Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

ΕΑΣ, Συνταξιοδοτικό: Μήνυση κατά αναπλ. ΥΠΟΙΚ Γ. Χουλιαράκη για καταπίεση, παράβαση καθήκοντος και παραβίαση δικαστικών αποφάσεων


ABM: Γ2018/943
ΕΝΩΠΙΟΝ
Του κ. EΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ
Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α, κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αριθμ. 48, ΑΔΤ:150921/22/2/2012 Τ.Α. ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ, (panos_stamatis@yahoo.gr)
ΚΑΤΑ
Του Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Γεώργιο Χουλιαράκη, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. (alternate.minister@glk.gr)
Και κάθε άλλου προσώπου εμπλεκομένου, διά κοινής δράσης και κοινού δόλου, αρμοδίου υπηρεσιακού παράγοντος και εξωθεσμικού τοιούτου συναυτουργού ή ηθικού  αυτουργού, κατ’ άρθρα 45-49 ΠΚ. ως προς το οποίο προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής. 
I. Εισαγωγή
Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ,
Εκθέτω στην κρίση Σας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που πραγματώνουν την τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και μάλιστα με εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό, αυτεπαγγέλτως διωκόμενα (232Α, 244 ΠΚ, 259 ΠΚ), εις βάρος των συνταξιούχων των ΕΔ, Σ.Α, κ.α. και συστοίχως εις βάρος μου και για την επείγουσα και μη επιδεχόμενη αναβολής πράξη, της εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας καθώς και οποιουδήποτε άλλου αδικήματος καιαιτούμαι τα κατά το νόμο.
Τα κρίσιμα περιστατικά και οι σύστοιχες συμπεριφορές πραγματώθηκαν από τον κ. Αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών,(ενδεικτικά από αρχές Μαρτίου 2017 έως και σήμερα και αφορούν την  κράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης του Ν.3865/2010 (ΕΑΣ), καθώς είναι αντίθετη με τα αρθ. 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ 1 και 4 του Συντάγματος και από τις από αυτά απορρέουσες αρχές, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύτηκε την 10/2/2017.
Αναφέρομαι σε Εσάς κ. Εισαγγελεύ ζητώντας τη συνδρομή σας, προκειμένου να διερευνηθεί από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης αυτή η κατάφωρη αδικία εις βάρος μας, που μαζί με τις δραματικές περικοπές των συντάξεώς μας, δεν επιτρέπουν στον συνταξιούχο, να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως(διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή(βλ. ΟλΣτΕ 734/2016, 2287,8,9,90/2015, απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010,-1 BvL1/09-,-1BvL3/09-,-1BvL4/09-,ιδίωςRn.135).

II. Τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά.
1.-Το Μάρτιο του 2017 περιήλθε εις γνώση Σας το πλήρες περιεχόμενο της υπ’ αριθμ.244/2017 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύτηκε την 10/2/2017, όπου κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ως αντισυνταγματική η κράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης του Ν.3865/2010,, καθώς είναι αντίθετη με τα αρθ. 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ 1 και 4 του Συντάγματος και από τις από αυτά απορρέουσες αρχές, που επιβλήθηκε με τους  ν. 3863/10, 3865/10, 3986/11, 4002/11,στους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα και των «ειδικών μισθολογίων, με το σκεπτικό ότι τελικός αποδέκτης των εισφορών δεν είναι το Δημόσιο, από το οποίο συνταξιοδοτούνται οι δημόσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, αλλά οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), που δεν υπάγονται στο Δημόσιο και από τους οποίους δεν έχουν απολαβές οι συνταξιούχοι του Δημοσίου. Η ίδια ως άνω απόφαση απεφάνθη περαιτέρω ότι οι τυχόν απαιτήσεις για επιστροφή των αχρεωστήτως παρακρατηθέντων ποσών της εισφοράς αυτής, αρχίζουν από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης, ήτοι την 9-2-2017.
2- Πρέπει να σημειωθεί ότι η υπ’ αριθμ. ΟλΕλΣυν244/2017 απόφαση αναφέρεται αποκλειστικά στην εισφορά αλληλεγγύης του Ν.3865/2010 (ΕΑΣ), που επιβλήθηκε σε όλους τους συνταξιούχους. Ωστόσο συντρέχουν οι ίδιοι νομικοί λόγοι για επιστροφή της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης του Ν.4002/2011.
