ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Κάθε φορά πού υπάρχει «κρίση» στίς σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους καί επιδιώκεται ή επίτευξη κάποιου άλλου σκοπού, όπως γιά παράδειγμα ό αποπροσανατολισμός της Κοινής Γνώμης, ό «εκφοβισμός» του ιερού Κλήρου καί τών πιστών, ή επίδειξη ισχύος του Κράτους κ.λπ., εμφανίζεται στό προσκήνιο καί τίθεται πρός συζήτηση τό προσφιλές σέ πολλούς θέμα της «Εκκλησιαστικής Περιουσίας». Τό Ιδιο συνέβη καί εντελώς πρόσφατα (στά μέσα του 2000), όταν τό Πανελλήνιο βρισκόταν σέ ανησυχία καί αναστάτωση γιά τό ζήτημα τής μή αναγραφής του θρησκεύματος στά νέα δελτία ταυτότητος.
Στήν έκκληση τής Εκκλησίας γιά διάλογο μέ τήν Πολιτεία, επίσημα κυβερνητικά χείλη απάντησαν: Τό θέμα τών ταυτοτήτων έχει κλείσει γιά τήν Κυβέρνηση, είμαστε όμως έτοιμοι νά συζητήσουμε μέ τήν Εκκλησία γιά τό ζήτημα τής Περιουσίας!... Φιλικά πρός τίς εκάστοτε κυβερνήσεις Μέσα Ενημέρωσης, πολιτικοί καί οικονομικοί παράγοντες, άγνοούντες ή καλοπροαίρετα παρασυρόμενοι, άθεολόγητα ή νομικώς ακατάρτιστα πρόσωπα, αποφαίνονται κατά καιρούς επί του θέματος τής Εκκλησιαστικής Περιουσίας, δημιουργούν εντυπώσεις στό λαό, καλλιεργούν τό κατάλληλο «κλίμα» καί προετοιμάζουν τό έδαφος γιά τήν επόμενη -ελπίζουν τελευταία- επέλαση πρός υφαρπαγή παντός ό,τι απέμεινε από τήν άλλοτε, όντως μεγάλη, ίερή περιουσία τής Εκκλησίας.
Γιά τήν αντιμετώπιση αυτής τής απειλής απαιτείται ενημέρωση του λαού του Θεού, αλλά καί εκείνων οι όποιοι, έχοντες οποιαδήποτε εξουσία καί δύναμη, μπορούν νά επηρεάζουν πρός τή θετική εξέλιξη του θέματος. Εξέλιξη πού θά είναι σύμφωνη πρός τήν Ιστορία, τούς ιερούς Κανόνες, τό Δίκαιο καί τήν ανεξόφλητη οφειλή του ελληνικού "Έθνους πρός τήν Όρθόδοξη Εκκλησία του.
1. Ταιριάζει στην Εκκλησία νά εχει περιουσία;
Ή Εκκλησία, θεανθρώπινος Όργανισμός, επιτελεί τό πνευματικό καί κοινωνικό έργο της μέσα στόν κόσμο. Γιά τό έργο αυτό απαιτούνται αφοσιωμένα πρόσωπα αλλά καί υλικά μέσα, αφού μεταξύ τών μελών της περιλαμβάνονται καί φτωχοί, ασθενείς, ορφανά, απόκληροι, κατάκοιτοι..., πού έχουν ανάγκη από συμπαράσταση καί φιλανθρωπία. Τήν αναγκαιότητα τών υλικών μέσων δέν αρνήθηκε ούτε ό ίδιος ό Ιησούς Χριστός. Στήν ομάδα τών Δώδεκα Μαθητών του υπήρχε ταμείο («γλωσσόκομον»), τά χρήματα του οποίου χρησιμοποιούσαν, χωρίς τό κοσμικό φρόνημα τής φιλαργυρίας, γιά νά αντιμετωπίζονται οί καθημερινές τους ανάγκες καί νά ανακουφίζονται οί φτωχοί (Ίω. 12, 5-7).
Ό Κύριος δίνει εντολή -αφού ευλογεί τούς πέντε άρτους καί τούς δύο ίχθύας- νά μοιρασθεί τροφή στους πεντακισχιλίους στήν έρημο καί νά συγκεντρωθούν τά «περισσεύματα τών κλασμάτων» (Ματθ. 14, 15-21. Λουκ. 9, 12-17). Μέ χρήματα του ταμείου τους αγοράζονται τά σχετικά γιά νά ετοιμασθεί τό πασχάλιο δείπνο (Λουκ. 22, 7-14). Αργότερα οί "Απόστολοι δέχονται τό αντίτιμο άπό τήν πώληση σπιτιών ή οικοπέδων τών πρώτων χριστιανών καί τό διαχειρίζονται μέ υπευθυνότητα γιά τίς ανάγκες της κοινότητας (Πράξ. 4,34 έξ.), ό δέ απόστολος Παύλος συνιστά στίς ευπορότερες χριστιανικές κοινότητες νά βοηθούν τίς έμπερίστατες καί φτωχότερες, συγκεντρώνοντας καί στέλλοντας τή «λογία» (χρήματα από εράνους), καθιερώνει τήν αμοιβή τών ιερέων άπό τήν περιουσία τών ναών (Α' Κορ. 9, 7-13) καί υπενθυμίζει ότι «ό Κύριος διέταξεν τοις τό εύαγγέλιον καταγγέλλουσιν εκ του ευαγγελίου ζήν» (στ. 14).
Στά ίχνη αυτά τού Ίησού καί τών Αποστόλων του βάδισαν οί αποστολικοί Πατέρες αρχικά καί οί μεγάλοι, κατόπιν, Πατέρες τής Εκκλησίας. Τό σύνολο τών φυσικών προσώπων (χριστιανών), τών βαπτισμένων στό όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος, ήταν ικανό νά αποκτήσει δικαιώματα καί υποχρεώσεις. Νά οργανώσει τό φιλανθρωπικό έργο τής Εκκλησίας. Νά μεριμνά γιά τούς έχοντες ποικίλες πνευματικές άλλά καί υλικές ανάγκες. Νά ανεγείρει ναούς γιά τήν τέλεση τής θείας λατρείας, κτίρια γιά τή στέγαση τών φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της, μέ μιά λέξη: νά αποκτά περιουσία.
Κυρίως από δωρεές τών μελών της. Ακόμα καί κατά τήν περίοδο τών μεγάλων διωγμών, ή κοσμική ρωμαϊκή εξουσία επέτρεπε στήν Εκκλησία νά διατηρεί τήν περιουσία της, παρά τό ότι καμιά φορά παρατηρήθηκαν φαινόμενα δήμευσης της άπό τούς διώκτες του Χριστιανισμού. Άπό τό πλήθος τών γραπτών μαρτυριών αναφέρουμε εκείνη τοΰ Τερτυλλιανού γιά τις, σέ τακτές ημέρες, εκούσιες εισφορές τών χριστιανών καί τή σχετική του αγίου Κυπριανού γιά τήν εισφορά τής «δεκάτης», ενώ είναι πολύ συχνές οί ανάλογες τών ιερών κανόνων πού προβλέπουν τήν οικονομική αυτοτέλεια τών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων καί τήν κεντρική θέση τήν οποία είχε ό Επίσκοπος στό θέμα τής διοίκησης καί διαχείρισης τής περιουσίας τής τοπικής Εκκλησίας.
Τά παραπάνω, σέ συνδυασμό πρός τό γεγονός ότι ή κινητή καί ή ακίνητη περιουσία τής Εκκλησίας απέκτησε σταδιακά τό στοιχείο του αναπαλλοτρίωτου «εις τό διηνεκές», διότι χαρακτηριζόταν πράγμα ιερό πού ανήκει στόν Θεό (Αποστολικές Διαταγές Β' 24, Αποστολικοί Κανόνες ΛΗ' καί ΟΗ', Κανόνες Ί. Συνόδων: ΙΕ' Άγκύρας, ΚΔ' καί ΚΕ' Αντιοχείας, ΚΣΤ' καί ΛΓ' Καρθαγένης, ΚΔ' Χαλκηδόνος, ΜΘ' Τρούλλου, I' Πρωτοδευτέρας κ.ά.), συνετέλεσαν ώστε ή εκκλησιαστική περιουσία νά αυξηθεί σημαντικά, άφού σ΄ αυτήν, εκτός άπό τίς εισφορές τών πιστών, προστέθηκαν κατά καιρούς μεγάλες δωρεές αυτοκρατόρων, ηγεμόνων καί άλλων σημαινόντων προσώπων.
2. Σέ τί συνίσταται; Σέ ποιους ανήκει.
Κατ' αρχήν νά διευκρινίσουμε ότι μέ τόν όρο «Εκκλησιαστική Περιουσία», γενικώς, έννοούμε τό σύνολο τής περιουσίας τών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων (μονών, μητροπόλεων, ναών κ.λπ.), όπως ακριβώς ορίζεται καί στόν ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (Νόμος 590/1977, ΦΕΚ 146, τ. Α', άρθρο 46 §2). Αυτό σημαίνει ότι ή Εκκλησία της Ελλάδος, αύτη καθ' έαυτήν, δεν έχει περιουσία, αφού ή κινητή καί ή ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ανήκει στά επιμέρους εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τά όποια αναφέρονται στό άρθρο 1 § 4 του Καταστατικού Χάρτη [Μητροπόλεις, Ενορίες καί ενοριακοί Ναοί, Μονές, Αποστολική Διακονία, (ό πρώην) ΟΔΕΠ, τό Ταμείο Προνοίας Όρθοδόξου Έφημεριακού Κλήρου (πρώην ΤΑΚΕ), τό Διορθόδοξο Κέντρο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, καί όλα τά Ιδρύματα τής "Αρχιεπισκοπής Αθηνών καί τών Μητροπόλεων, «τά κεκτημένα νομικήν προσωπικότητα»].
Δηλαδή, πρέπει νά γίνει κατανοητό, ότι όταν λέμε εκκλησιαστική περιουσία εννοούμε ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων πού δέν ανήκουν σέ ένα ή δύο νομικά πρόσωπα, άλλά σέ χιλιάδες, όσοι είναι οί ιεροί ναοί άνά τήν Ελλάδα, οί ιερές μονές, τά ιδρύματα κ.λπ. Ιστορικά άς αναφερθεί ότι κατά τούς τρεις πρώτους αιώνες τά πάντα άνήκαν στις έπί μέρους χριστιανικές κοινότητες, υπό τόν έλεγχο του "Επισκόπου. 'Από τά χρόνια, όμως, του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή εκκλησιαστική περιουσία διακρινόταν σέ ενοριακή καί μοναστηριακή, παράλληλα πρός εκείνη τών διαφόρων προσκυνημάτων καί ιδρυμάτων.
