Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΕΞΕΥΡΕΣΗΣ «ΔΩΡΗΤΩΝ» ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»

 ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΕΞΕΥΡΕΣΗΣ «ΔΩΡΗΤΩΝ»
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»


Επιστολή Καθηγητών Ιατρικής στην «Καθημερινή»
(12 Σεπτεμβρίου 1999)
   Οι υπογράφοντες αισθανόμαστε επιτακτική την ανάγκη να επι­σημάνουμε βασικά ελλείμματα του προαναφερόμενου νόμου, ένεκα των οποίων φρονούμε ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτός από την ιατρική κοινότητα.
1. Το πρώτο έλλειμμα αφορά στον ορισμό του θανάτου. Σύμφωνα με το νόμο σαν κριτήριο του θανάτου (εννοείται στους ασθενείς που ευρίσκονται σε μηχανική υποστήριξη του αερισμού των πνευμόνων) τίθεται η διάγνωση «της νέκρωσης του εγκεφαλικού στε­λέχους», η οποία γίνεται από τον θεράποντα ιατρό. Οι ενστάσεις για τη χρήση του κριτηρίου αυτού έχουν, επιγραμματικώς, ως εξής:

Α. Ο όρος «νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους» είναι όρος παθολογο-ανατομικός και δύναται να τεκμηριωθεί μόνον μετά την μεταθα­νάτιο αφαίρεση του εγκεφάλου του ασθενούς και εξέταση του από ειδι­κό παθολογο-ανατόμο.
Όπως σχολιάζεται από συγγραφέα της μεγαλύτερης συλλογικής μελέτης στις ΗΠΑ (NINCDS μελέτη) επί «εγκεφαλικώς νεκρών» («ΕΝ») ασθενών, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί η ύπαρξη «νεκρού εγκεφάλου», ούτε να γίνει άμεση αναγγελία θανάτου, όταν έχουν χρησιμοποιηθεί μόνον κλινικές δοκιμασίες. Επομένως, η βασικότερη αστοχία του νόμου είναι η χρήση όχι ορθού κριτηρίου για τη διάγνωση του θανάτου και, κατά συνέπεια, ή μη ύπαρξη δυνατότητας διαγνώσε­ώς του με βάση το κριτήριο αυτό.


Β. Εάν τα μέλη της συντακτικής του νομοσχεδίου αυτού επιτροπής είχαν κατά νουν όταν έγραφαν τον όρο «νέκρωση του εγκεφαλικού στε­λέχους», την μη αναστρέψιμη απώλεια των λειτουργιών του εγκεφα­λικού στελέχους και τις σχετικές οδηγίες για τη διάγνωση του «εγκε­φαλικού θανάτου» («ΕΘ») όπως αυτές καταγράφονται στην ισχύουσα ακόμη απόφαση 9/20.3.1985 της 21ηςολομέλειας του ΚΕΣΥ, έχου­με συντομότατα να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
1. Τα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωση της μη αναστρέψιμης απώ­λειας των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους με τα οποία διαγιγνώσκεται ο «ΕΘ» έχουν σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα παιδια­τρικών ασθενών, αποδειχθεί ανεπαρκή και εσφαλμένα με συνέπεια το χαρακτηρισμό ζώντων ως νεκρών.
2. Σε δύο από τους είκοσι πέντε (δηλ. ποσοστό 8 %) «ΕΝ» ασθενείς των εισηγητών των κριτηρίων της Minnesota για τη διάγνωση του «ΕΘ» (τα οποία κριτήρια ακολουθεί και ο υπό συζήτηση νόμος) δεν ανευρέθησαν στη μεταθανάτιο, παθολογο-ανατομική εξέταση παθολο­γικά, μακροσκοπικά ή μικροσκοπικά ευρήματα στο εγκεφαλικό στέλε­χός των.
3. Είναι γνωστό ότι επί πρωτογενών βλαβών του εγκεφαλικού στε­λέχους και κλινική εικόνα «ΕΘ» είναι δυνατόν να είναι φυσιολογικός ο φλοιός του εγκεφάλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως υποστήριξε η γερμανική αντιπροσωπεία στο Β' Παγκόσμιο Συνέδριο για τον «ΕΘ» το 1996, δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η πιθανότητα ότι οι ασθενείς αυτοί δύνανται να αισθανθούν, σκεφθούν κ.λπ.
4. Με τις κλινικές δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη διάγνω­ση του «θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους» δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί το «περιεχόμενο της συνειδήσεως» (κατά τον όρο των Plam και Posner) αλλά μόνον η εγρήγορση (arousal).
5. Έχουν δημοσιευθεί ευάριθμες περιπτώσεις «ΕΝ» ασθενών όπου έχουν καταγραφεί ακουστικά και σωματο-αισθητικά προκλητά δυναμικά, τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη ακεραίων, ανιουσών, αισθητι­κών οδών διά του εγκεφαλικού στελέχους και των υποφλοιωδών ανα­τομικών σχηματισμών.
6. Ακόμη και εάν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί αναντιρρήτως η ορι­στική απώλεια των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους, θεω­ρείται ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι το πλέον κατάλληλο για τη διαπί­στωση του θανάτου του ανθρωπίνου όντος.
7. Υποστηρίζεται από ερευνητή της προαναφερθείσης, συλλογικής μελέτης NINCDS των ΗΠΑ ότι ο «ΕΘ» ουδέποτε απέκτησε ακριβή κλινική ή παθολογο-ανατομική βάση και για τον λόγο αυτό τα κριτή­ρια διαγνώσεώς του είναι αυθαίρετα.
Από τα προαναφερθέντα συνάγεται αβίαστα ότι υπάρχει έντονη αμ­φισβήτηση αυτής ταύτης της εννοίας του «ΕΘ», μάλιστα της ερειδομένης μόνον εις τον «θάνατο του εγκεφαλικού στελέχους». Ο «ΕΘ» θεω­ρείται από μερικούς ερευνητές διαφορετική έννοια από εκείνη του βιολογικού θανάτου, ενώ έχει χαρακτηρισθεί και ως «χρησιμοθηρικό, κοινωνικό κατασκεύασμα».
Επομένως αιτιολογημένως και ορθότατα δεν διακόπτει τη μηχανι­κή υποστήριξη του αερισμού των πνευμόνων των ασθενών του στις πε­ριπτώσεις που αναφέρει στην επιστολή του ο αναπλ. καθηγητής της Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών και διευθυ­ντής της ΜΕΘ του ΝΕΕΣ κ. Παναγιώτης Μπεχράκης (ιδέ «Καθημε­ρινή» 15.8.1999, σελ. 9).
