Άρα ο Νούς νοεί τον εαυτόν του ως κράτιστος και η νόησή του είναι της νοήσεως νόησις.
Αριστοτέλης [Μετά τα Φυσικά 1074b.15–1075a.10].
Μετάφραση:
Τα σχετικά τώρα με τον νου δημιουργούν ορισμένες απορίες' διότι θεωρείται βέβαια ότι είναι το πιο θείο από τα φαινόμενα, το ερώτημα ομως για το σε ποια κατασταση θα πρέπει να είναι για να μπορεί να έχει αυτό τον χαρακτήρα δημιουργεί ορισμένες δυσκολίες. Διότι άν δεν νοεί τίποτα, τότε σε τι θα έγκειται το ιερό μεγαλείο του, αφού θα είναι όπως κάποιος που κοιμάται. Αν, πάλι, νοεί, αλλά ως όργανο άλλου, τότε, δεδομένου ότι αυτό που αποτελεί την ουσία του δεν είναι η νόηση αλλά ορισμένη δύναμη, δεν θα είναι η άριστη ουσία, καθότι η αξία του έγκειται στη νόηση. Ακόμα, είτε η ουσία του είναι νους είτε νόηση, τι είναι αυτό που νοεί; Διότι ή νοεί τον εαυτό του ή κάτι άλλο' αν νοεί κάτι άλλο, τότε ή [νοεί] πάντα το ίδιο πράγμα ή κάτι διαφορετικό. Υπάρχει, λοιπόν, κάποια διαφορά ή όχι ανάμεσα στο να νοεί το ωραίο ή οποιοδήποτε άλλο τυχαίο πράγμα; Ή μήπως υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι αδιανόητο να τα σκέπτεται; Προφανώς, λοιπόν, νοεί το πιο θείο και το πιο πολύτιμο πράγμα, και αυτό είναι κάτι που δεν μεταβάλλεται, διότι [από το σημείο αυτό και πέρα] η μεταβολή είναι προς το χειρότερο, και άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν ήδη κίνηση. Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, αν [ο νους] δεν είναι νόηση, αλλά δύναμη, είναι φυσικό να είναι γι’ αυτόν επίπονο πράγμα η συνεχής νόηση• έπειτα, είναι φανερό ότι κάτι άλλο θα ήταν το πιο πολύτιμο και όχι ο νους, ήτοι το αντικείμενο της νόησης. Διότι η διαδικασία και η ενέργεια της νόησης θα ανήκει και σε αυτόν που νοεί το χειρότερο πράγμα στον κόσμο, έτσι ώστε, αν αυτό μπορεί να το αποφεύγει κανείς (διότι και μερικά πράγματα είναι καλύτερο να μην τα βλέπουμε παρά να τα βλέπουμε), η ενέργεια της νόησης δεν θα μπορούσε να είναι το καλύτερο πράγμα. Τον εαυτό του, άρα, νοεί, αν όντως είναι το πιο σπουδαίο πράγμα, και έτσι η νόησή του είναι νόηση της νόησης. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, η επιστήμη, η αίσθηση, η γνώμη και η διάνοια δευτερευόντως μόνο αναφέρονται στον εαυτό τους. Ακόμα, αν το νοώ και το νοούμαι είναι διαφορετικά πράγματα, ως προς ποιο από τα δύο θα του ανήκει το καλό; Πράγματι, το νοούν δεν ταυτίζεται με το νοούμενο. Ή μήπως σε ορισμένες περιπτώσεις η επιστήμη είναι το πράγμα: στις παραγωγικές επιστήμες η ουσία χωρίς την ύλη και το τι ήταν να είναι, και στις θεωρητικές ο ορισμός και η νόηση; Αφού, λοιπόν, το νοούμενο και ο νους δεν είναι διαφορετικά για όσα πράγματα δεν έχουν ύλη, τότε [ο θείος νους και το αντικείμενό του] θα ταυτίζονται, και η νόηση θα είναι ένα με το νοούμενο. Απομένει, βέβαια, μια απορία, δηλαδή - αν το νοούμενο είναι σύνθετο" διότι [αν ήταν, η νόηση] θα μπορούσε να μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τα διάφορα μέρη του όλου. Ή μήπως ό,τι δεν έχει ύλη είναι αδιαίρετο - όπως ακριβώς η ανθρώπινη νόηση, ή καλύτερα η νόηση των σύνθετων πραγμάτων σε ορισμένες χρονικές περιόδους (διότι δεν κατέχει το καλό την τάδε ή τη δείνα στιγμή, αλλά κατέχει το καλύτερο απ’ όλα, που είναι κάτι διαφορετικό από αυτή, σε μια ολοκληρωμένη χρονική περίοδο), και έτσι είναι στον αιώνα τον άπαντα η νόηση που νοεί τον εαυτό της;