Καθιερώθηκε μάλιστα καί ή διάκριση τής εκκλησιαστικής περιουσίας σέ δύο κατηγορίες: Στά ίερά πράγματα (τά προορισμένα γιά τή θεία λατρεία: σκεύη, άμφια κ.λπ.) καί στά άγια πράγματα (ή λοιπή ακίνητη καί κινητή περιουσία). Όταν σήμερα γίνεται λόγος γιά τήν περιουσία τής Εκκλησίας αναφερόμαστε κατεξοχήν στή λεγόμενη μοναστηριακή περιουσία (κινητή καί κυρίως ακίνητη), πού διακρίνεται στή «διατηρητέα» καί τήν «έκποιητέα», ή ρευστοποιητέα , δηλαδή εκείνη πού πρέπει νά διατηρηθεί στήν κυριότητα τών Μονών, καί εκείνη πού μπορεί ή πρέπει νά πωληθεί.
Ή διάκριση αυτή έγινε μέ νομοθετήματα του 1930-31, όταν ανατέθηκε ή διοίκηση καί διαχείριση τής ρευστοποιητέας (έκποιητέας) μοναστηριακής περιουσίας στόν Όργανισμό Διοικήσεως τής "Εκκλησιαστικής Περιουσίας (εφεξής: ΟΔΕΠ). Τότε, μέ Προεδρικά Διατάγματα, καθορίστηκε ή «ταυτότητα», κάθε ακινήτου (θέση, είδος, έκταση κ.λπ.) πού ήταν «έκποιητέο», ενώ τά «διατηρητέα» ορίστηκε νά παραμείνουν στήν κυριότητα, νομή καί κατοχή τών μέχρι τότε ιδιοκτητριών Μονών. Όπως είναι φυσικό οί Μονές, μετά τίς ρυθμίσεις αυτές του 1930-31 καί μέχρι σήμερα, απέκτησαν καί άλλη ακίνητη περιουσία, είτε μέ αγορά είτε άπό δωρεές.
Γιά τήν κατηγορία αυτή τών ακινήτων υπάρχουν οπωσδήποτε νόμιμοι τίτλοι, χωρίς αυτό νά σημαίνει ότι γιά όλα τά πρίν του 1930-31 ακίνητα δέν υπάρχουν. Εξάλλου, κατά τήν έκδοση του Νόμου 4684/1930 καί του κωδικοποιημένου Π.Δ. τής 14/22.4.1931, αρκετά ακίνητα μοναστηριακά, είτε άπό παραδρομή είτε άπό άγνοια ή σύγχυση, δέν περιελήφθηκαν στους πίνακες πού δημοσιεύθηκαν στό Φ.Ε.Κ. Καί αυτά όμως εξακολουθούν νά ανήκουν ιδιοκτησιακά στις Μονές, άφού αποδεικνύεται μέ ποικίλους τρόπους ή κυριότητά τους. "Αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο τήν «ελεύθερη περιουσία» τής κάθε Μονής.
Ώς πρός τό μέγεθος τής «Εκκλησιαστικής Περιουσίας» λέγονται καί γράφονται τόσες υπερβολές, πού είναι καιρός νά γνωσθεί ευρύτερα ή αλήθεια, γιά νά μή έξάπτεται ή φαντασία εκείνων, πού θέλουν νά νομίζουν ότι ή Εκκλησία, γενικώς, «είναι ό μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γής στήν Ελλάδα»!Γιά τήν απόδειξη τής αλήθειας, επικαλούμαστε καί δημοσιεύουμε στοιχεία άπό τήν (μόνη μέχρι σήμερα) έγκυρη μελέτη μέ τίτλο «Ιδιοκτησιακό καθεστώς καί αξιοποίηση τής αγροτικής γής στήν Ελλάδα» (τών Θ. Τσούμα καί Δ. Τασιούλα, έκδοση τής Αγροτικής Τραπέζης τής Ελλάδος, Αθήνα 1986, σελίδες 115 μέ πολλούς πίνακες καί στατιστικά στοιχεία). Τά στοιχεία πού δημοσιεύονται στό βιβλίο αυτό χαρακτηρίστηκαν, άπό τόν τότε διοικητή τής ΑΤΕ «προϊόν πείρας, ερευνητικών εκτιμήσεων καί μελέτης».
Διότι συγκεντρώθηκαν μέ τή συνεργασία υπαλλήλων τών Περιφερειακών Υπηρεσιών, τής Δ/νσεως Φυτικής Παραγωγής, του Τμήματος Εκμηχάνισης τής Γεωργίας καί Βελτιώσεων, τών Γεωτεχνικών Υπηρεσιών τών Υποκαταστημάτων τής ΑΤΕ καί στηρίχθηκαν σέ προσωπικές εμπειρίες καί εκτιμήσεις τών ανωτέρω Υπηρεσιών, σέ στοιχεία τών υπουργείων Γεωργίας καί Εσωτερικών καί σέ πληροφορίες επιλεγμένων αγροτών ή υπαλλήλων τής Τοπικής Αυτοδιοίκησης καί τής Αγροφυλακής. Στή μελέτη, λοιπόν, αυτή γίνεται διασάφιση τής έννοιας τών ορισμών, γιά τήν αποφυγή συγχύσεων. (Τά στοιχεία παρατίθενται όπως τά έχουμε επεξεργαστεί, χάριν συντομίας, ώς έξης):
α. «αγρός» : άσκεπης έκταση πού προσφέρεται γιά βραχύβιες -συνήθως ετήσιες- καλλιέργειες.
β. «γεωργική γή»: περιλαμβάνει τά καλλιεργήσιμα εδάφη, δηλαδή τούς ξηρικούς καί ποτιστικούς αγρούς, καθώς καί τίς ξηρικές καί ποτιστικές δενδροφυτείες.
γ. «αγροτική γή» : έχει ευρύτερη έννοια καί περιλαμβάνει εκτός άπό τή γεωργική γή, τά δάση, τούς βοσκότοπους καί τίς καλυμμένες άπό νερά εκτάσεις (έλη, λίμνες, ποτάμια).
δ. «εγκαταλειμμένες εκτάσεις : είναι όσες παραμένουν αναξιοποίητες πέραν τής 4ετίας ή έχουν ίδιοκτησιακώς εγκαταλειφθεί. Έδώ θά χρησιμοποιηθούν μόνο οί βασικές κατηγορίες χρήσης τής αγροτικής γής (δάση, βοσκότοποι, γεωργική γή).
Διαρθρωτικά στοιχεία αγροτικής γής στήν Ελλάδα.
Συνολική έκταση τής χώρας: 131.957.400 στρέμ.
"Αγροτική γή (γεωργοκτηνοτροφικού ενδιαφέροντος)124.500.000 στρέμ.
Άπό αυτήν: δάση 29.500.000 στρέμ. (ποσ. 22%)
βοσκότοποι 52.500.000 στρέμ. (ποσ. 40%),
γεωργική γή 39.500.000 στρέμ. (ποσ. 30%).
Εγκαταλειμμένες εκτάσεις αγροτικής γής.
α. Οί εγκαταλειμμένες εκτάσεις αγροτικής γής στό σύνολο τής χώρας υπολογίσθηκαν τό 1983 σέ 4.380.000 στρέμματα. Τό 1974 ήταν 2.750.000 στρέμ. Παρουσίασαν δηλ. αύξηση σέ μιά δεκαετία 59%. Από τίς παραπάνω εγκαταλειμμένες εκτάσεις τό 45% είναι βοσκότοποι, τό 36% γεωργική γή, τό 18% δάση καί τό 1% έλη.
β. Τά εγκαταλειμμένα δάση ανέρχονται σε 765.100 στρέμματα (αντιπροσωπεύουν τό 2,6% του συνόλου τών δασών της χώρας).
γ. Οί εγκαταλειμμένοι βοσκότοποι υπολογίζονται σέ 1.986.500 στρέμ. (3,8% τών συνολικών βοσκότοπων της χώρας) καί σέ σύγκριση μέ τό 1974 αυξήθηκαν κατά 144%!
δ. Οί εγκαταλειμμένες εκτάσεις γεωργικής γής (αγρών, δενδροφυτειών) υπολογίζονται σέ 1.588.100 στρέμ. καί αντιπροσωπεύουν τό 4% τής συνολικής γεωργικής γής τής χώρας. Σέ σχέση μέ τό 1974, τό 1983 ή εγκαταλειμμένη γεωργική γή παρουσιάζει αύξηση 6,2%. Αναλυτικότερα, ένώ μειώθηκαν οί εγκαταλειμμένοι ξηρικοί αγροί κατά 11,5%, αυξήθηκαν οί εγκαταλειμμένοι ποτιστικοί αγροί κατά 27%, οί ξηρικές δενδροφυτείες κατά 112% καί οί ποτιστικές δενδροφυτείες κατά 92%.
Οί μελετητές συγγραφείς σημειώνουν συμπερασματικά ότι: «Τήν τελευταία 10 ετία εγκαταλείπονται κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 162.400 στρέμ. αγροτικής γής πού περιλαμβάνουν: 117.500 στρέμ. βοσκότοπους, 32.800 στρέμ. δάση, 9.300 στρέμ. γεωργική γή καί 2.800 στρέμ. έλη» (σελ. 18). Οί εκτάσεις αυτές δέν εγκαταλείπονται μόνο άπό όσους δέν διαμένουν πλέον στόν τόπο καταγωγής τους, άλλά σέ πολύ μεγάλο ποσοστό καί άπό τούς ιδιοκτήτες πού διαμένουν μονίμως στά χωριά τους, ιδίως τών ορεινών καί ημιορεινών διαμερισμάτων τής χώρας. Συγκεκριμένα, ιδιοκτήτες πού δέν διαμένουν στό χωριό εγκατέλειψαν 2.762.123 στρέμματα, ένώ ιδιοκτήτες πού διαμένουν στό χωριό εγκατέλειψαν έκταση 1.619.440 στρεμμάτων.
Εκτάσεις πού ανήκουν σέ Νομικά Πρόσωπα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τό V κεφάλαιο τής μελέτης επειδή παρέχει ακριβή στοιχεία γιά τά μεγέθη ιδιοκτησίας του Δημοσίου, τών Όργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τών Συνεταιριστικών "Οργανώσεων καί τής Εκκλησίας: «Μέ βάση τά στοιχεία τής έρευνας τών Περιφερειακών Υπηρεσιών τής ΑΤΕ του έτους 1983, προκύπτει ότι ή αγροτική έκταση τών Νομικών Προσώπων ανέρχεται σέ 61.441.900 στρέμ. ή ποσοστό 46,6% τής συνολικής έκτασης τής χώρας, πού είναι 131.957.400 στρέμματα καί 50,42% τής αντίστοιχης συνολικής αγροτικής γής».