Στο συζητούμενο νόμο ουδέν αναφέρεται για την ιδιαίτερη δυσχέ­ρεια στη διάγνωση του «ΕΘ» στα μικρά παιδιά, όπου το μη αναστρέ­ψιμο της απώλειας των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους είναι δυσχερέστατο να αποδειχθή.
Ουδέν επίσης αναφέρεται για τις περιπτώσεις όπου διαγιγνώσκεται «ΕΘ» (με όλα τα ελλείμματα που προαναφέρθηκαν) σε έγκυες ασθε­νείς, όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία αριθμός περιπτώσεων όπου διατηρήθηκαν στη ΜΕΘ μέχρι 15 εβδομάδες και γέννησαν (με καισαρική τομή) βιώσιμα νεογνάΣύμφωνα με τον ημέτερο νόμο, για να μη φυλακισθεί ο ιατρός και πληρώσει πρόστιμο 2 εκατομμυρίων δραχμών, θα πρέπει, σε ανάλογη περίπτωση, να διακόψει την μηχανική υποστήριξη αδιαφορών για την τύχη του εμβρύου και της μητέρας του.
Είναι δυνατόν σε ευνομούμενη πολιτεία να μη προστατεύεται η ελευθερία της συνειδήσεως οποιουδήποτε πολίτη και μάλιστα των ια­τρών που αποφασίζουν για τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων, όταν μάλιστα υπάρχει διεθνώς σωρεία αντιρρήσεων για την έννοια του «ΕΘ»; Είναι δυνατόν να θεωρείται κακούργημα η υπακοή στα κελεύ­σματα της συνειδήσεως;
Αναμένουμε νηφάλιο διάλογο με ειδήμονες επί του θέματος όχι μό­νον διά των εφημερίδων αλλά κυρίως από ιατρικό βήμα. Η ήδη παρατηρηθείσα προσπάθεια υποτιμήσεως των αντιτιθεμένων στον ψηφι­σθέντα νόμο και η απόδοση σ' αυτούς ευτελών σκοπιμοτήτων μαρτυρεί έλλειψη επιχειρημάτων, και ενδεχομένως, και δημοκρατικού ήθους.
Η εκούσια εν ζωή δωρεά οργάνων αποτελεί πράξη υψίστης φιλαλ­ληλίας και φιλαδελφείας και σαν τέτοια δεν προωθείται με άμεσες απειλές εναντίον των ιατρών και έμμεσες εναντίον των πολιτών, όπως αυτές διαγράφονται ή υπονοούνται στον ψηφισθέντα νόμο.
Το κείμενο υπογράφουν οι:
1. Μιχαήλ Βρεττός, Αν. Καθ. ΑΠΘ, Δ/ντής Β' Χειρουργικής Προπ. Κλινικής
2. Κ.Γ. Καρακατσάνης, Αν. Καθ. ΑΠΘ, Δ/ντής Εργ. Πυρηνικής Ιατρικής
3.1. Κουντουράς, Αν. Καθ. ΑΠΘ Γαστρεντερολόγος
4.1.Ν. Τσανάκας, Αν. Καθ. ΑΠΘ Παιδιατρικής Πνευμονολογίας
5. Β. Ζουρνατζή-Κοίος Αν. Καθ. ΑΠΘ Κλινικής Βιοχημείας
6. Ν. Μπαλαμούτσος, Αν. Καθ. ΑΠΘ Διευθυντής ΜΕΘ
7. Α.Σ. Γουλιανός Διευθυντής Κέντρου Ψυχικής Υγείας Καβάλας Ψυχίατρος
8. Π. Κούγιας, Αναπλ. Δ/ντής Α' Παθ. Κλινικής Ιππ. Γ.Ν. Θεσ/νίκης
  
Απάντηση καθηγητών στους προηγούμενους στην «Καθημερινή»
(26-9-1999)
   Στο φύλλο της Κυριακής στις 12.9. 1999 της εφημερίδας «ΚΑ­ΘΗΜΕΡΙΝΗ», δημοσιεύθηκε επιστολή ιατρών στην οποία επισημαίνονται βασικά, κατά την άποψή τους, «ελλείμματα» του νόμου, εξαιτίας των οποίων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από την ιατρική κοινότητα.
Σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα, νόμοι που αναφέρονται σε ιατρι­κά θέματα πρέπει, και έτσι γίνεται, να βασίζονται σε αποδεδειγμένες γνώσεις της ιατρικής επιστήμης. Κάθε σχετικός νόμος πρέπει να αντα­ποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι δυνα­τόν να βρίσκεται σε αντίθεση με τη σύγχρονη ιατρική γνώση. Πέραν τούτου, δεν μπορεί να ξεχνάει κανείς ποτέ τον άγραφο νόμο, που λέει ότι η ιατρική βοήθεια στηρίζεται πάνω στις γνώσεις, που η ιατρική επι­στήμη παρέχει.
Μια δημόσια συζήτηση, όπως αυτή που καλώς ή κακώς γίνεται για το θέμα των μεταμοσχεύσεων μέσω της εφημερίδας σας, πρέπει να στηρίζεται σε αδιάσειστα επιστημονικά επιχειρήματα και στην πλήρη κατανόηση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας. Συ­ζητήσεις χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, προκαλούν σύγχυση στην κοι­νή γνώμη και εν τέλει έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις στο έργο των για­τρών, αλλά και στην τύχη των ασθενών.
Μετά απ' αυτά, αποτελεί επιτακτικό ιατρικό και κοινωνικό καθή­κον η εξέταση των ενστάσεων των συναδέλφων, με βάση πάντοτε τα προαναφερθέντα.
Ο όρος «νέκρωση»
Α. Η πρώτη ένσταση αφορά τον ορισμό του θανάτου, που σύμφωνα με την άποψή τους, ο όρος «νέκρωση» του εγκεφαλικού στελέχους, εί­ναι αδόκιμος και δύναται να τεκμηριωθεί μόνο μετά τη μεταθανάτιο αφαίρεση του εγκεφάλου και εξέταση του από ειδικό παθολογο-ανατόμο.
Γνωρίζουμε ότι ο όρος «νέκρωση» χαρακτηρίζει τον θάνατον ομά­δων κυττάρων ή τμημάτων ιστών ή οργάνων με αποτέλεσμα, όπως αμέτρητες πειραματικές και κλινικές μελέτες, έχουν δείξει, οι λειτουρ­γίες τους να μην μπορούν να επιτελεστούν, δηλ. να χάνονται. Γι' αυτό στην καθημερινή ιατρική πράξη είναι σύνηθες, η διαπίστωση απώλειας λειτουργιών μιας ομάδας κυττάρων, ιστών ή οργάνων να παραπέμπει στον θάνατό τους. Η διάγνωση τότε της νέκρωσης, τίθεται με κλινικά κριτήρια χωρίς να απαιτείται γι' αυτήν παθολογοανατομική επιβεβαί­ωση. Η απώλεια π.χ. ικανότητας αντίδρασης της κόρης του οφθαλμού στο ερέθισμα του φωτός, επιτρέπει στο γιατρό να διαγνώσει την απώ­λεια της λειτουργικής ικανότητας της ομάδας των νευρικών κυττάρων που την επιτελούν. Και εάν αυτή παραμείνει για πολύ χρόνο, επιτρέπει στο γιατρό να διαγνώσει τη νέκρωση.