3- Κατόπιν όλων αυτών, διαμαρτυρήθηκα στον προϊστάμενο της γενικής διευθύνσεως του ΓΛΚ, κ. Σπυρίδωνα Ντάνο, με την από 10.5.2017. εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, για την μη διακοπή της παρακράτησης υπέρ ΕΑΣ καθώς και την επιστροφή των μη νομίμως παρακρατηθέντων από 10-2-2017. (ΣΧΕΤ.1)
4- Με το υπ.αριθ. 107040/2017/24-5-2017, έγγραφο ΓΛΚ, μου απάντησε ότι έχει ενημερωθεί ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και αναμένονται σχετικές οδηγίες, αναγνωρίζοντας ότι η κράτηση της εισφοράς της ΕΑΣ είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου η είσπραξή της είναι παράνομη.
5- Σύμφωνα με τοάρθρο 103, παρ. 1 του Συντ.ορίζει ότι : «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό. Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα».
6- Με το ενημερωτικό της Συντάξεως μου, Μαΐου 2018, διαπίστωσα ότι συνεχίζεται η παράνομη είσπραξη υπέρ της ΕΑΣ.
7-Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως ότι, με τα υφιστάμενα δεδομένα η συνεχιζόμενη είσπραξη της ΕΑΣ είναι παράνομη, έχει δε επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωση υμών και εμού προσωπικά.
8- Κατόπιν αυτών κατέθεσα την από 9.8.2017 Μηνυτήρια Αναφορά στην Εισαγγελία Αθηνών, κατά παντός υπευθύνου, καθώς και με τη με ΑΒΜ Γ2017/2632 σχηματίστηκε προκαταρκτική δικογραφία αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ΄ εξακολούθηση, κατά παράβαση των άρθρων 1,13α,14,18 εδ. Β΄,26 παρ. 1α,51,53,79,98 και 259 ΠΚ (ΣΧΕΤ. 2).
9- Με την από 23.2.2018 Απορριπτική Διάταξη, η Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, κ. Μαρία Καραμανώλη, απέρριψε την ως άνω Μηνυτήριας αναφοράς μου. (ΣΧΕΤ. 3)
10- Από την ένορκη κατάθεση του Γενικού Διευθυντού Συντάξεων Σπ. Ντάνου και από πληθώρα εγγράφων που προσκόμισε ο ίδιος, προέκυψε ότι είχε αποστείλει επανειλημμένα έγγραφα προς τον Αρμόδιο Αναπληρωτή Υπουργό, με τα οποία τον ενημέρωνε για το ανακύψαν ζήτημα και ανέμενε οδηγίες, επικαλούμενος ως λόγο το μεγάλο δημοσιονομικό κόστος που θα προέκυπτε. Έτσι κρίθηκε ότι δεν προέκυψε εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος, εκ μέρους κάποιου δημοσίου υπαλλήλου. (ΣΧΕΤ.4)
11- Κατόπιν αυτών απέστειλα την από 12.3.2018 Εξώδικη Δήλωση-Διαμαρτυρία στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, με την οποία διαμαρτυρόμουν για την συνεχιζόμενη παράνομη παρακράτηση και τη μη εφαρμογή της Δικαστικής απόφασης της Ολομελείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Ελ. Συνεδρίου, καθώς επίσης του επεσήμανα ότι η οποιαδήποτε επίκληση από μέρους του, ότι η παύση της παρακράτησης και η επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθέντων θα επέφερε ανατροπή της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους, είναι αντίθετη με την αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς η κυβέρνηση δια του Πρωθυπουργού, τόσο για το προηγούμενο έτος, όσο και για το τρέχον, έχει ανακοινώσει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους ανωτέρου του ενός (1) δισεκατομμυρίου ευρώ για το 2017, και για φέτος μέχρι και 4 Δισεκατομμυρίων ευρώ. (ΣΧΕΤ.5)
12- Άλλωστε το δημοσιονομικό εκτροχιασμό τον είχε προβλέψει η απόφαση του Ελ. Συνεδρίου, καθώς δεν παρείχε αναδρομικότητα επιστροφής των παρανόμων παρακρατηθέντων, πλην όσων είχαν προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
13- Κατόπιν όλων των ανωτέρω θεωρώ ότι ο Αναπληρωτής Υπουργός, από πρόθεση δεν δίνει οδηγίες στους αρμόδιους Δ.Υ. του ΓΛΚ, καθώς έχει πλήρη ενημέρωση τόσο από τον Συνήγορο του Πολίτη του έχει αποστείλει από τις 8.11.2017 έγγραφο, δια το παράνομο της μη συμμόρφωσης με τη δικαστική απόφαση, για τη διακοπή κρατήσεων της ΕΑΣ και την επιστροφή των αναδρομικών, από 10.2.2017, καθώς η απόφαση αυτή ήταν αποτέλεσμα πρότυπης δίκης και πρέπει να εφαρμοστεί καθολικά για το σύνολο των συνταξιούχων, καθώς επίσης έχει υπηρεσιακή ενημέρωση και από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΓΛΚ.(ΣΧΕΤ.6)