Ειδικότερα ανήκουν:
στό Δημόσιο 43.598.000 στρέμματα
στήν Τοπική Αυτοδιοίκηση 15.553.200 στρέμματα
στήν Εκκλησία 1.292.300 στρέμματα
στίς Συν. "Οργανώσεις 1.098.400 στρέμματα
Σύνολο 61.441.900
"Από τά 1.292.300 στρέμ. τής "Εκκλησίας, είναι:
Δασικές εκτάσεις 367.000 στρέμματα
Βοσκότοποι 735.300 »
Γεωργική γή 189.900 » πού σέ σύγκριση μέ τήν ιδιοκτησία του Δημοσίου, τής Τοπ. Αυτοδιοίκησης καί τών Συνεταιρεστικών Όργανώσεων καλύπτουν ποσοστιαίως τό 1,4% τών δασικών εκτάσεων, τό 2,3% τών βοσκοτόπων, καί τό 21,9% τής γεωργικής γής (όπου όμως τό Δημόσιο καί ή Τοπική Αυτοδιοίκηση κατέχουν αντίστοιχα τό 45,6% καί 30,8%). Άλλά σέ σύγκριση μέ τό σύνολο της αγροτικής γής τής χώρας πού ανέρχεται σέ 121.500.000 στρέμ., ή εκκλησιαστική περιουσία αντιστοιχεί σέ ποσοστό 1,06%! Τά 189.900 στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων τής εκκλησιαστικής περιουσίας, αντιστοιχούν στό 0,48% του συνόλου τής γεωργικής γής τής χώρας πού ανέρχεται σέ 39.500.000 στρέμματα.
Οί δασικές εκτάσεις καί οί βοσκότοποι πού ανήκουν στήν Εκκλησία τής Ελλάδος, περιλαμβανομένης καί τής Κρήτης καί Δωδεκαννήσου (συνολικά 1.102.300 στρέμ.) είναι κατά 94,2% ορεινές καί ημιορεινές. Άπό τίς καλλιεργήσιμες εκτάσεις (189.900 στρέμ.) ποσοστό 53% ανήκει σέ ημιορεινές καί ορεινές ζώνες πού κατά 75% προσφέρονται μόνο γιά ξηρικές καλλιέργειες.Αυτή είναι ή περίφημη περιουσία, γιά τήν όποια τόσος θόρυβος γίνεται τά τελευταία χρόνια. Τό Κράτος, ή Τοπική Αυτοδιοίκηση άλλά καί οί Συνεταιριστικές Όργανώσεις αφού, φαίνεται, αξιοποίησαν τίς τεράστιες εκτάσεις πού τούς ανήκουν, αφού έλαβαν τά ενδεικνυόμενα μέτρα γιά νά σταματήσει ή έστω νά ανακοπεί ή τάση γιά εγκατάλειψη καλλιεργήσιμων ή δασικών εκτάσεων καί βοσκοτόπων, έπιθυμούν νά «αξιοποιήσουν» καί τήν ελάχιστη εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία, αγνοώντας ή προσποιούμενοι ότι άγνοούν, πώς αυτή ανήκει άπό αιώνων στήν Εκκλησία.
3) Πως αποκτήθηκε και διοικείται;
Εξετάζοντας ιστορικά καί διεξοδικότερα τό θέμα γιά τό πώς αποκτήθηκε ή εκκλησιαστική περιουσία, θά πρέπει νά ανατρέξουμε στίς απαρχές τής χριστιανικής πίστεως, τότε πού «ουδέ εις τι τών υπαρχόντων αύτω έλεγεν ίδιον είναι, άλλ' ην αύτοίς (τοις χριστιανοίς) άπαντα κοινά» καί «όσοι κτήτορες χωρίων ή οικιών ύπήρχον, πωλούντες έφερον τάς τιμάς τών πιπρασκομένων καί έτίθουν παρά τούς πόδας τών αποστόλων...» (Πράξ. 4,32.34). Καί λίγο αργότερα, όταν οί πρώτοι ασκητές καί μοναχοί πουλούσαν τά εργόχειρά τους γιά νά εξασφαλίσουν τά πρός τό ζήν, νά οικοδομήσουν τίς καλύβες ή τά κοινόβιά τους, νά αποκτήσουν τά γύρω άπό αυτά κτήματα γιά τίς απαραίτητες καλλιέργειες ή τή βόσκηση τών οικόσιτων ζώων τους.
Τά περιουσιακά δικαιώματα τών μοναχών κατοχυρώθηκαν κατά τούς χρόνους τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, διατηρήθηκαν στήν περίοδο τής οθωμανικής κυριαρχίας καί αναγνωρίσθηκαν νομοθετικά άπό τό Νεοελληνικό Κράτος. "Ηδη, κατά τούς τέσσερις πρώτους αιώνες (ρωμαϊκή περίοδος) τά ιερά, γενικώς, ανήκαν «κατά κυριότητα καί ίδιοκτησίαν» στήν Εκκλησία. Ιδιαίτερα, όμως, στο ελληνικό Βυζάντιο, οπότε άνθησε ό μοναχισμός, ή συναλληλία στίς σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας ευνόησε τήν απόκτηση έκ μέρους τών Μονών σημαντικής ακίνητης περιουσίας, κυρίως άπό δωρεές αυτοκρατόρων, μελών τής βασιλικής αυλής, στρατηγών, ανώτερων αξιωματούχων κ.λπ., αρκετοί άπό τούς οποίους υπήρξαν καί κτίτορες μεγάλων μοναστηριών, ή ευεργέτες τους, ακόμα καί ηγούμενοί τους, άφού προηγουμένως παραιτήθηκαν άπό τίς υψηλές θέσεις τους.
Ή μεγάλη αυτή ακίνητη περιουσία -κυρίως τών Μονών- διατηρήθηκε, πλήν εξαιρέσεων, καί στή διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος-19ος αιώνες), σέ αρκετές δέ περιπτώσεις καί αυξήθηκε, άφού ή Εκκλησία διατηρώντας τά κτήματά της είχε καί τήν ελεύθερη διαχείρισή τους, ένώ ό Πατριάρχης, μέ τά προνόμια πού εξασφάλισε υπέρ του θεσμού του, υπήρξε «άναίτητος καί αφορολόγητος καί αδιάσειστος άπό παντός εναντίου, καί τέλους καί δόσεως ελεύθερος, ...αυτός τε καί οί μετ' αυτόν Πατριάρχαι εις τόν αιώνα, ομοίως καί πάντες οί ύποτεταγμένοι αύτώ Αρχιερείς» (Χρονικόν Μέγα 3,11 του Γεωργίου Φραντζή).
Παρόμοιου περιεχομένου βεράτια (προνόμια) σάν αυτό του Μωάμεθ του Πορθητή (1453) χορηγούνταν συνέχεια στους Πατριάρχες, μέ τελευταίο στόν Γερμανό τόν Ε' (1913-18). Αξιοσημείωτο είναι καί τό γεγονός ότι παραχωρήσεις μεγάλων εκτάσεων πρός διάφορες Μονές έγιναν καί άπό Οθωμανούς αξιωματούχους, ένώ καί άκληροι χριστιανοί, σέ αρκετές περιπτώσεις, προτιμούσαν νά αφήσουν μέ διαθήκες τά κτήματα τους στους ενοριακούς ναούς ή στά μοναστήρια τής περιοχής τους, μέ τόν όρο, συνήθως, νά μνημονεύεται τό όνομα τους «εις τόν αιώνα».
Καί ήταν αυτή ή περιουσία πού έδωκε τή δυνατότητα στά μοναστήρια, νά ιδρύσουν καί νά λειτουργήσουν περίφημες σχολές, στίς όποιες δίδαξαν μεγάλοι Διδάσκαλοι του Γένους καί φωτίστηκαν αμέτρητοι μαθητές, ένώ διατήρησαν μέ τό έργο τους τήν ελληνική γλώσσα καί τά γράμματα, προετοίμασαν δέ καί τήν Εθνεγερσία του 1821, πού έφερε τήν ελευθερία καί τή δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους. Ετσι, λοιπόν, δέν ήταν τυχαίο τό ότι ή Εκκλησία καί κυρίως οί εκατοντάδες Μονές πού υπήρχαν στόν ελλαδικό χώρο, μετά τήν απελευθέρωση άπό τόν τουρκικό ζυγό, κατείχαν νόμιμα τό 1/4 περίπου τής γής, όπως ομολογήθηκε καί στή Βουλή (Πρακτικά "Ολομέλειας, συνεδρία 2.4.1987, σελ. 5076).
Ή ακίνητη αυτή περιουσία, πού ανήκε κατά κυριότητα, νομή καί κατοχή στήν Εκκλησία καί τά μοναστήρια της, σταδιακά καί μέ διάφορες μεθοδεύσεις, αφαιρέθηκε στό μέγιστο ποσοστό της άπό τό ελληνικό Κράτος, όπως θά δούμε στή συνέχεια. Αλλά πώς διοικείται ή περιουσία πού απέμεινε στήν κατοχή καί κυριότητα τής Εκκλησίας; Σύμφωνα μέ τούς ιερούς κανόνες καί τούς νόμους τής Πολιτείας, είναι ή απάντηση στό ερώτημα.
Κάθε επί μέρους εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο (ναός, μονή, οργανισμός, ίδρυμα κ.λπ.) διοικεί καί διαχειρίζεται τήν περιουσία του μέ αποφάσεις του Διοικητικού Όργάνου του, μέ βάση τόν οικείο ιδρυτικό νόμο, ή προεδρικό διάταγμα ή κανονισμό τής Ιεράς Συνόδου. Όπως ορίζεται στά άρθρα 46-48 του Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (Ν. 590/1977, ΦΕΚ 146/77, τ. Α'), «ό τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως καί τής έν γένει αξιοποιήσεως τής εκκλησιαστικής περιουσίας, ήτοι τής μοναστηριακής, διατηρητέας τε καί μή, τής μητροπολιτικής, ενοριακής καί ανηκούσης εις τά λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καθορίζεται δι' αποφάσεων τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εγκρινομένων υπό τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας καί βάσει τών ιερών κανόνων και τών νόμων τής Πολιτείας, δημοσιευομένων διά τής Εφημερίδος τής Κυβερνήσεως» (άρθρο 46 §2).