Το ίδιο ισχύει και σε ασθένειες άλλων οργάνων, όπως της καρδιάς, όπου η νέκρωση μέρους των κυττάρων του μυοκαρδίου σημαίνει κλινι­κά νέκρωση του μυοκαρδίου (έμφραγμα), ή προκειμένου για μόνιμη οξεία βλάβη του φλοιού του νεφρού σημαίνει την κλινική διάγνωση νέ­κρωσης του φλοιού του νεφρού.
Η διαπίστωση επομένως απώλειας γνωστών φυσιολογικών λει­τουργιών για μια συγκεκριμένη ομάδα κυττάρων, ιστών ή οργάνων, για ικανό χρόνο υπό δεδομένες συνθήκες αποτελεί για την κλινική πράξη αποδοχή του όρου «νέκρωση» χωρίς την απαίτηση παθολογο-ανατομικής αιτιολόγησης.
Mε όλα τα μέσα
Κατά συνέπεια η χρησιμοποίηση από τον νομοθέτη του όρου «νέκρωση» δεν αποτελεί έλλειμμα, αντίθετα αποδίδει με α­κρίβεια την ολική και μη αναστρέψιμη καταστροφή των κυτ­τάρων του εγκεφαλικού στελέχους. Ο νέος νόμος απαιτεί να αποδει­κνύεται η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους με όλα τα διαθέσιμα στην ιατρική επιστήμη κλινικά, παρακλινικά και εργαστηριακά μέσα.
Ο νόμος υιοθετεί τον όρο «νέκρωση», προκειμένου προφανώς να εξασφαλίσει την πλήρη διερεύνηση της κάθε περίπτωσης, με όλα τα μέσα και όχι μόνο με τις δοκιμασίες ελέγχου των εγκεφαλικών λει­τουργιών. Ο νόμος δεν υποχρεώνει τον γιατρό να διαπιστώσει τον εγκεφαλικό θάνατο, εφόσον αυτός έχει αμφιβολίες. Αντίθετα απαιτεί αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων και επιτάσσει, τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτών για κάθε περίπτωση να γίνονται αποδεκτά από τρεις γιατρούς ειδικοτήτων συναφών με την εγκεφαλική λειτουργία.
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι δοκιμασίες των εγκεφαλικών λειτουρ­γιών που έχουν υιοθετηθεί από την ιατρική κοινότητα και το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) (9/2385) της Ελλάδας, αντιστοιχούν σε ολόκληρο το εγκεφαλικό στέλεχος και όχι μόνο σε μια περιοχή του. Και τούτο διότι οι εξεταζόμενες λειτουργίες επιτελούνται από διαφο­ρετικές ομάδες κυττάρων του στελέχους, που είναι κατανεμημένες σε όλη την έκταση του.
Τα έξι σημεία
Το Β μέρος της ένστασης περιλαμβάνει 6 σημεία, που στο σύνο­λό τους αμφισβητούν, αν με τις σημερινές ιατρικές γνώσεις μπορεί κανείς να διαγνώσει τον εγκεφαλικό θάνατο, ή όντως το κριτήριο του εγκεφαλικού θανάτου είναι αρκετό για να οροθετήσει το τέλος της ζωής.
Ας δούμε όμως τα σημεία κατά σειρά:
1. Στο σημείο αυτό, αναφέρουν, ότι τα κριτήρια είναι ανεπαρκή και ιδιαίτερα για τις «παιδιατρικές» περιπτώσεις.
Η παγκόσμια ιατρική κοινότητα απεδέχθη τη διάγνωση του εγκε­φαλικού θανάτου, που είναι αποκλειστικά κλινική. Παρ' όλα ταύτα πρέπει να τονισθεί ότι στην καθημερινή κλινική πράξη ερευνώνται οι περιπτώσεις, με υποψία εγκεφαλικού θανάτου με όλες τις σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους (αξονική τομογραφία, μέτρηση ενδοκράνιας πίεσης κ.λπ.). Σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να διευκρινισθεί η αιτία της απώλειας της συνείδησης (κώμα), η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου δεν μπορεί να τεθεί και βεβαίως δεν τίθεται.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, κανένα άτο­μο δεν επέζησε ή ανέκτησε τη συνείδησή του, αν και υποστηρίχθηκε με τεχνητά μέσα, μέχρι της πλήρους παύσεως της καρδιακής του λειτουρ­γίας εάν είχε διαγνωσθεί προηγουμένως με τα κριτήρια λειτουργίας του εγκεφαλικού στελέχους ο εγκεφαλικός θάνατος. Αντανακλαστικές κινήσεις από δραστηριότητες του νωτιαίου μυελού, σε άτομα που πλη­ρούν τις προδιαγεγραμμένες ικανές και αναγκαίες συνθήκες δεν μπορεί να εμποδίσουν τη μοιραία έκβαση.
Σημαντικότερη και αδιάσειστη διεθνώς θέση, έχουν τα κριτήρια και οι δοκιμασίες, που παραπέμπουν στον θάνατο ή στη νέκρωση του εγκε­φαλικού στελέχους. Οι Βρετανοί μάλιστα, θεωρούν τα κριτήρια αυτά σαν τη μοναδική ικανή και αναγκαία συνθήκη διάγνωσης του θανάτου. Όταν αυτή η συνθήκη πληρούται, πληρούνται αυτομάτως και οι λοιπές συνθήκες που αφορούν και τον υπόλοιπο εγκέφαλο, δηλαδή όταν απο­θάνει το εγκεφαλικό στέλεχος, αποθνήσκει χωρίς άλλο ολόκληρος ο εγκέφαλος.
Τι ξέρουμε για την πιστοποίηση του εγκεφαλικού θανάτου στα παι­διά; Είναι δυνατή η διάγνωση με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στους ενήλικες;
Γνωρίζουμε ότι μερικά αντανακλαστικά εμφανίζονται στο 7ο έτος της ζωής ενός παιδιού, ενώ τα περισσότερα απ' αυτά υπάρχουν με τη γέννησή του. Τα αντανακλαστικά όμως, που έχουν σχέση με το εγκε­φαλικό στέλεχος, εμφανίζονται υπό φυσιολογικές συνθήκες αμέσως μετά τη γέννηση του βρέφους. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται, ότι οι περιπτώσεις μικρών παιδιών και νηπίων, σε ό,τι αφορά τη διαδι­κασία διάγνωσης του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους, δεν διαφο­ροποιούνται έναντι των ενηλίκων.