14- Με τη συμπεριφορά του αυτή ο κ. Γ. Χουλιαράκης, δηλαδή τη μη εκτέλεση του καθήκοντός του, ως Αναπληρωτή Υπουργού των Οικονομικών, που συνίσταται στην άμεση εκτέλεση της απόφασης του ανωτάτου δικαστηρίου (ΕΛ.ΣΥΝ.), ο αναφερόμενος επιδιώκει να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα των συνταξιούχων στρατιωτικών αλλά και εμού του αναφέροντος, η δε συμπεριφορά του αυτή είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει σ’ αυτό το αποτέλεσμα και ο αναφερόμενος το γνωρίζει όπως διεξοδικά προείπα.
15- Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι βάσει του Συντάγματος και συγκεκριμένα του άρθρου 95 παρ. 5, «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης».
III. Νομική θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς.
Οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27 Π.Κ προσδιορίζουν την έννοια της υπαιτιότητας και του δόλου, που συνιστούν προϋπόθεση του ποινικού κολασμού των κακουργηματικών πράξεων.
Κατά το άρθρο 46 παρ. 1β` του ΠΚ, “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα ή διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. 
Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 232 Α του ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 § 9 ν. 2479/97 ΦΕΚ 67Α/6-5-97, όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η κατοχύρωση των αποφάσεων της δικαιοσύνης που ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα της πολιτείας και του υπέρ ου η απόφαση. Πρόκειται για έγκλημα κατά της απονομής της δικαιοσύνης. Η μόνη διαφορά που υπάρχει σε σχέση με την προγενέστερη διάταξη, έγκειται στο ότι η διατύπωση της αξιόποινης συμπεριφοράς γίνεται σε χρόνο αόριστο (“δεν συμμορφώθηκε”, “υποχρεώθηκε”) αντί του ενεστώτα που υπήρχε στο κείμενο του ν. 1911/1991, προκειμένου, με τον τρόπο αυτό, να αποφευχθούν κάποιες υπερβολές στην εφαρμογή της διάταξης αυτής στην πράξη. (Βλ. ΑΠ 379/2012, 2061/2010). Η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί έννοια πέραν της έννοιας του δεδικασμένου της αποφάσεως. Είναι η υποχρέωση εφαρμογής, με πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως, όσων απορρέουν από τη δικαστική απόφαση (βλ. «Η συμμόρφωση της διοικήσεως με τις δικαστικές αποφάσεις» Κείμενα Αθ. Ράντου, Ν. Παπασπύρου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα). Ειδικότερα, είναι η υποχρέωση των οργάνων της διοικήσεως να συμμορφώνονται με θετικές ενέργειες αναλόγως των εκάστοτε περιπτώσεων προς το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων και να απέχουν από οποιεσδήποτε ενέργειες αντίθετες προς τα υπό του δικαστηρίου κριθέντα (Χ. Διβάνη, Η συμμόρφωση της διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις κατά τη νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, 08/02/2011).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 244 ΠΚ,“υπάλληλος που εν γνώσει εισπράττει φόρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά έξοδα, ή οποιαδήποτε δικαιώματα που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”.Από την διάταξη προκύπτει, ότι δια την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, το οποίον είναι γνήσιο, ιδιαίτερο, εφ`όσον αυτουργός πρέπει να είναι υπάλληλος, κατά την έννοιαν του άρθρου 13α Π.Κ.,απαιτείται η είσπραξη, υπό μορφή φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων, μ οφειλομένων καθ` ολοκληριαν ή κατά ποσόν που εισεπράχθη. Σκοπός δε της διατάξεως είναι η προστασία του πολίτη κατά πράξεων των αρμοδίων οργάνων, επιφορτισμένων με βεβαίωση και είσπραξη των κατά νόμον προσδιωρισμένον. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ήτοι γνώση ότι το ποσόν το οποίον ζητείται δεν οφείλεται ή ότι το φερόμενο ως οφειλόμενο είναι μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου και εκδήλωση βουλήσεως να ενεργήσει παρανόμως. Η θέληση του αυτουργού συνάπτεται προς το σύνολον των υλικών ενεργειών και ερευνάται σε σχέση με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Ο δόλος περιλαμβάνει και τη γνώση της μη οφειλής (ΑΠ 1311/94 ΠΧ ΜΔ 148).