Περαιτέρω, «αί πράξεις διαχειρίσεως τών εις τάς προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται εις οίκονομικόν έλεγχον, διενεργούμενον υπό Επιθεωρητών Δημοσίων Διαχειρίσεων, οριζομένων διά κοινής αποφάσεως τών Υπουργών Οικονομικών καί Εθνικής Παιδείας καί Θρησκευμάτων...» (άρθρο 46 § 4), ένώ ό ΟΔΕΠ (νυν: Οικονομική Υπηρεσία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος) «...τελών υπό τήν έποπτείαν καί τόν έλεγχον τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου διοικεί καί διαχειρίζεται τήν έκποιητέαν μοναστηριακήν περιουσίαν, ως πρός τήν οποίαν νομιμοποιείται ενεργητικώς καί παθητικώς...» (άρθρο 46 § 5).
Νεότερος Κανονισμός (ύπ' άρ. 100/1998) ρυθμίζει λεπτομερώς όλα όσα αναφέρονται «...εις τήν διοίκησιν, διαχείρισιν, άξιοποίησιν τών χρημάτων, τών χρεωγράφων καί τής έν γένει κινητής καί ακινήτου εκκλησιαστικής περιουσίας, ήτοι τής ανηκούσης εις τόν καταργηθέντα ΟΔΕΠ καί τής έκποιητέας μοναστηριακής τοιαύτης» (άρθρο 1). Ή συσταθείσα νέα «Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών» (Ε.Κ.Υ.Ο.) τελεί «υπό τήν άμεσον έποπτείαν» τής "Ιεράς Συνόδου, ή δέ κατά τό άρθρο 1 του Κανονισμού 100/1998 (ΦΕΚ 261/20.11.98 τ. Α') ασκουμένη «διοίκησις καί διαχείρισις διέπεται άπό τούς σχετικούς ορισμούς τών ίερών κανόνων, τών νόμων του κράτους καί τών κανονισμών τής Ιεράς Συνόδου, τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, επιδιώκει δέ τήν προαγωγήν του εκκλησιαστικού συμφέροντος, του έν γένει έργου τής Εκκλησίας καί τής κοινωνικής αλληλεγγύης»(άρθρο 2).
"Αν καί ή Εκκλησία χαρακτηρίζεται στόν Καταστατικό της Χάρτη ώς νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου («κατά τάς νομικάς της σχέσεις»), πρέπει νά επισημανθεί ότι ή περιουσία της «είναι αποκλειστικά ιδιωτική, διοικουμένη, διαχειριζομένη καί διατιθεμένη υπό τής ιδίας, κατά τήν απόλυτη κρίση της, γιά τούς σκοπούς της (...), καθ" όσον ή Εκκλησία δέν είναι κρατικός οργανισμός καί ή περιουσία της δέν είναι κρατική. Σέ μία μόνο περίπτωση μπορεί νά γίνει έλεγχος, ήτοι σέ χρήματα επιχορηγήσεων άπό τό Κράτος. Επομένως, κάθε άλλος έλεγχος είναι αντισυνταγματικός.
Καί τούτο διότι ή οικονομική ελευθερία τής Εκκλησίας είναι απαραίτητη καί ουσιώδης προϋπόθεση, κατά λογική συνέπεια, τής θρησκευτικής ελευθερίας της καί τής αυθυπαρξίας της ώς αυτοδυνάμου, αυτοδιοικουμένου καί αυτονόμου κοινωνικού καί οικονομικού Όργανισμού, έχοντος καί έπιδιώκοντος ιδίους στόχους καί σκοπούς, μή ταυτιζομένους μέ τούς κρατικούς σκοπούς» (όπως υποστηρίζει καί ό άρχιμ. Κων. Ραμιώτης, τ. πρωτοδίκης, στό «Εκκλησία μέσα στήν ελληνική Πολιτεία», Αθήνα 1997, σ. 147).
4. Κανονική καί νομική προστασία της έκκλησιαστικής περιουσίας από τίς απαρχές του Χριστιανισμού ως σήμερα.
Τόσο ή κινητή όσο καί ή ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ανέκαθεν άπελάμβανε ένα καθεστώς πού είχε τό στοιχείο του αναπαλλοτρίωτου. Οί «Αποστολικές Διαταγές», οί Αποστολικοί Κανόνες καί πολλοί κανόνες ίερών Συνόδων θεμελιώνουν τό άναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας «εις τό διηνεκές», διότι τήν χαρακτηρίζουν πράγμα ιερό πού ανήκει στόν Θεό. "Αναφέρουμε ενδεικτικά χαρακτηριστικούς ορισμούς: «Πάντων τών εκκλησιαστικών πραγμάτων ό επίσκοπος έχέτω τήν φροντίδα, καί διοικείτω αυτά, ώς του Θεού έφορώντος• ... (καί) μή προφάσει τών πενήτων τά τής εκκλησίας άπεμπολείτω» (ΛΗ' κανόνας "Αγίων Αποστόλων)• «Ότι ου χρή έπίσκοπον τήν του Θεού έκκλησίαν υπό κληρονόμους... τιθέναι. Ει δέ τις τοντο ποιήσει, ...έπιτιμάσθω άφορισμώ» (ΟΣΤ' κανόνας "Αγίων Αποστόλων)• «Προστάσσομεν, τόν έπίσκοπον έξουσίαν έχειν τών τής εκκλησίας πραγμάτων,... ώστε κατά τήν αύτού έξουσίαν πάντα διοικείσθαι...» (ΜΑ' κανόνας "Αγίων Αποστόλων)• «Τά τής εκκλησίας τή εκκλησία καλώς έχειν φυλάττεσθαι δει μετά πάσης επιμελείας, καί αγαθής συνειδήσεως, καί πίστεως τής εις τόν πάντων έφορον καί κριτήν Θεόν.
"Α καί διοικείσθαι προσήκει μετά κρίσεως καί εξουσίας τοΰ επισκόπου,...» (ΚΔ' κανόνας συνόδου "Αντιοχείας, έτους 341)• «Όμοίως ήρεσεν, "ίνα πράγμα έκκλησιαστικόν μηδείς πιπράσκη... (όστις δέ τούτο ποιήσει) υπεύθυνος τω Θεώ καί τή συνόδω φανή ό πιπράσκων, καί αλλότριος τής οικείας τιμής» (ΚΣΤ' κανόνας τής συνόδου Καρθαγένης, έτους 419)• «Τά άπαξ καθιερωθέντα μοναστήρια... μένειν εις τό διηνεκές μοναστήρια, καί τά ανήκοντα αύτοίς πράγματα φυλάττεσθαι... τούς δέ συγχωρούντας τούτο γίνεσθαι, ύποκείσθαι τοις έκ τών κανόνων έπιτιμίοις» (ΚΔ' κανόνας τής Δ' Οικουμενικής Συνόδου, έτους 451, καί ΜΘ' τής έν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, έτους 692). Καθόλη τή διάρκεια τής ένδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κυρίως δέ άπό τούς χρόνους του "Ιουστινιανού (6ος αιώνας), απαγορευόταν ή εκποίηση ακινήτων τής "Εκκλησίας, ιδίως τών φιλανθρωπικών "ιδρυμάτων καί τών μοναστηριών της, καθώς καί κάθε πράξη πού θά είχεν ώς αποτέλεσμα νά μειωθεί ή αξία τής ιδιοκτησίας αυτής, έκτος άν γινόταν γιά προφανές όφελός της, ή άπό αδήριτη ανάγκη.
Τά άνήκοτα στήν "Εκκλησία κινητά καί ακίνητα χαρακτηρίζονταν «πράγματα άφιερωθέντα τω Θεώ», άρα «αναπόσπαστα», «αναφαίρετα», καί «αμείωτα». Αρχή πού, έκτος σπανίων εξαιρέσεων, έγινε σεβαστή καί στή διάρκεια τής μακράς οθωμανικής κυριαρχίας. Οί περιπέτειες γιά τήν εκκλησιαστική περιουσία άρχισαν (καί δυστυχώς συνεχίζονται) αμέσως μετά τήν απελευθέρωση άπό τούς Τούρκους καί τή δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους (1828), οπότε μέ διάφορα νομοθετήματα επιβλήθηκε κατά καιρούς ή αναγκαστική άπαλλοτρίωτη τεράστιων τμημάτων της, όπως εκθέτουμε στή συνέχεια.
Σέ εποχή, όπως ή δική μας, κατά τήν όποια τά «ανθρώπινα δικαιώματα» έχουν σχεδόν αναγορευθεί σέ σύγχρονη θεότητα, είναι τουλάχιστον περίεργο νά αμφισβητείται τό δικαίωμα τών μοναστηριών καί τής Εκκλησίας, γενικότερα, νά είναι υποκείμενα του δικαιώματος τής ιδιοκτησίας. Δικαιώματος πού είναι γιά τόν καθένα κοινωνικά, νομικά καί συνταγματικά κατοχυρωμένο, αναγνωρισμένο δέ καί άπό τό πρόσθετο Πρωτόκολλο τής Διεθνούς Συμβάσεως τής Ρώμης.
Σύμφωνα μέ τά όσα ισχύουν στήν "Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή "Ενωση καί σέ κάθε δημοκρατικό καί ευνομούμενο κράτος, φορείς τού δικαιώματος τής ιδιοκτησίας, έκτος άπό τά φυσικά πρόσωπα, είναι καί όλα τά νομικά πρόσωπα πού δέν έλκουν άπό τό κράτος τήν προέλευση τους, άφού, κατά τή νομολογία, ό λόγος προστασίας τής ιδιοκτησίας είναι ή μέ τήν κτήση, κατοχή καί διάθεση περιουσιακών αγαθών διασφάλιση γενικώς τής ελευθερίας, «πρός αύτογνώμα προσδιορισμόν τών έπιδιωκτέων σκοπών καί του τρόπου επιδιώξεως αυτών».
5. Ή τακτική του Νεοελληνικού Κράτους (από τήν απελευθέρωση ως το Ν. 1700/1987 και την απόφαση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – 1994) .
Μετά τήν επιτυχή έκβαση τής Επαναστάσεως του 1821, δημιουργήθηκε τό ελληνικό Κράτος. Κι ένώ στή συνείδηση του λαού διατηρείται ή πίστη στό ιερό καί αναπαλλοτρίωτο τής εκκλησιαστικής περιουσίας, μέ διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς ή αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της, παρ' όλες τίς διαμαρτυρίες τών εκάστοτε ηγετών τής Εκκλησίας. Όσοι νόμοι ή διατάγματα εκδόθηκαν, ξεκινούσαν συνήθως άπό αντιλήψεις ξένες πρός τήν ελληνική πραγματικότητα καί έκρυβαν όχι καλές διαθέσεις έναντι τής Εκκλησίας καί τών κληρικών καί μοναχών της.