Η αμφισβήτηση των κλινικών κριτηρίων για τη διάγνωση νέκρω­σης του εγκεφαλικού στελέχους, έτσι όπως και ύστερα από μακράν βάσανον της ιατρικής έρευνας έχουν γίνει διεθνώς αποδεκτά, εφαρμόζο­νται και αποδεικνύονται, δημιουργεί μείζον πρόβλημα αντιπαράθεσης των συναδέλφων με αποδεδειγμένη ιατρική γνώση.
2. Στο σημείο αυτό αναφέρεται, ότι 8% των εγκεφαλικά νεκρών, σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια διάγνωσης του εγκεφαλικού θανά­του, δεν ανευρέθησαν στη μεταθανάτιο παθολογοανατομική εξέταση παθολογικά.
Οι υπογράψαντες δεν έλαβαν υπ' όψιν τους πως σήμερα ξέρουμε ότι οι παθολογοανατομικές μικροσκοπικές παράμετροι της νέκρωσης σε περίπτωση θανάτου ενός εγκεφαλικού κυττάρου, εμφανίζονται ύστερα από 24 και πλέον ώρες από το γεγονός, ενώ η απώλεια των λειτουρ­γιών του εγκεφαλικού στελέχους προηγείται της διαπίστωσης αυτής. Αν, λοιπόν, ο γιατρός ελέγξει τις εγκεφαλικές λειτουργίες με τα κριτή­ρια που έχει καθιερώσει η επιστήμη, η περίπτωση λανθασμένης αξιο­λόγησης είναι ανύπαρκτη. Οι περιπτώσεις που αναφέρονται ως εσφαλ­μένες διαγνώσεις εγκεφαλικού θανάτου, βάσει των γνωστών κριτη­ρίων, είχαν σαν αιτία την όπως απεδείχθη, μη τήρηση των απαραίτη­των και ικανών συνθηκών διάγνωσης.
3. Εδώ υποστηρίζεται, ότι επί πρωτογενών βλαβών του εγκεφαλι­κού στελέχους με κλινική εικόνα εγκεφαλικού θανάτου είναι δυνατόν ο φλοιός του εγκεφάλου να είναι φυσιολογικός.
Ξέρουμε ότι σε πρωτογενείς βλάβες μπορεί να υπάρξει μια μερική βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους, που να αντιστοιχεί σε μερική απώ­λεια των λειτουργιών του. Σε πρωτογενείς βλάβες, λοιπόν, (μερικές) του εγκεφαλικού στελέχους, δεν μπορεί να ικανοποιηθούν τα κριτήρια του εγκεφαλικού θανάτου, που αφορούν την πλήρη απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους. Κατά συνέπεια διάγνωση εγκεφαλικού θανάτου δεν μπορεί να τεθεί και δεν τίθεται.
4. Στο σημείο αυτό υποστηρίζεται ότι με τις κλινικές δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί το περιεχόμενο της συνείδησης.
Η λειτουργική ικανότης του φλοιού του εγκεφάλου, όπως γνωρί­ζουμε, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της συνείδησης, τουτέστιν, χωρίς φλοιό δεν υπάρχει συνείδηση στον άνθρωπο. Το εγκε­φαλικό στέλεχος, πάλι, είναι απαραίτητο για να υπάρξει φυσιολογική λειτουργία φλοιού που εμπεριέχει και αυτή της συνείδησης. Και τούτο γιατί από το εγκεφαλικό στέλεχος ξεκινούν νευρικές ίνες που απολή­γουν στο φλοιό και είναι υπεύθυνες για τη συνείδηση του ανθρώπου. Αν το στέλεχος, λοιπόν, είναι νεκρό, η συνείδηση του ανθρώπου είναι ανύ­παρκτη. Η ιατρική επιστήμη, παρά την πρόοδο της τεχνολογίας, δεν έχει μέχρι στιγμής βρει τον τρόπο, ακόμη και σε υγιείς, να εξακριβώσει το περιεχόμενο της συνείδησης. Η ύπαρξη της συνείδησης, όπως ανεφέρθη, συνδέεται άρρηκτα με μια απαραίτητη νευροβιολογική προ­ϋπόθεση, που είναι η σωστή λειτουργία του εγκεφαλικού στελέχους. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση, δεν υπάρχει συνείδηση.
Ορθώς, λοιπόν, ο νομοθέτης απαιτεί να εξετασθεί πλήρως η κατά­σταση του εγκεφαλικού στελέχους, γιατί όταν αυτό κριθεί νεκρό (νέ­κρωση), ταυτόχρονα πιστοποιείται η κατάργηση της ικανότητος συ­νείδησης του ατόμου. ,
5. Στο σημείο αυτό αναφέρεται: «... έχουν δημοσιευθεί ευάριθμες περιπτώσεις εγκεφαλικού θανάτου ασθενών που έχουν καταγραφεί προκλητά δυναμικά... δηλ. σημεία ύπαρξης λειτουργίας εγκεφαλικών οδών...».
Στις περισσότερες περιπτώσεις νέκρωσης του εγκεφαλικού στελέ­χους, καταστρέφονται μαζί με αυτό όλες οι νευρικές οδοί που περνούν από το εγκεφαλικό στέλεχος. Ακόμη, όμως, και αν υποτεθεί ότι δια­τηρούνται ορισμένες οδοί (νευρικές ίνες), που προέρχονται από τον νωτιαίο μυελό και κατορθώνουν να φθάσουν μέσω του στελέχους σε υποφλοιώδεις περιοχές του πρόσθιου εγκεφάλου, τα μηνύματα τους δεν μπορούν να διοχετευθούν στον φλοιό, γιατί όπως ήδη ανεφέρθη ο φλοιός πεθαίνει με το θάνατο του εγκεφαλικού στελέχους. Η ισοηλεκτρική γραμμή στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, που παραμένει σταθε­ρή και αμετάβλητη, μετά από μόνιμη βλάβη του στελέχους, αποδει­κνύει του λόγου το αληθές.
6. Στο σημείο αυτό επανέρχονται οι συνάδελφοι, χωρίς επιχειρήμα­τα και αμφισβητούν δογματικά την ορθότητα των κριτηρίων διά­γνωσης του εγκεφαλικού θανάτου. Εδώ πλέον αντιπαρατίθεται η άπο­ψη αυτή με τα διεθνώς ισχύοντα σε ιατρικό επίπεδο, γεγονός που δημι­ουργεί ένα τεράστιο πρόβλημα, πρωταρχικά για τους ιδίους.