Η και άλλως, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ¨υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη¨. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Πρόκειται για έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α’ και 263 Α’ ΠΚ, στον οποίον έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, στην οποία υπάγεται και ο ορκισθείς Υπουργός. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούληση του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., σ. 2278-2279, με παραπομπές σε νομολογία και περαιτέρω ΑΠ 727/2000, ΑΠ 1035/2003, ΑΠ 1591/2007, ΑΠ 1153/2010, ΑΠ 549/2011, ΑΠ 298/2011, ΑΠ 28/2012 και ΑΠ 137/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, Τόμος Β’, 2000, σ. 2288-2289, ΑΠ 727/2000, ΠοινΧρον2001, σ. 63 και ΑΠ1153/2010, ό.π.). Στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος υπάρχει, όταν ο υπάλληλος παραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και τον γενικότερο ή ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από το νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δράση. Στο μέτρο που διακριτική ευχέρεια δεν σημαίνει απόλυτη ελευθερία δράσης εκ μέρους του υπαλλήλου, αλλά κρίση στο πλαίσιο μιας νομοθετικές, εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και να ληφθεί υπόψη η απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβαση εκ μέρους του υπαλλήλου της δοθείσας από το νόμο εξουσιοδότησης, είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (βλ Μπιτζιλέκη Τα υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 48-49). Η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση αυτής, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό, στην οποία απέβλεψε ο νόμος, όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου (ΑΠ 208/12 ΠοινΔ 2012, 1042. Γνωμ. ΕισΑΠ 3/10 ΠΧ ΞΑ 472).
Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Για να συντρέχει δε σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού του οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποίησης του σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος, ο δράστης δε πρέπει να τελεί σε γνώση της εν λόγω προσφορότητας (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, ό.π., ΑΠ 28/2012, ΑΠ 1153/2010, ΑΠ 1035/2003, ό.π.). Συνιστά επίσης παράβαση καθήκοντος (εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του α. 259 ΠΚ), όταν ο υπάλληλος (ή δικαστής ή εισαγγελέας): α) δεν λαμβάνει υπόψη του έγγραφα που του προσκομίζονται (Δικ Αγωγών Κακοδ. 3/64 ΝοΒ 13.10, Φ. Αγγελής, ΝοΒ 13.97), γ) δίδει στα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική αξία διαφορετική από αυτή που ορίζει ο νόμος, δ) λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτα στοιχεία, ε) δεν αιτιολογεί την κρίση του (16/95 ΔιατΕισεφΠατρ. ΤΝΠ 156880).
Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και εξαιρετικής φύσης. 
Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση από όσα προαναφέρθηκαν ο αναφερόμενος τέλεσε τα αδικήματα των άρθρων 244, 259 και 232Α παρ. 1 του ΠΚ, τόσο κατά την αντικειμενική, όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται παραπάνω.
Επειδή, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η αξιοπρεπής διαβίωση καθώς και η περιουσία, επιβάλλεται η ανίχνευση και εν συνεχεία η τεκμηρίωση των καταγγελλομένων.
Επειδή, τα πρόσωπα που συνέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση. 
Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.K. και των ειδικών νόμων.
Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε “άλλης ειδήσεως” όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ’ ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).