Γι αυτό καί τά νομοθετήματα αυτά δεν ελάμβαναν υπόψη τήν υποχρέωση γιά τήρηση τής κανονικής τάξεως τής Εκκλησίας, τή δέ διοίκηση τών εκκλησιαστικών Ταμείων ή Όργανισμών γιά τά οικονομικά όριζε ή Πολιτεία, χωρίς γνώση ή συμμετοχή τής "Ιεράς Συνόδου, συνήθως μάλιστα καί αντίθετα πρός τήν επιθυμία της, μέ αποτέλεσμα νά πλήττεται τό κύρος τών ίερών κανόνων καί νά παραθεωρείται ή κεντρική θέση τήν οποία είχε ό Επίσκοπος στή διοίκηση καί διαχείριση τής εκκλησιαστικής περιουσίας. Ιδού ένα σύντομο χρονικό τής τακτικής του νεοελληνικού Κράτους:
α. Στή διάρκεια τής Αντιβασιλείας του Οθωνα (αλλοεθνής καί προτεσταντική), οί κυβερνώντες, προβάλλοντας τήν άποψη ότι ή περιουσία τής Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό πού κληροδοτήθηκε άπό τούς προγόνους στό ελληνικό Έθνος καί λησμονώντας (;) τήν ανεκτίμητη προσφορά τών ορθόδοξων Μοναστηριών στους παλαιότερους καί τούς νωπούς τότε αγώνες τής εθνικής παλιγγενεσίας, μέ τά βασιλικά διατάγματα του 1833 καί 1834 απεφάσισαν τή διάλυση 416 Μοναστηριών καί τή διάθεση τής κινητής καί ακίνητης περιουσίας τους, μέ πρόσχημα τήν ίδρυση του «Εκκλησιαστικού Ταμείου».
Ήταν όμως τόσο κακή ή σύσταση καί οργάνωση του Ταμείου αύτού, ώστε τό μόνο πού τελικά έγινε ήταν ή διαρπαγή τής εκκλησιαστικής περιουσίας καί ή πώληση -έκ μέρους επιτηδείων, πού καί τότε ευδοκιμούσαν- ίερών σκευών καί κειμηλίων στά παζάρια. Υπήρξε δέ τέτοια ή μανία καί ή αγριότητα μέ τήν οποία διαρπάζονταν τά πάντα, πού απειλήθηκε επανάσταση στή Μάνη, όπως μέ στοιχεία αποδεικνύει ό Δικ. Βαγιακάκος («Συμβολή εις τήν έκκλησιαστικήν ίστορίαν τής Μάνης», 1956, σ. 4 έξ.), ή δε "Ιερά Σύνοδος απείλησε νά αφορίσει οποίον άρπαζε ιερά κειμήλια καί σκεύη.
Τό «Έκκλησιαστικόν Ταμείον» ιδρύθηκε τό 1834, δέκα χρόνια όμως αργότερα (1843), ή διοίκηση καί διαχείριση τής περιουσίας του ανατέθηκε στήν έπί τών Οικονομικών Γραμματεία καί διατέθηκε άπό τό Κράτος γιά τήν τακτοποίηση δικών του αναγκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέ τό Β.Δ. «Περί προσωρινού κανονισμού τού έν Αθήναις συσταθησομένου Πανεπιστημίου», ορίστηκε ότι «άπαντα του Πανεπιστημίου τά άναλώματα θέλουσι δίδεσθαι άπό τό Έκκλησιαστικόν Ταμείον». Άλλά οί ασκοί του Αιόλου είχαν ανοίξει. Έτσι,
β. Μέ τό Β. Διάταγμα τής 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων», αποφασίστηκε καί εφαρμόστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση καί άλλων τεραστίων σέ έκταση κτημάτων καί τών έν ενεργεία Μονών, «χάριν (δήθεν) θεαρέστων έργων καί πρός οίκοδομήν ίερών καί αγαθοεργών καταστημάτων» (Κων. Μ. Ράλλη, Τό άναπαλλοτρίωτον τής εκκλησιαστικής περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στήν εναπομείνασα περιουσία επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, πού όταν δέν ήταν δυνατόν νά καταβληθεί, έδινε τήν αφορμή γιά δημόσιους πλειστηριασμούς!
γ. Στή διάρκεια τής β' καί γ' δεκαετίας του 20ου αιώνος, μετά τούς βαλκανικούς πολέμους καί τόν Α' παγκόσμιο, κυρίως δέ μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή (1922), τό ελληνικό Κράτος επέτεινε τήν άπαλλοτριωτική του επιβολή σέ βάρος τής εκκλησιαστικής περιουσίας. Μέ τούς νόμους 1072/1917 καί 2050/1920 («αγροτικός νόμος») καί τούς άλλους πού ακολούθησαν (όπως ό 2189) γιά τήν αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών κτημάτων (πρός αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων καί γιά λόγους «προφανούς ανάγκης καί δημοσίας ωφελείας») καταφέρθηκε νέο σοβαρότατο πλήγμα. Ή μοναστηριακή περιουσία βαθμηδόν εξανεμίστηκε, ή Εκκλησία αποδυναμώθηκε οικονομικά, τά Μοναστήρια καταδικάστηκαν σέ μαρασμό!
Είναι χαρακτηριστικά τά όσα αναφέρονται σέ έγγραφο (άρ. πρωτ. 976/780/18.4. 1947) τής Γεν. Διευθύνσεως του ΟΔΕΠ πρός τή Γεν. Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών γιά τό μέγεθος τής άπαλλοτριωτικής κρατικής επιβολής: Στήν περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών, καί τό Κράτος κατέβαλε στό τότε Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο 40 εκατομμύρια. Τά υπόλοιπα 960.000.000 οφείλονται ακόμη!
δ. Μέ τόν κωδ. νόμο 4684/1931 («περί Όργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής καί Μοναστηριακής Περιουσίας»), επιβλήθηκε, ουσιαστικά, άπό τήν Πολιτεία ή ρευστοποίηση τής υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας τών Μονών, παρά τίς σοβαρές αντιρρήσεις καί επιφυλάξεις τής Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε άπό τή ρευστοποίηση, βάσει του νόμου 18/1944 τοποθετήθηκε σέ «εθνικά χρεώγραφα καί χρηματόγραφα», άλλά εξανεμίσθηκε, σχεδόν στό συνολό του, όταν ή εθνική μας οικονομία καταποντίσθηκε εξαιτίας του Β' παγκόσμιου πολέμου, τής ξενικής κατοχής καί του εμφυλίου πού ακολούθησε.
ε. Νέα σοβαρή απειλή διατρέχει ή εναπομείνασα περιουσία. Ή Δ' Αναθεωρητική Βουλή τής περιόδου 1946-50 αναθέτει σέ ειδική Επιτροπή τή σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, στό άρθρο 143 του οποίου προβλεπόταν ή πλήρης απαλλοτρίωση όλης τής περιουσίας τής Εκκλησίας, χωρίς αντάλλαγμα!, μέ πρόσχημα τήν αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών καί γεωργικών κτηνοτρόφων. Καί ναι μέν ή σθεναρή αντίδραση τής Ιεραρχίας πέτυχε τήν ματαίωση τής απόπειρας αυτής, νεότερα όμως νομοθετήματα (Ν.Δ. 327/1947 καί Ν.Δ. τής 29.10.1949) επέφεραν καί νέα πλήγματα κατά τής εκκλησιαστικής περιουσίας.
στ. Τό Σύνταγμα του 1952 όριζε ότι «έπικρατούσα θρησκεία έν Ελλάδι είναι ή Ανατολική Όρθόδοξος Εκκλησία», άλλά νέα κρίση στίς σχέσεις Έκκλησίας-Πολιτείας προκαλεί ή απαίτηση τής κυβέρνησης Πλαστήρα γιά παραχώρηση στό Κράτος τής εκκλησιαστικής περιουσίας, μέ τήν απειλή μάλιστα διακοπής τής μισθοδοσίας τών εφημερίων! Κάτω άπό τό βάρος τών αφόρητων απειλών καί πιέσεων ή Εκκλησία υπογράφει τήν άπό 18.9.1952 «Σύμβασιν περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων τής ... Εκκλησίας... πρός άποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών καί ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων».
Έτσι, υποχρεώνεται καί παραχωρεί στό Κράτος τά 4/5 (80%) τής καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της καί τά 2/3 τών βοσκοτόπων της, μέ αντάλλαγμα νά λάβει τό 1/3 τής πραγματικής τους άξιας (κάποια αστικά ακίνητα καί 45.000.000 δρχ. νέας, τότε, εκδόσεως)! "Ας σημειωθεί ότι στή Σύμβαση του 1952 περιέχεται ή διακήρυξη του Κράτους, ότι ή απαλλοτρίωση αυτή είναι ή τελευταία καί δέν πρόκειται νά υπάρξει νεότερη στό μέλλον, ένώ δεσμεύεται νά παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική καί τεχνική), ώστε ή Εκκλησία νά μπορέσει νά αξιοποιήσει τήν εναπομείνασα περιουσία της.
ζ. Παρά ταύτα, μέ σειρά διοικητικών μέτρων, πού ακολούθησαν, τό Ελληνικό Κράτος όχι μόνο δέν υποστήριξε, άλλά καί δέν επέτρεψε στήν Εκκλησία νά αξιοποιήσει τήν περιουσία της. "Αλλοτε αμφισβητώντας τήν κυριότητα, άλλοτε χαρακτηρίζοντας ώς δασικές ή «διακατεχόμενες» τίς μοναστηριακές εκτάσεις, στήν πράξη οί κρατικές Υπηρεσίες εμπόδισαν καί εμποδίζουν τήν Εκκλησία νά αξιοποιήσει τήν περιουσία πού τής απέμεινε, μέ αποτέλεσμα ό ελληνικός λαός νά στερείται τής δυνατότητας νά δεχθεί, ακόμα περισσότερο, τήν ευεργετική στοργή τής πνευματικής του Μητέρας, ή όποια, εντούτοις, λειτουργεί 400 καί πλέον πάση φύσεως φιλανθρωπικά "Ιδρύματα! Άπό τήν άλλη μεριά καλλιεργείται συστηματικά ή εντύπωση, ότι ή Εκκλησία έχει στήν κατοχή της ...αμύθητη περιουσία, τήν οποία δήθεν δέν αξιοποιεί γιά τό καλό τού λαού!