Στη συνέχεια, οι συντάξαντες την επιστολή, δημιουργούν, στους πο­λίτες, μη γιατρούς, με τη χρήση του όρου «χρησιμοθηρικό», σημαντι­κά ερωτηματικά για τις μεταμοσχεύσεις και για την υποχρέωση κοι­νωνικής μέριμνας έναντι των ασθενών με ανεπάρκεια λειτουργίας ενός ζωτικού τους οργάνου. Εδώ πρέπει να υποθέσει κανείς ότι οι συγ­γραφείς της επιστολής της «Καθημερινής» προσπαθούν να καταστήσουν τη μεταμόσχευση, ως ηθικά διάτρητο θεραπευτική μέθοδο, το δε νέο νόμο επιστημονικά ανεπαρκή.
Το καινούργιο
Είναι γνωστό, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος σαν κριτήριο θανάτου έχει γίνει αποδεκτός με αντίστοιχες νομοθεσίες από όλα τα κράτη του κόσμου. Ο νέος νόμος λοιπόν δεν «κομίζει γλαύκας εις Αθήνας». Το καινούργιο, που φέρνει ο νέος νόμος και που ίσως οι συγγράψαντες το κείμενο της επιστολής δεν κατανόησαν, είναι ότι ιδρύεται και στην πατρίδα μας, όπως υπάρχει σε όλα τα άλλα ευρω­παϊκά κράτη, οργανισμός εποπτευόμενος από την πολιτεία (ΕΟΜ), που εντέλλεται να φροντίσει την ανάπτυξη των μεταμοσχεύσεων, τη διάδοση της ιδέας της δωρεάς οργάνων, την εποπτεία στη διαδικασία διάθεσης των μοσχευμάτων και τέλος να εγγυηθεί με την καλή οργά­νωση και λειτουργία των μεταμοσχευτικών κέντρων, την ευόδωση του εγχειρήματος. Ο νομοθέτης με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζει ότι τα μοσχεύματα, όπως ισχύει σε όλο τον κόσμο, αποτελούν εθνικό πλούτο, ο οποίος οφείλει να διατίθεται με σεβασμό προς τους απελθόντες δότες, αλλά και με κοινωνική αλληλεγγύη προς τους αναμένοντες ασθενείς.
Τελειώνοντας, ας μας επιτραπεί μια τελευταία παρατήρηση: ότι το πρωταρχικό καθήκον των γιατρών της πρώτης γραμμής (εντατικολόγοι, κ.λπ.), είναι να σώσουν τους ασθενείς τους, αποκαθιστώντας τις ζωτικές τους λειτουργίες. Δεν αποτελεί όμως ούτε επιστημονικά, αλ­λά ούτε και ηθικά αποδεκτό στόχο η διατήρηση ζωτικών λειτουργιών με τεχνητά μέσα (καρδιά, νεφρά, πνεύμονες), εφόσον έχει επέλθει ο εγκεφαλικός θάνατος, ο θάνατος. Η συνέχιση του τεχνητού αερισμού ατόμων αποδεδειγμένα νεκρών, όχι μόνο αγνοεί βασικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, αλλά δημιουργεί στους γιατρούς αξεπέραστα ηθι­κά και δεοντολογικά προβλήματα. Όπως εύστοχα αναφέρει ο συνά­δελφος Ν. Τάσκος σε ένα δημοσίευμα του: «Η πιστοποίηση του θανά­του είναι ιατρική απόφαση και όταν τεθεί η διάγνωσή του, σταματάει να γίνεται κάτι που δεν είναι απαραίτητο».
Το κείμενο υπογράφουν οι:
1. Ν. Παπαδάκης, Καθηγητής Νευροχειρουργικής Πανεπιστημίου Πατρών
2. Σ. Γερουλάνος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυ­ντής Εντατικής Μονάδος Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου
3. Ε. Σοφιανός, Διευθυντής Μονάδας Εντατικής Θεραπείας Π.Γ.Ν. «ΑΧΕΠΑ»
4. Ε. Ασκητοπούλου, Καθηγήτρια Αναισθησιολογίας - Εντατικής Θεραπείας Πανεπιστημίου Κρήτης
5. Π. Αλιβιζάτος, Διευθυντής Α' Καρδιοχειρουργικής Κλινικής και Τμήματος Μεταμοσχεύσεων Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου
6. I. Βαράκης, Νευροπαθολογοανατόμος, Καθηγητής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Πατρών
7. Γ. Κωστόπουλος, Καθηγητής Φυσιολογίας - Νευροφυσιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών
8. Prof. Dr. Med. Karl Zilles, Director des C. und O. Vogt-Instituts fur Hirnforschung der Universitat Dusseldorf und des Instituts fur Medizin des Forschungs-zentrums Julich, Deutschland
9. I. Γ. Βλαχογιάννης, Καθηγητής Παθολογίας - Νεφρολογίας Πανεπιστημίου Πάτρας και Φρανκφούρτης, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Μεταμοσχεύσεων.

Ανταπάντηση των πρώτων καθηγητών στην εφημερίδα «Καθημερινή»
(10-10-1999)
   Στο φύλλο της εφημερίδας «Καθημερινή» της 26.9.1999 δημο­σιεύθηκε κείμενο οκτώ ιατρών-καθηγητών πανεπιστημίων με σκοπό την εξέταση των ενστάσεων, οι οποίες είχαν διατυπωθεί σε προηγούμενο δημοσίευμα μας («Καθημερινή» 12.9.1999) σχετι­κώς με ορισμένα άρθρα του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου για τις με­ταμοσχεύσεις. Οι υπογράφοντες στηριζόμενοι στη διεθνή βιβλιογρα­φία έχουμε να αντιπαραθέσουμε τα εξής:
Κατά τη διάρκεια των 31 ετών αφότου το πρώτο ορίσθηκε η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου», έχουν προκύψει πολλά δεδομένα από τα οποία καταδεικνύεται ότι σε ορισμένους «εγκεφαλικώς νεκρούς» α­σθενείς, οι οποίοι έχουν διαγνωσθεί με τα καθιερωμένα κλινικά κριτή­ρια, υπάρχει:
α) νευρο-ορμονική λειτουργία με διατήρηση του ομοιοστατικού μη­χανισμού διατήρησης του ισοζυγίου του ύδατος του οργανισμού,
β) φυσιολογικό επίπεδο ορισμένων ορμονών της υποφύσεως,
γ) υπολειπόμενη ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις προσομοίαζε με εκείνη του φυσιολογικού ύπνου,
δ) μερική λειτουργία του εγκεφαλικού στελέχους,
ε) μαρτυρία αποκρίσεως σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος,
στ) συγκέντρωση των ραδιοφαρμάκων Tc-99m ΗΜΡΑΟ και F-18-FDG στη φαιά ουσία του εγκεφάλου, όπως αποδεικνύεται με τα σπιν­θηρογραφήματα SPECT και PET, αντιστοίχως,
ζ) διατήρηση αυτομάτων κινήσεων (διαφορετικών από τα νωτιαία αντανακλαστικά), οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να ταυτοποιηθούν ως αναγνωρισμένα αντανακλαστικά,
η) διατήρηση ορισμένων αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέ­χους, όπως εκείνο του μασητήρος και το στοματικό (snout reflex),
θ) αποδοχή του γεγονότος ότι τα δεδομένα σχετικώς με τη βασική δοκιμασία της άπνοιας είναι ελλιπή, κατά την Αμερικανική Νευρολο­γική Ακαδημία,
ι) φυσιολογική παθολογοανατομική εικόνα του εγκεφαλικού στελέ­χους σε ποσοστά μέχρι 15% σε ασθενείς, οι οποίοι ευρίσκοντο στον αναπνευστήρα για περισσότερα από ένα εικοσιτετράωρα και
ιβ) επιβίωση με μερική ανάκτηση των λειτουργιών του ΚΝΣ σε «ε­γκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς.
