση να τηρούν από κοινού συμφωνηθέντες κανόνες για τα δημόσια οικονομικά γνωστούς ως σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Διατηρούν επίσης την πλήρη αρμοδιότητα για τις διαρθρωτικές τους πολιτικές (απασχόληση, συντάξεις και κεφαλαιαγορές), αλλά έχουν συμφωνήσει να τις συντονίζουν ώστε να επιτυγχάνουν τους κοινούς στόχους της σταθερότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Ποιος το χρησιμοποιεί;
Το ευρώ είναι το νόμισμα 330 εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν στις 17 χώρες της ευρωζώνης. Χρησιμοποιείται επίσης, είτε επίσημα ως μέσο πληρωμής είτε για πρακτικούς σκοπούς, από πολλές άλλες χώρες, όπως γείτονες των χωρών αυτών ή πρώην αποικίες τους.
Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι το ευρώ έγινε γρήγορα το δεύτερο σημαντικότερο διεθνές νόμισμα μετά το δολάριο και, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. αξία των ρευστών σε κυκλοφορία) το ξεπέρασε.
Γιατί το χρειαζόμαστε;
Εκτός από το ότι κάνει τα ταξίδια μας ευκολότερα, το ενιαίο νόμισμα έχει οικονομικούς και πολιτικούς λόγους ύπαρξης. Το πλαίσιο διαχείρισης του ευρώ εξασφαλίζει τη σταθερότητα του νομίσματος με χαμηλό πληθωρισμό και επιτόκια και ενθαρρύνει τα υγιή δημόσια οικονομικά. Ένα ενιαίο νόμισμα είναι επίσης το λογικό συμπλήρωμα της ενιαίας αγοράς που την καθιστά αποτελεσματικότερη. Η χρησιμοποίηση ενιαίου νομίσματος αυξάνει τη διαφάνεια των τιμών, εξαλείφει το κόστος ανταλλαγής νομισμάτων, διευκολύνει την εύρυθμη λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας και το διεθνές εμπόριο και δίνει στην ΕΕ ισχυρότερη φωνή στον κόσμο. Το μέγεθος και η ισχύς της ευρωζώνης προστατεύουν επίσης καλύτερα την ΕΕ από εξωτερικούς οικονομικούς κραδασμούς, όπως οι απρόβλεπτες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου ή οι αναταραχές στις χρηματαγορές.
Τέλος, το ευρώ προσφέρει στους Ευρωπαίους πολίτες ένα απτό σύμβολο της ευρωπαϊκής ταυτότητας, για το οποίο μπορούν να είναι όλο και περισσότερο υπερήφανοι καθώς η ευρωζώνη συνεχώς διευρύνεται, πολλαπλασιάζοντας τα οφέλη για τα σημερινά και τα μελλοντικά της μέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)