η. Ό «νόμος Τρίτση» (1700/1987) καί ή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10/1993/405/483-484 του 1994). Αποκορύφωμα τής κρατικής επιβουλής κατά τής εκκλησιαστικής περιουσίας πού απέμεινε, υπήρξε ό νόμος 1700/1987 (γνωστός ώς «νόμος Τρίτση» - τότε ύπουργού Παιδείας). Μέ τίς διατάξεις του έγινε απόπειρα αλλαγής «τών κανόνων διοίκησης, διαχείρισης καί εκπροσώπησης τής μοναστηριακής περιουσίας πού ήταν ανατεθειμένη στόν ΟΔΕΠ, τά περισσότερα μέλη του οποίου (καί ό πρόεδρος) θά διορίζονταν άπό τό κράτος» (γιά νά διοικούν... τήν εκκλησιαστική περιουσία!).
Τό Συμβούλιο, όμως, τής Επικρατείας μέ απόφασή του (5057/1987) ακύρωσε τήν Πράξη συγκρότησης άπό τήν Πολιτεία του Κεντρικού Συμβουλίου του ΟΔΕΠ, μέ αποτέλεσμα τή μή λειτουργία του «κρατικού» ΟΔΕΠ κατά τό «νόμο Τρίτση». Μπροστά στή γενική κατακραυγή κλήρου καί λαού, τό Κράτος δέν εφάρμοσε τούς νόμους 1700/1987 καί 1811/1988. Κατέφυγε, όμως, κατά τήν πάγια τακτική του, στή λήψη διοικητικών μέσων εκ μέρους του υπουργείου Γεωργίας, ένώ κάποιες ιστορικές Μονές καί μερικοί ιερομόναχοι καί μοναχοί κατέθεσαν (τήν 16.7.1987 καί τήν 15.5.1988) αιτήσεις στό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπινών Δικαιωμάτων γιά παραβίαση, μέ τούς νόμους 1700 και 1811, άρθρων τής Διεθνούς Συμβάσεως τής Ρώμης καί του Πρώτου Πρωτοκόλλου της.
Τό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μέ τήν απόφασή του 10/1993/405/483/484/9.12.1994: διαπίστωσε ότι ό νόμος 1700/1987 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα τών ίερών Μονών σέ ό,τι άφορα στά περιουσιακά κεκτημένα τους• ανέτρεψε τήν μέχρι τότε υπέρ του Κράτους νομολογία τών ελληνικών Δικαστηρίων καί επέβαλε σ' αυτά πλήρη συμμόρφωση πρός τή Σύμβαση τής Ρώμης• διακήρυξε ότι οί Μονές - άρα καί ή Εκκλησία τής Ελλάδος - δέν είναι κρατικοί οργανισμοί, έστω καί άν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου• διασαφήνισε ότι οί Μονές μπορούν νά επικαλούνται κάθε τρόπο κτήσεως τής κυριότητας τής περιουσίας τους (καί μέ χρησικτησία), άφού «δέν υπάρχει κτηματολόγιο στήν Ελλάδα καί διότι ήταν αδύνατη ή μεταγραφή τίτλων πρό του 1856 καί ή μεταγραφή κληροδοσιών καί κληρονομιών πρό του 1846• επέλυσε τήν αμφισβήτηση, υπέρ τών ίερών Μονών, του θέματος τών «διακατεχομένων» (κτήματα χωρίς νόμιμους τίτλους) τά όποια νέμεται ή Εκκλησία μέ τό τεκμήριο τής τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας κ.λπ. Έτσι, χωρίς καί νά καταργηθούν, «πάγωσαν» οί νόμοι 1700 καί 1811 πού τόση αδικαιολόγητη αναστάτωση προκάλεσαν.
6. Ατέλειωτος κατάλογος προσφορών προς το Γένος και την Κοινωνία.
Παραλείπουμε, χάριν συντομίας, τήν κοινωνική καί φιλανθρωπική προσφορά τής Εκκλησίας κατά τούς αρχαίους καί μεσαιωνικούς χρόνους. Τότε πού οί κληρικοί καί λαϊκοί χριστιανοί, μαζί μέ τούς μοναχούς, προστάτευαν ορφανά καί χήρες, απελευθέρωναν δούλους καί αιχμαλώτους, περιέθαλπαν γέροντες, παιδιά, λεπρούς, ανάπηρους, ξένους κ.λπ. στά ιδρύματα τους. Τότε πού παρείχαν ποικίλη ηθική καί υλική συμπαράσταση στό Κράτος, κάθε φορά πού αυτό βρισκόταν σέ κίνδυνο ή ανάγκη.
Αναφέρεται, γιά παράδειγμα, άπό τόν Θεοφάνη στή «Χρονογραφία» του, ότι ό αυτοκράτορας Ηράκλειος στόν πόλεμο κατά τών Περσών ζήτησε καί έλαβε «τής μεγάλης Εκκλησίας (τής Άγιά Σοφιάς) τά πολυκάνδηλα καί έτερα σκεύη..., πάμπολα χαράξας νομίσματα καί μιλιαρίσια». Επιτροχάδην, ακόμη, επισημαίνουμε ότι μέγιστη υπήρξε ή προσφορά τής Εκκλησίας μας πρός τό Γένος τών Ελλήνων τόσο κατά τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας, όσο καί στά χρόνια του μεγάλου Αγώνα του 21 καί μετά τή δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους, ώς τίς ήμερες μας, παρά τό κανονικό καί νομικό καθεστώς πού προσδίδουν τό χαρακτηρισμό του αναπαλλοτρίωτου στήν εκκλησιαστική περιουσία.
Ή Εκκλησία, όμως, ακολουθώντας τό «μακάριόν έστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν» καί τό «δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε», δέν έπαυσε ποτέ στή δισχιλιόχρονη ιστορία της, νά προσφέρει άπό τήν κινητή και ακίνητη περιουσία της γιά τήν ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου καί τή θεραπεία κοινωνικών, εκπαιδευτικών, ιατρικών, εθνικών καί άλλων αναγκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα - καί δέν είναι τό μόνο - αποτελεί ή Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, στήν Αθήνα.
"Εχοντας στήν κατοχή της σημαντική περιουσία πού τήν απέκτησε κατά τόν 17ο καί 18ο αιώνα μέ αγορές τών ηγουμένων της (σώζονται στό αρχείο της τά σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ό μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης τών Αθηνών. Σέ δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί: ή Ριζάρειος Σχολή, ή Ακαδημία Αθηνών, τό Αίγινήτειο Νοσοκομείο, τό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, τό Σκοπευτήριο, τό Πτωχοκομείο, ή Μαράσλειος Ακαδημία, τό Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός», τό Άρεταίειο Νοσοκομείο, ή "Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, οί Αστυνομικές Σχολές στήν όδό Μεσογείων, τό Νοσοκομείο Παίδων, τό Νοσοκομείο Συγγρού, τό Λαϊκό Νοσοκομείο, ή «Σωτηρία», τό Ασκληπιείο Βούλας, ή Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, τό "Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, τό ΠΙΚΠΑ Βούλας, τά εργαστήρια τής Ιατρικής Σχολής τοΰ Πανεπιστημίου Αθηνών καί πολλά άλλα.
Τό Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τίς όποιες παρεχώρησε ή Εκκλησία, προκειμένου νά λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, νά ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα, ή νά δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι γιά τήν αναψυχή του λαού. Μόνο στό λεκανοπέδιο τής Αττικής λειτουργούν σήμερα 142 Δημοτικά, Γυμνάσια καί Λύκεια, πού έχουν ανεγερθεί σε οικόπεδα - δωρεές τής Εκκλησίας, ένώ ανάλογες είναι οί εκχωρήσεις γής σέ κάθε περιοχή τής Ελλάδος. Καί μή λησμονούμε τό μέγεθος τής προσφοράς τής Εκκλησίας στό ιεραποστολικό έργο, εντός τής Ελλάδος, καί στίς χώρες όπου ασκείται εξωτερική ιεραποστολή, τά προγράμματα βοήθειας πρός χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, τής πρώην "Ανατολικής Ευρώπης καί τών Βαλκανίων, τίς δεκάδες τών υποτροφιών πρός νέους τών χωρών αυτών κ.λπ.
Γιά νά είναι απόλυτα έγκυρα όσα γράφουμε γιά τίς παραχωρήσεις ακινήτων ζητήσαμε άπό τήν "Εκκλησιαστική Κεντρική "Υπηρεσία τών Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο) τής Εκκλησίας (πρώην ΟΔΕΠ) πρόσθετα στοιχεία, πρός απόδειξη τών ανωτέρω. "Από έρευνα στά "Αρχεία της προκύπτουν καί οί επόμενες δωρεές:
α. Πρός τό Δήμο "Αθηναίων
Οί πλατείες: Μαβίλη στή Λεωφ. Βασ. Σοφίας εμβαδού 2.306 τ.μ., "Αγίου Θωμά Γουδί (8.026), "Αγίου Δημητρίου Άμπελοκήπων (1.237) "Αγίου Ανδρέου "Ιπποκράτειου (649), Λαοδικείας καί Πόντου (267), Πάτση Παγκρατίου (2.000), Κολωνού (2.425), μπροστά στό Νοσοκομείο Παίδων Γουδί (2.000), Δυτικά Νοσοκομείου Συγγρού (2.500), Παπαδιαμαντοπούλου καί Μιχαλακοπούλου (500), Δαμάρεως καί Δρύβου Παγκρατίου (1.000), τέρματος Αμπελοκήπων («άλσος μιάς νυκτός»), επί τών οδών Ασκληπιού καί Βαλσαμώνος (οικόπεδο πού καταλήφθηκε αυθαίρετα άπό τό Δήμο Αθηναίων καί μετατράπηκε σέ πλατεία), στά Σεπόλια (μέ τήν ίδια τακτική του- Δήμου), καθώς καί τό Δημοτικό Πάρκο στά «Κόκκινα Χώματα» (πρώην Χωροφυλακή) στήν όδό Μεσογείων (έμβαδού 100.000 τ.μ.) καί τό Αλσύλιο στίς οδούς Δεινοκράτους, Αθηναίων Έφηβων καί Αναπήρων Πολέμου στό Κολωνάκι (4.320 τ.μ.).
β. Πρός τό Δήμο Κηφισιάς
Οί πλατείες: "Οδού Ξενίας (12.484 τ.μ.), έπί οδών Ξενίας - Δεληγιάννη - Σοφοκλέους (θέση «Τούμπι», 14.450 τ.μ.), Σοφοκλέους καί Πεντέλης (11.800), Χλόης καί Πεντέλης (11.183), Χαρ. Τρικούπη καί Ξενίας - έπαυλη Άξελού (7.936), πλησίον του Νεκροταφείου (6.300).