Τα προαναφερθέντα ευρήματα και άλλα, τα οποία αναφέρονται κα­τωτέρω, έχουν θέσει σε μεγάλη δοκιμασία τον όρο του «εγκεφαλικού θανάτου». Υπό την πίεση αυτών των ευρημάτων πληθύνονται, ανά τον κόσμο, οι υποστηρίζοντες ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» θα πρέπει να στηρίζεται, όχι στη μη αναστρέψιμη απώλεια των φυτικών λειτουργιών του εγκεφάλου, αλλά στη μη αναστρέψιμη απώλεια των υψηλό­τερων διανοητικών λειτουργιών (higher brain formulation).
Σχετικώς με τα γραφέντα υπό των συναδέλφων έχουμε να παρατη­ρήσουμε τα ακόλουθα, τα οποία καθίστανται πλέον κατανοητά μετά την προαναφερθείσα απαραίτητη εισαγωγή.
Ο όρος νέκρωση
Α. Ο όρος «νέκρωση», γνωστός από τις εγκύκλιες ιατρικές σπουδές, είναι όρος παθολογοανατομικός και δεν είναι δυνατόν να τεθεί αναντιρρήτως με οποιονδήποτε συνδυασμό κλινικών ή κλινικών και εργα­στηριακών ευρημάτων. Με τους προαναφερθέντες συνδυασμούς είναι δυνατόν μόνο να πιθανολογηθείη ύπαρξη «νεκρώσεως». Ειδικότερα όμως για τον εγκέφαλο όπου ο όρος «νέκρωση» συνεπάγεται άμεση αναγγελία θανάτου είναι ευνόητο ότι η θέση της διαγνώσεως του θα­νάτου με πιθανότητες δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή.
Ο προσφάτως ψηφισθείς νόμος ουδέν αναφέρει για τη χρησιμοποίη­ση παρακλινικών κριτηρίων για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανά­του», ενώ η ισχύουσα σχετική εγκύκλιος του ΚΕΣΥ (9/20.3.1985) επανειλημμένως αναφέρει ότι «η κλινική διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους αποτελεί ασφαλή και επαρκή διάγνωση του θανάτου του ανθρώπινου σώματος», παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, δεν ήταν δυνατόν να επαληθευθεί, για οποιον­δήποτε συνδυασμό κλινικών κριτηρίων, ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» συνεσχετίζετο σταθερώς με την ύπαρξη διαχύτως κατεστραμμένου εγκεφάλου. Από μελέτες επίσης μεγάλου αριθμού «εγκεφαλικώς νε­κρών» ασθενών, οι οποίοι είχαν παραμείνει στον αναπνευστήρα για πε­ρισσότερα από ένα εικοσιτετράωρα, δεν ανευρέθη στη μεταθανάτιο παθολογοανατομική εξέταση ο «εγκέφαλος του αναπνευστήρος» σε ποσο­στά που εκυμαίνοντο από 15 % -52 %.
Η απαραίτητη χρονική περίοδος, προκειμένου να τεκμηριωθεί το μη αναστρέψιμο της κατάστασης, όρος απαραίτητος για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου», δεν είναι ασφαλώς γνωστή για οποιαδή­ποτε ηλικία, πολύ περισσότερο για τη βρεφική. Η χρησιμοποίηση υπό των συναδέλφων των ασαφών όρων «πολύς» και «ικανός» χρόνος είναι δηλωτική της υπαρχούσης εν προκειμένω δυσχέρειας.
Το αναφερόμενο παράδειγμα υπό των συναδέλφων σχετικώς με το έμφραγμα του μυοκαρδίου, στην ουσία αποδεικνύει το αντίθετο, διότι είναι γνωστό ότι στην περιοχή του εμφράγματος, η οποία εχαρακτηρίζετο «νεκρή», υπάρχουν και ζώντα-λαθροβιούντα (hybernatig myo­cardium) κύτταρα όπως αποδεικνύεται από μελέτες SPECT και PET. Τα κύτταρα αυτά, εάν γίνει επαναγγείωση της περιοχής, αναλαμ­βάνουν σημαντικώς την απολεσθείσα λειτουργικότητά των σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών αυτών. Επομένως ο όρος «νέκρωση» είναι εν προκειμένω εσφαλμένος.
Παιδιά και βρέφη
Β1. Ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί οι ιατροί στην εφαρ­μογή των νευρολογικών κριτηρίων του θανάτου σε παιδιά ηλικίας μι­κρότερης των 5 ετών, τονίζεται ήδη από την επιτροπή των εμπειρο­γνωμόνων για τη διάγνωση του θανάτου στις ΗΠΑ το 1981. Ότι είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί το μη αναστρέψιμο της απώ­λειας των λειτουργιών του εγκεφάλου στα βρέφη τονίζεται εμφαντικώς από τους διεθνούς φήμης παιδονευρολόγους-παιδιάτρους S. Ashwal και J. Volpe. Ότι πολλοί δεν αποδέχονται την έννοια του «ε­γκεφαλικού θανάτου» σε νεογνά την πρώτη εβδομάδα της ζωής τους, μεταξύ των οποίων και η προς τούτο συσταθείσα επιτροπή για τον ορι­σμό του «εγκεφαλικού θανάτου» στα παιδιά στις ΗΠΑ είναι επίσης γνωστό. Ότι η βρετανική άποψη περί του «θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους», ως συνθήκης επαρκούς για τον ορισμό του θανάτου του αν­θρώπου, έχει υποστεί δριμεία κριτική τόσο παλαιότερα όσο και πρό­σφατα, το 1995, στο Β' Παγκόσμιο Συνέδριο για τον «εγκεφαλικό θά­νατο» είναι σε όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στο θέμα αυτό, ομοί­ως γνωστά γεγονότα. Ότι, τέλος, έχουν περιγραφεί περιπτώσεις όπου «εγκεφαλικώς νεκρά» βρέφη και παιδιά, τα οποία επληρούσαν όλα τα γνωστά κριτήρια - σε μερικά μάλιστα η δοκιμασία της άπνοιας ήταν δύο φορές θετική - επέζησαν με μικρότερα ή μεγαλύτερα ελλείμματα των λειτουργιών του ΚΝΣ είναι επίσης γνωστά (οι βιβλιογραφικές αναφορές ευρίσκονται στο αρχείο των υπογραφόντων και είναι διαθέ­σιμες).