Επειδή, Σας είναι γνωστό, ότι δια την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αρκετή και η απλή πιθανότητα τελέσεως αξιόποινων πράξεων καθώς και ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρωμένο, το οποίο επιβάλει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπαιτίων, η ύπαρξη απλής και μόνο πιθανότητας τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου ως δράστη αυτής καθιστά υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Η προκαταρκτική εξέταση»,σελ,.257,274). Η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι διάδικος αλλά αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης και κατά την κυρία και βασική λειτουργία της ανήκει στη δικαστική, με ευρεία έννοια, λειτουργία, και η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (κατ΄άρθρα 27, 43 Κ.Π.Δ.) συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Ο Εισαγγελικός Θεσμός» Ποιν. Χρον. Λ΄ σελίς 609 επομ.) και όχι απλή έκφραση γνώμης.
Επειδή, η δικαιοσύνη αποτελεί σ’ αυτούς τους πραγματικά δύσκολους καιρούς την υπέρτατη προσδοκία και ελπίδα του πολίτη. 
Επειδή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 παρ. 2 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. «(Η Εισαγγελία) Δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.».
Επειδή, ο Ελληνικός λαός προσβλέπει σ’ Εσάς για την ευθυδικία, την τήρηση της νομιμότητας και στην εν λόγω περίπτωση. 
Επειδή, οι νόμοι του κράτους μας υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όχι να παραμένουν ανενεργοί, σαν «ακάλυπτες νομικές επιταγές».
Επειδή, οι υπαίτιοι εγκληματικών πράξεων πρέπει να ανευρίσκονται και να τιμωρούνται αναλόγως.
Επειδή, όλως ενδεικτικά, οι εν λόγω πράξεις έχουν τελεστεί από 10-5-2017, μέχρι και σήμερα. 

Με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τους μηνυόμενους, αλλά υποβάλλω αυτή επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως αξιωματικός έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά, καθώς αφενός μεν με όλα αυτά μειώθηκε επικίνδυνα το επί δικαίου αίσθημα και αφετέρου βλάφτηκα προσωπικά από τις περιγραφόμενες πράξεις και παραλείψεις του Αναπληρωτή Υπουργού.
Η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως πολίτης Δημοκρατικού Κράτους και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού εν εφεδρεία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ 
Παρακαλώ να προβείτε σε κάθε νόμιμη ενέργεια προκειμένου να διερευνήσετε, αν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων από τον ανωτέρω Αναπληρωτή Υπουργό, αποστέλλοντας αμελλητί την παρούσα μηνυτήρια αναφορά στη Βουλή των Ελλήνων σύμφωνα με το Νόμο περί ευθύνης Υπουργών και το άρθρο86 του Συντάγματος, ώστε μετά από την αναγκαία ψηφοφορία να παραπεμφθεί στο αρμόδιο Ειδικό Δικαστήριο αποκαθιστώντας τοιουτοτρόπως τη νομιμότητα.
Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλα τα αδικήματα που συρρέουν από τα μηνυόμενα, για την υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 1681, ΑΠ 344/03), καθώς και για την υλική και την ηθική βλάβη, που υπέστην, από τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, σε ό,τι με αφορά ατομικώς, για το ποσόν των σαράντα τεσσάρων (44) Ευρώ, με την επιφύλαξη αναζήτησης του υπολοίπου, ενώπιον των αρμόδιων Πολιτικών Δικαστηρίων.
Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, προσάγω και επικαλούμαι: (6)αντίγραφα
Την από 9.8.2017 Μηνυτήρια Αναφορά μου (ΣΧΕΤ. 2)
Την από 23.2.2018 Απορριπτική Διάταξη Εισαγγελέως (ΣΧΕΤ. 3)
Την ένορκη κατάθεση του Γεν. Διευθυντού ΓΛΚ (ΣΧΕΤ. 4)
Την από 8.11.2017, απόφαση του Συνηγόρου του Πολίτη (ΣΧΕΤ. 6)
Αιτούμαι επικυρωμένο αντίγραφο της παρούσης αναφοράς.

Αθήνα, 8.5.2018
 Ο υποβάλλων τη μηνυτήρια αναφορά
Παναγιώτης Δ. Σταμάτης Πλωτάρχης Π.Ν. ε.α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)