γ. Πρός τό Δήμο Βούλας
Οί δύο πλατείες (όπου τό τέρμα λεωφορείων), ή μεγάλη 14.000 τ.μ. καί ή μικρότερη (7.878 τ.μ.). Οί παραπάνω εκτάσεις, αξίας σήμερα δεκάδων δισεκατομμυρίων δραχμών, δέν απέφεραν στήν Εκκλησία κανένα χρηματικό όφελος, άφού είτε παραχωρήθηκαν στους αντίστοιχους Δήμους είτε αυθαίρετα καταλήφθηκαν άπό αυτούς. "Υπάρχουν όμως καί άλλες εκτάσεις, πού κατά κύριο λόγο ανήκαν στίς ιερές Μονές Πετράκη ή Πεντέλης, τών οποίων ή κυριότητα παραχωρήθηκε ή καί πάλι αυθαίρετα αφαιρέθηκε γιά νά άνεγερθούν κοινωφελή κτίρια ή γιά νά διατηρηθεί λίγο πράσινο στήν πρωτεύουσα, όπως:
Τό Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, τό 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, τό "Υπουργείο Δημ. Τάξεως, ή νεοανεγειρόμενη νοσοκομειακή Πανεπιστημιακή Μονάδα, ή έκταση όπου τό ΚΤΕΟ Χολαργού καί τό νεόδμητο "Υπουργείο Συγκοινωνιών, οί εκτάσεις πού καταλήφθηκαν άπό τό Στρατό πριν άπό 10 περίπου χρόνια στή θέση «Γουδί» καί στόν Άγιο Ιωάννη Καρέα, ή κεντρική πλατεία Χαλανδρίου όπου καί ό ναός "Αγίου Κωνσταντίνου, τό Άλσος Συγγρού καί πολλά άλλα.
Είναι, παρά ταύτα, πολύ χαρακτηριστική ή τακτική μερικών Δήμων, οί όποιοι δεσμεύουν εκκλησιαστικά κτήματα, χωρίς νά ακολουθούν τή νόμιμη διαδικασία τής απαλλοτριώσεως, αναγκάζοντας έτσι τήν Ε.Κ.Υ.Ο. νά άποδύεται σέ ατέρμονες δικαστικές διαμάχες.
7. Σύνοψη. - Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τά όσα μέ συντομία εκθέσαμε, πιστεύουμε ότι αποδείχθηκαν τά επόμενα: α. Τό Νεοελληνικό Κράτος, μέ τίς κατά καιρούς κυβερνήσεις του, ακολουθώντας τήν προτεσταντική αντίληψη πού εισήχθη στή χώρα μας μέ τή Βαυαροκρατία του Όθωνα καί επηρεάστηκε στά νεότερα χρόνια άπό μαρξιστικές ή άθεϊστικές επιδράσεις, μέ επαναλαμβανόμενη επιμονή στοχεύει καί επιδιώκει τήν αποδυνάμωση τοΰ ρόλου τής Όρθοδόξου Εκκλησίας τής Ελλάδος. Ώς πρόσφορο μέτρο θεωρεί καί τήν υφαρπαγή τής περιουσίας της, μέ ποικίλες μεθόδους (νομοθετικές, απειλητικές, διαπραγματευτικές, μέ επίκληση «εθνικής» ή «κοινωνικής» ανάγκης κ.λπ.).
β. Ή Εκκλησία δικαιούται - κατά τό θείο καί τό ανθρώπινο δίκαιο - νά είναι κάτοχος κινητής καί ακίνητης περιουσίας, προκειμένου νά τή χρησιμοποιεί γιά τήν επιτέλεση του ποιμαντικού καί φιλανθρωπικού έργου της. Ή περιουσία αυτή δέν ανήκει στά επιμέρους πρόσωπα πού αποτελούν τά μέλη τής Εκκλησίας. Ανήκει στόν κλήρο καί τό λαό, ώς Σώμα Χριστού, καί οί πόροι της διατίθενται - μέ ευθύνη κυρίως τών Επισκόπων καί τών κανονικών καί νόμιμων οργάνων - γιά τίς ανάγκες του λαού.
γ. Ή κανονική καί νομική προστασία τής εκκλησιαστικής περιουσίας είναι δεδομένη. Οί ιεροί Κανόνες, έπί 20 ήδη αιώνες, άλλά καί οί νόμοι της κοσμικής εξουσίας, διαχρονικά, προστατεύουν τό δικαίωμα τής Εκκλησίας νά είναι κάτοχος περιουσίας, ή όποια χαρακτηρίζεται μάλιστα καί ώς ιερή καί αναπαλλοτρίωτη. Εντελώς πρόσφατη είναι ή αναγνώριση αυτού του δικαιώματος καί άπό τό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1994).
δ. Ένώ ή Εκκλησία ανέκαθεν διέθετε σημαντικότατο μέρος τής περιουσίας της γιά τήν εξυπηρέτηση τών αναγκών του κοινωνικού συνόλου καί πάμπολλες φορές συνέβαλε στήν αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων, ανεγέρσεις σχολείων, νοσοκομείων καί ποικίλων ιδρυμάτων, τό Κράτος άν καί είναι κάτοχος 33,73 φορές μεγαλύτερης άπό τήν Εκκλησία έκτασης γής (43.598.000 στρεμμάτων, έναντι 1.292.300) όχι μόνο δέν τήν αξιοποιεί υπέρ τών αγροτών καί κτηνοτρόφων, άλλά εποφθαλμιά – παρανόμως - καί αυτήν πού απέμεινε στήν ιδιοκτησία τών Μοναστηριών τής Εκκλησίας, αποδεικνύοντας ότι δέν ενδιαφέρεται γιά τούς φτωχούς, άλλά γιά τήν αποδυνάμωση τής Εκκλησίας, όπως αυτό συνέβη έπί Είκονομάχων (8ο-9ο αιώνες) καί Βαυαροκρατίας (1830-35).
ε. Εύκαίρως - άκαίρως προβάλλεται τό «επιχείρημα» ότι τό Κράτος πρέπει νά πάρει τήν εκκλησιαστική περιουσία, διότι έχει αναλάβει τή μισθοδοσία τών Εφημερίων (άπό τό 1945) καί τών Επισκόπων (άπό τό 1980). "Αποσιωπάται, όμως, τό γεγονός ότι ή μισθοδοσία αυτή αποτελεί συμβατική υποχρέωση του Κράτους, έναντι τών μεγάλων παραχωρήσεων γής στίς όποιες είχε προβεί ή Εκκλησία τής Ελλάδος, κυρίως άπό τό 1922 ώς τό 1932, γιά τήν αποκατάσταση προσφύγων τής Μικράς Ασίας, καί κατά τό 1952 οπότε τό Κράτος πήρε τά 4/5 (80%) τής καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης εκκλησιαστικής αγροτικής γής, στό 1/3 τής πραγματικής αξίας της, ένώ καί άπό τίς ακαθάριστες εισπράξεις τών ίερών ναών τό Κράτος λαμβάνει τό 35%!
("Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ή κρατική αυτή επιβουλή δέν άγγιξε ποτέ τήν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τής Ελλάδος, διότι μέ τήν Συνθήκη του Λονδίνου, τό 1830, οί τότε Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν στό νεοελληνικό κρατίδιο νά μή τή θίξει ποτέ. Έτσι, στά χρόνια πού παρήλθαν, παρέμεινε αλώβητη καί πολλαπλασιάστηκε). Ή αλήθεια, γιά τή μισθοδοσία άπό τό Κράτος τών κληρικών, είναι αυτή πού επεσήμανε κάποτε ό αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου: Αποτελεί ελάχιστη ανταπόδοση του Κράτους σ΄ αυτά πού ή Όρθόδοξη Εκκλησία έχει δώσει σέ ψυχές καί περιουσία, γιά τήν επιβίωση του ΄Εθνους!
Ο δε Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος το 1929 σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα «Πατρίδα» των Αθηνών μεταξύ άλλων είχε πει για την Εκκλησιαστική περιουσία…Το 1834 εδημεύθη το μεγαλύτερον μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας με τον σκοπόν της οικονομικής εξασφαλίσεως και της μορφώσεως του Κλήρου. Αλλ΄ έκτοτε δεν έγινε τίποτε απολύτως. Οι ξένοι εκπλήσσονται όταν ακούουν ότι συζητείται ακόμη εις την Ελλάδα ζήτημα τόσον στοιχειώδες και τόσον απλούν. Και αν μεν εξηρτάτο εκ μόνης της Εκκλησίας η λύσις του ζητήματος, βεβαίως δεν θα υπήρχε ζήτημα σήμερον, διότι ολίγαι εκκλησίαι υπάρχουν τόσο πλούσιαι όσον η ελληνική. Αλλ΄ είναι γνωστόν ότι αφ΄ ενός μεν τα της Εκκλησίας ρυθμίζονται υπό της Πολιτείας, αφ΄ ετέρου δε ότι η περιουσία της ελληνικής εκκλησίας εξακολουθεί να δημεύεται ιδίως από του 1921, δια των περί απαλλοτριώσεως νόμον.
Αλλά και ως έχει η περιουσία της ελληνικής Εκκλησίας σήμερον, αν θελήση η Πολιτεία να την χρησιμόποιηση υπέρ των αναγκών του Κλήρου, βέβαιον είναι, κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς, ότι δύναται να εξασφαλίση κατά το πλείστον, την λύσιν του όλου εκκλησιαστικού και οικονομικού ζητήματος. Εάν δε εις τας προσόδους τας οποίας δύναται να εξασφαλίση η περιουσία της εκκλησίας, προστεθούν όσα δίδουν σήμερον οι ναοί υπέρ της συντηρήσεως του Κλήρου, με άλλας τινάς προσόδους ακόμη εκ των νομίμων εισφορών των ενοριτών λ.χ., εκ του κηρού, κτλ. θα είναι δυνατόν να απαρτισθή ετησίως το ποσόν το απαιτούμενον δια την μισθοδοσίαν των Ελλήνων ιερέων.
Η μισθοδοσία των ιερέων δεν έχει σκοπόν μόνον να ανακουφίση τους νυν ιερείς, ιδίως της υπαίθρου χώρας, μερικοί από τους οποίους κυριολεκτικώς πένονται, αλλά και να ανορθώση τον Κλήρον δια της προσελεύσεως εις τας τάξεις του μορφωμένων κληρικών.