Επομένως, οι υπογράφοντες στηριζόμενοι στην παλαιότερη και πρόσφατη διεθνή βιβλιογραφία είναι αναγκασμένοι να μην πείθονται από την επιχειρηματολογία των συναδέλφων.
Β2. Ο «εγκέφαλος του αναπνευστήρος» με όλες τις ποικίλες παθο­λογοανατομίες αλλοιώσεις που τον συνοδεύουν, δεν αποτελεί καθορι­σμένη παθολογοανατομική οντότητα και δεν παρατηρείται σε όλους τους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς. Σε μεγάλο αριθμό «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών, σε διάφορες μελέτες, οι οποίοι είχαν παραμείνει σε μηχανική υποστήριξη του αερισμού των πνευμόνων για ένα ή περισ­σότερα εικοσιτετράωρα, η προαναφερθείσα παθολογοανατομική οντό­τητα δεν υπήρχε σε ποσοστά που εκυμαίνοντο από 8 % έως 48 %. Η διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» στις περισσότερες περιπτώσεις είχε γίνει με τα αποδεκτά κριτήρια σε γνωστά πανεπιστημιακά νοσο­κομεία των ΗΠΑ.
Ύπαρξη συνείδησης
Β3. Στο σχόλιό τους αυτό οι συνάδελφοι πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι έχουν δημοσιευθεί πολλές περιπτώσεις ασθενών με πρω­τογενείς βλάβες του εγκεφαλικού στελέχους και πλήρη εικόνα «εγκε­φαλικού θανάτου» με βαθύ, μη αντιδρών, απνοϊκό κώμα και έλλειψη όλων των αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους. Στις περι­πτώσεις αυτές, όπως απεδείχθη στην παθολογοανατομική εξέταση, ο φλοιός ήταν σχεδόν φυσιολογικός. Ακριβώς γι' αυτές τις περιπτώσεις σχολίασε η γερμανική αντιπροσωπεία στο Β' Παγκόσμιο Συνέδριο για τον «εγκεφαλικό θάνατο», το 1995, ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι αυτοί οι ασθενείς είναι δυνατόν να αισθανθούν, σκε­φθούν κ.λπ. Οι συνάδελφοι εν προκειμένω παρακάμπτουν το μείζον πρόβλημα του ενδεχομένου υπάρξεως τμήματος της συνειδήσεως σε ασθενείς, οι οποίοι σύμφωνα με τα κριτήρια που αποδέχονται είναι «νεκροί».
Β4. Στο θέμα του προβλήματος εάν υπάρχει συνείδηση στους «ε­γκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς και εάν αυτό είναι δυνατόν να ελεγχθεί, οι συνάδελφοι προβαίνουν σε μία ορθή διαπίστωση, ότι «η τεχνολογία δεν έχει μέχρι σήμερα βρει τρόπο να εξακριβώσει το περιεχόμενο της συνείδησης ακόμη και στους υγιείς». Στη συνέχεια όμως δεν διακρί­νουν και ταυτίζουν την προϋπόθεση διαγνώσεως του θανάτου (η οποία, σύμφωνα με τον ορισμό που αποδέχονται, είναι η μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση) με το αποτέλεσμα του θανά­του, το οποίο, κατ' αυτούς, πάλι, είναι η κατάργηση της ικανότητας αυτής.
Η «ικανότητα για συνείδηση», όρος ο οποίος έχει προκαλέσει σύγ­χυση στη διεθνή βιβλιογραφία, συμπίπτει με την εγρήγορση (arousal), η οποία φαίνεται κατηργημένη στους «εγκεφαλικώς νεκρούς». Εάν όμως το περιεχόμενο της συνειδήσεως είναι δύσκολο να εκτιμηθεί στους υγιείς, πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί στους ασθενείς αυτούς, όπως σχολιάζουν οι διεθνούς φήμης νευρολόγοι Plam. Posner και Ropper, όταν είναι ηλαττωμένη (ή, πολύ περισσότερο, κα­τηργημένη) η εγρήγορση.
Επομένως δεν είναι σαφής ο ορισμός του θανάτου, ο οποίος ορίζεται κατά το ήμισυ ως «η μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για συ­νείδηση», όταν το προσχηματισμένο περιεχόμενο της συνειδήσεως δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί.
Η ανάδυση του περιεχομένου της συνειδήσεως σε ασθενείς, ευρισκο­μένους σε μόνιμη φυτική κατάσταση (όπου θεωρείται ότι είναι κατηργημένο το περιεχόμενο της συνειδήσεως) μετά διέγερση - με εμφύτευ­ση ηλεκτροδίων - βαθέως εντός του διεγκεφαλικού, ανιόντος, ενεργοποιητικού μηχανισμού αποτελεί ισχυρό επιχείρημα κατά της χρησιμο­ποιήσεως της απώλειας των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους ως κριτηρίου θανάτου.
Ερεθίσματα
Β5. Σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς έχει παρατηρηθεί ύπαρξη ακουστικών και σωματοαισθητικών δυναμικών, με όλες τις κορυφές (peaks), γεγονός που αποδεικνύει ότι οι αντίστοιχες ανιούσες, αισθητι­κές οδοί του εγκεφαλικού στελέχους είναι λειτουργικώς ακέραιες. Τα ευρήματα αυτάαποδεικνύουν ότι σε αυτούς τους ασθενείς το εγκεφαλι­κό στέλεχος δεν είναι «νεκρό». Οι συνάδελφοι, αναφερόμενοι στην ενό­τητα αυτή στο φλοιό του εγκεφάλου, δεν απαντούν στο ερώτημα το οποίο είναι εν προκειμένω εάν το στέλεχος (το οποίο θεωρούν «νε­κρό») δύναται να άγει τα ερεθίσματα αυτά. Περαιτέρω έχει δημοσιευ­θεί ικανός αριθμός περιπτώσεων «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών με πλήρη ανεπάρκεια των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέχους, στους οποίους παρατηρείται ύπαρξη ήλεκτρο - εγκεφαλογραφήματος, λη­φθέντος με όλες τις υποδείξεις της αμερικανικής ηλεκτρο-εγκεφαλογραφικής εταιρείας. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές δεν είχε «πε­θάνει ο φλοιός», όπως γράφουν.