στ. Μέ τό «νόμο Τρίτση» (1700/87) καί μέ πρόσχημα τήν ουσιαστική «απαλλοτρίωση - δήμευση» τής εκκλησιαστικής περιουσίας, επιχειρήθηκε ή αναίρεση του θεμελιώδους δικαιώματος τής Εκκλησίας νά έχει περιουσία, αυτονομία, αύτοδιοίκητο. Ουσιαστικά, δηλαδή, έγινε προσβολή τής θρησκευτικής καί οικονομικής ελευθερίας της καί αμφισβητήθηκε ή νομική καί κοινωνική παρουσία της, ή προστατευμένη άπό συνταγματικές καί άλλες διατάξεις. Επομένως, μετά τήν απόφαση καί του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1994), κάθε νέα τυχόν απόπειρα πρός τήν ίδια ή παρεμφερή κατεύθυνση, θά είναι παράνομη καί έκ τών προτέρων καταδικασμένη σέ αποτυχία.
Ή Πολιτεία έχει συνταγματικό χρέος νά μεριμνά γιά τήν Εκκλησία τής «επικρατούσας» στήν Ελλάδα θρησκείας, όχι μόνο «μέ ποσοτική άλλά καί μέ ποιοτική έννοια, αναφερόμενη στήν πρόνοια νά παραμείνει επικρατούσα». Καί αυτή ή μέριμνα εκτείνεται καί στή διοίκηση καί προστασία τής περιουσίας, διότι αποτελεί μέσον γιά τήν επιτέλεση τών σκοπών τής Εκκλησίας.
___________________________________
Για να μπορέσουμε ακόμη τέλος αγαπητέ επισκέπτη του blog να προσεγγίσουμε το μέγεθος της συρρικνώσεως των στρεμμάτων γης και των ακινήτων που κατά καιρούς αφαιρέθηκαν από την Εκκλησία αριθμοσχηματικά αναφέρουμε ότι: από το ποσοστό του 100% της συνολικής περιουσίας το έτος 1830, έχει απομείνει στην Εκκλησία της Ελλάδος μόνον το (4%) τέσσερα τις εκατό. Σήμερα όμως αποδίδει μόνο το 1% διότι το 3% δεν αποδίδει. Η Εκκλησία όμως μέχρι και σήμερα συντηρεί τα κάτωθι Ιδρύματα της Ι.Α.Α και των Ιερών Μητροπόλεων και περιθάλπτει τον πάσχοντα άνθρωπο. Τα κάτωθι στοιχεία είναι μέχρι το 2002, όπου βέβαια σήμερα έχουν αυξηθεί.
ΙΔΡΥΜΑΤΑ
10 - Βρεφονηπιακοί - παιδικοί Σταθμοί
80 - Γηροκομεία - Στέγες Γερόντων
12 - Θεραπευτήρια χρονίως πασχόντων
7 - Ιδρύματα γιά άτομα μέ ειδικές ανάγκες
41- Οικοτροφεία - Όρφανοτροφεία
187 - Συσσίτια-Τράπεζες αγάπης
136 - Σχολές Βυζαντινής & Ευρωπαϊκής Μουσικής
28 - Τράπεζες Αίματος
45 - Χριστιανικές Αδελφότητες
13 - Φοιτητικές Εστίες
26 - Ιδρύματα Διάφορα
52 - Κατασκηνώσεις
30 - Ιδρύματα Νεότητος
9 - Νοσοκομεία (Μικράς κλίμακος) - Ιατρεία
5 - Ξενώνες
44 - Σχολές Αγιογραφίας
43 - Σχολές διάφορες
7 - Ιδρύματα Ψυχικής Υγείας και 1 - Οίκος Τυφλών
Στα ώς άνω ιδρύματα των Ιερών Μητροπόλεων απασχολούνται:
Ως προσωπικό 1.126 άτομα (Μόνιμοι υπάλληλοι).Ως Εξωτερικοί συνεργάτες (85 με αμοιβή).
Ό αριθμός των ευεργετούμενων άπό τα ιδρύματα των ιερών μητροπόλεων είναι:
• 7.600 άτομα σέ μονάδες κοινωνικής φροντίδας & πρόνοιας.
• 13.800 αγόρια και κορίτσια σέ κατασκηνώσεις.
Σημείωση: Θά πρέπει, επίσης, νά αναφερθεί ότι στά συσσίτια-τράπεζες αγάπης των Ί. Μητροπόλων προσφέρονται κατ' έτος άπό 5.550.000 έως 6.140.000 μερίδες. Μόνο δέ στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, άπό τά 68 ενοριακά συσσίτια, προσφέρονται κατ' έτος 1.050.000 μερίδες.
Σε όλα αυτά άς προστεθεί, μέ όλίγη φαντασία, ή αθόρυβη βοήθεια σέ χρήματα, φαγητό, ρουχισμό ή και στέγη ακόμη, πού κάθε Ί. Μητρόπολη τής Ελλάδος, Ενορία ή Μοναστήρι προσφέρουν καθημερινά σέ εκατοντάδες εκατοντάδων αδελφούς και συνανθρώπους μας, πού δοκιμάζονται άπό κακουχίες, ασθένειες, φτώχεια, ανεργία ή κοινωνικό αποκλεισμό.
Ποιά είναι και που δαπανώνται τά ετήσια έσοδα της εκκλησιαστικής περιουσίας;
• Τά μέν έσοδα τών Ί. Μητροπόλεων, Ί. Ναών και Ί. Μονών εξασφαλίζουν κυρίως τις λειτουργικές δαπάνες και τήν συντήρηση τών Ναών και τών Μονών. Τό δέ περίσσευμα τους διατίθεται έξ ολοκλήρου σέ κοινωφελείς και αγαθοεργούς σκοπούς.
• Τά έσοδα τής Κεντρικής Εκκλησιαστικής Διοικήσεως πού και αυτά φορολογούνται άπό τό Κράτος- ανέρχονται στό σύνολο τους (άπό κάθε πηγή) στό ποσόν τών 15.436.537 Εύρώ. Αφαιρουμένου τοΰ ποσού γιά τις προβλέψεις τοΰ αποθεματικού, τό ύπόλοιπον ποσόν διατίθεται μέ αποφάσεις τής Ιεράς Συνόδου ώς έξης:
1) Γιά τήν εξασφάλιση τής λειτουργίας και τής παραγωγής έργου τών 20 Συνοδικών Επιτροπών και τών 10 Ειδικών Συνοδικών Επιτροπών (π.χ. Βιοηθικής - Ευρωπαϊκών θεμάτων Κοινωνικής Προνοίας, Εύποιΐας, Νεό-τητος. Αλληλοβοήθειας κ.λπ.)
2) Γιά τήν στήριξη του θεσμού του «τρίτου παιδιού» στή Θράκη.
3)Γιά τήν δημιουργία Βρεφονηπιακών σταθμών στις Ιερές Μητροπόλεις τής Χώρας.
4)Γιά τήν παροχή υποτροφιών σέ αλλοδαπούς και ημεδαπούς σπουδαστές τών Θεολογικών Σχολών.
5) Γιά τήν υποβοήθηση τών Παλιννοστούντων.
6) Γιά τήν βοήθεια τών Πτωχών Ί. Μητροπόλεων και Ί. Μονών.
7) Γιά τήν στήριξη τών Ιεραποστολών - Συνεδρίων - Σεμιναρίων. 8) Γιά τήν λειτουργία του Ραδιοφωνικού Σταθμού τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.
9)Γιά τήν έκδοση τών έντυπων τής Εκκλησίας (Ιεράς Συνόδου). 10) Γιά τήν παροχή βοηθείας σέ έκτακτες περιπτώσεις (όπως π.χ. σεισμοί).
11) Γιά τήν συντήρηση και τις επισκευές τών εκκλησιαστικών κτιρίων τής ΕΚΥΟ.
12) Γιά τήν κάλυψη τών λειτουργικών δαπανών του Κεντρικού Οικονομικού, Τεχνικού και Διοικητικού Μηχανισμού.
13)Γιά τήν βοήθεια πρός τά Πατριαρχεία και τις Όρθόδοξες Εκκλησίες άλλων χωρών (π.χ. Ιεροσολύμων. Σερβίας, Μαυροβουνίου κ.ά.)
14)Γιά τήν εκπροσώπηση τής Εκκλησίας στους διεθνείς εκκλησιαστικούς οργανισμούς και τήν Ευρωπαϊκή Ένωση.
15)Γιά τήν εκκλησιαστική εκπαίδευση και μετεκπαίδευση.
16)Γιά τήν στήριξη του Όρθοδόξου Κέντρου και του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας κ.ά.
17)Γιά τήν πρόσθετη ασφάλιση τών Μοναχών και τών Μοναζουσών τής Εκκλησίας τής Ελλάδος κ.ά.
_______________________________
TA “ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΑ” ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΟΤ** 52 ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΤ74 ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΚΤΗ ΞΑΒΕΡΙΟΥ Ο.Λ.Π ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΚΤΗ ΞΑΒΕΡΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΚΤΗ ΟΤ 100 ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΟΥΡΙ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΚΤΗΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΡΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΡΜΟΝΙΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΡΜΟΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΑΧΙΛΛΕΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΒΑΛΣΑΜΩΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΑΝΑΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΑΝΑΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΔΑΝΑΗΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΔΕΚΕΛΕΙΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΔΕΙΝΟΚΡΑΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΑΘΗΝΑΣ
ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΔΩΔΩΝΗΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΕΛΛΗΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ ΙΛΙΟΥ
ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΗΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΗΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΗΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΗΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΗΡΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΑΛΕΙΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΘΗΣΕΩΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΑΣΟΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΑΣΟΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΑΣΟΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΑΣΟΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΚΑΡΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΚΑΡΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΚΑΡΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΙΚΑΡΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΚΡΟΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΛΗΤΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΛΗΤΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΛΗΤΟΥΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΜΑΝΟΥΣΟΓΙΑΝΝΑΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ ΠΥΡΓΟΥ
ΜΑΥΡΟΛΕΟΝΤΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΜΑΥΡΟΛΕΟΝΤΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΜΑΥΡΟΛΕΟΝΤΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΞΑΝΘΟΥΛΙΔΟΥ ΑΘΗΝΑΣ
ΟΛΥΜΠΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΟΥΡΑΝΟΥ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ
ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ
ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ
ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ
ΠΑΝΔΩΡΑΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ
ΠΑΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΛ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, 26ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΤΣΟΧΑ ΑΘΗΝΑΣ
ΦΑΕΘΩΝΤΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΦΑΕΘΩΝΤΟΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΑΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΧΕΛΝΤΡΑΪΧ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΟΣ ΑΘΗΝΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Τα ως άνω 128 οικόπεδα είναι εντός οικισμών.
Ο. Τ. (Οικοδομικό Τετράγωνο)
Επιμέλεια, διόρθωση, και ανάρτηση
του ως άνω Εγχειριδίου
Voiotosp.blogspot.com 25/3/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)