Β6. Τονίζεται από διάφορους συγγραφείς ότι η απώλεια μόνο των φυτικών λειτουργιών του εγκεφάλου δεν είναι κατάλληλο κριτήριο για το θάνατο του ανθρώπου. Απαιτείται απόδειξη της μη υπάρξεως συν­ειδήσεως (εγρηγόρσεως και περιεχομένου) για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν απόλλυται.
Οι συνάδελφοι παρακάμπτουν τις απόψεις των Walker και Molinari ότι τα κριτήρια διαγνώσεως του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι αυθαί­ρετα και ότι ουδέποτε απέκτησε αυτός ακριβή κλινική ή παθολογοανα-τομική βάση.
Επίσης, δεν σχολιάζουν το άρθρο 20 παραγρ. 1, το οποίο προβλέπει ποινή ΦΥΛΑΚΙΣΕΩΣ και χρηματικό πρόστιμο εναντίον ιατρών, οι οποίοι, για λόγους συνειδήσεως θα αρνηθούν ενδεχομένως τη διακοπή της μηχανικής υποστηρίξεως των βαρύτατα πασχόντων ασθενών των, όπως επισήμανε ο αν. καθηγητής και διευθυντής Μονάδος Εντατικής Θεραπείας κ. Παν. Μπεχράκης («Καθημερινή» 15.8.1999).
Η διατύπωση θέσεων με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο επί ιατρικών θεμάτων, όπως ο «εγκεφαλικός θάνατος», για τον οποίο ήδη διατυπώνονται ερωτήματα εάν πρέπει να εξακολουθεί ισχύων (ίδε άρ­θρα του διαπρεπούς ερευνητού του Πανεπιστημίου του Harvard, Truog RD και άλλων), αφαιρεί βάρος από τα επιχειρήματα όσων επιλέγουν αυτό τον τρόπο παρουσιάσεως.
Οι εκδηλώσεις του θανάτου στον άνθρωπο είναι η μη αναστρέψιμη παύση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής, η ακολουθούσα απώλεια της ακεραιότητας των κυτταρικών μηχανισμών από τους οποίους εξαρτάται η ζωή, η μη ύπαρξη αντανακλαστικών και αυτομά­των κινήσεων, η προοδευτική πτώση της θερμοκρασίας του σώματος, η ακαμψία και η αποσύνθεση.
Σωματικές λειτουργίες στη ΜΕΘ
Οι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς, καταλλήλως υποστηριζόμε­νοι στις ΜΕΘ, διατηρούν σταθερή θερμοκρασία, ορισμένοι διατηρούν νωτιαία αντανακλαστικά και άλλες αυτόματες, δυ­σεξήγητες κινήσεις, διατηρούν τη λειτουργία της κυκλοφορίας και της ανταλλαγής των αναπνευστικών αερίων (υποστηρίζοντας το μηχανικό αερισμό των πνευμόνων), απορροφούν και αφομοιώνουν τροφές, κερ­δίζουν βάρος, επουλώνουν τραύματα, κυοφορούν και γεννούν (με και­σαρική τομή) βιώσιμα νεογνά (μετά υποστήριξη στις ΜΕΘ για εβδο­μάδες ή μήνες - έχουν περιγραφεί τουλάχιστον έξι περιπτώσεις).
Μας λυπεί το σχόλιο ότι οι νομοθέτες αναγνωρίζουν ότι τα μοσχεύ­ματα είναι «εθνικός πλούτος», άρα δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του κάθε δότου αλλά στο κράτος!
Έχουμε την πεποίθηση ότι η ευαισθησία και το φιλότιμο, τα οποία χαρακτηρίζουν την ελληνική φυλή, δεν είναι δυνατόν να δεχθούν ούτε τις επινοήσεις της «τεκμαιρόμενης συναίνεσης» ούτε την άποψη της συλλογικής δεξαμενής οργάνων, τα οποία διατίθενται κατά την κρίση των εκάστοτε κρατούντων.
Δεν αποδεχόμεθα, τέλος, την «υπόθεση» των συναδέλφων με τη γε­νίκευση ότι θεωρούμε διάτρητο ηθικά το θεσμό των μεταμοσχεύσεων. Αντίθετα, πιστεύουμε στην αναγκαιότητα και στην άμεση προτεραιό­τητα, η οποία πρέπει να δοθεί για την επίλυση του επείγοντος κοι­νωνικού προβλήματος εξεύρεσης μοσχευμάτων.
Οι υπογράφοντες μάλιστα συμμετείχαμε εμπράκτως στην πρακτική των μεταμοσχεύσεων. Οι επιφυλάξεις μας αναφέρονται στους τρόπους εξεύρεσης δωρητών και στην έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου».Πιστεύουμε, τέλος, ότι η συνειδητή, νηφάλια και εκούσια απόφαση για την εν ζωή δωρεά οργάνων προς πάσχοντες συνανθρώπους μας είναι ιερή υπόθεση και αποτελεί έμπρακτη εκδήλωση αγάπης, η οποία αντανακλά την όλη πνευματική υπόσταση του δωρητού και δεν είναι νοητό να είναι η απόφαση αυτή προϊόν επινοήσεων και νομικών ρυθμίσεων με τις οποίες υποβιβάζεται η μοναδικότητα του ανθρωπίνου προσώπου.
Το κείμενο υπογράφουν οι:
1. Μιχαήλ Βρεττός, Αν. Καθ. ΑΠΘ, Δ/ντής Β' Χειρουργικής Προπ. Κλινικής
2. Κ.Γ. Καρακατσάνης, Αν. Καθ. ΑΠΘ, Δ/ντής Εργ. Πυρηνικής Ιατρικής
3.1. Κουντουράς, Αν. Καθ. ΑΠΘ, Γαστρεντερολόγος
4.1.Ν. Τσανάκας, Αν. Καθ. ΑΠΘ Παιδιατρικής Πνευμονολογίας
5. Β. Ζουρνατζή-Κοίος Αν. Καθ. ΑΠΘ Κλινικής Βιοχημείας
6. Ν. Μπαλαμούτσος, Αν. Καθ. ΑΠΘ Διευθυντής ΜΕΘ
7. Α.Σ. Γουλιανός Διευθυντής Κέντρου Ψυχικής Υγείας Καβάλας, Ψυχίατρος
8. Π. Κούγιας, Αναπλ. Δ/ντής Α' Παθ. Κλινικής Ιππ. Γ.Ν. Θεσ/νίκης


Από το παράρτημα του βιβλίου: ΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ; Φάκελλος "Μεταμοσχεύσεις". Οι νόμιμες δολοφονίες εν ονόματι της ζωής ή η νομιμοποίηση της Ευθανασίας;- Χρίστου Βασιλειάδη Θεολόγου - Φιλολόγου πρ. Εκπαιδευτικού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)