Η χρονική περίοδος κατά την οποία διακόνησε στον πατριαρχικό θρόνο, υπήρξε ευτυχής συγκυρία για την εξέλιξη της εκκλησίας σαν θεσμικού παράγοντα.
Εκτός από την προσωπική αξία του, βοήθησαν και οι αξιόλογοι αυτοκράτορες που διατηρούσαν, διεκδικούσαν και κατελάμβαναν τον αυτοκρατορικό θρόνο την περίοδο της πατριαρχίας του.
Η χριστιανική θρησκεία μετρούσε περίπου εννέα αιώνες, από τότε που ο ιδρυτής της Ιησούς Χριστός, απεκάλυψε την αλήθεια στους ανθρώπους.
Η επισημοποίησή της σαν θρησκεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έγινε τέσσερεις αιώνες, αργότερα το 380 μ.Χ. από τον Μέγα Θεοδόσιο, «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη, να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο.»( Cunctos populos, quos clementiae nostrae regit temperamentum, in tali volumus religione versari, quam divinum petrum apostolum tradidisse Romanis).
Παρ’ όλο που η εξάπλωσή της ήταν, σημαντική και γρήγορη, και αυτό φυσικά με χιλιάδες θυσίες και μάρτυρες, πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι την επισημοποίηση της, δεν είχε κατασταλάξει σε ιδεολογικό επίπεδο, μέχρι την ολοκλήρωση της, ώστε να κερδίσει τον οικουμενικό, και πανανθρώπινο της χαρακτήρα.
Στην συνέχεια με την στιβαρά υποστήριξη της κρατικής εξουσίας, τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Πολλές αιρέσεις παρουσιάσθηκαν, θέτοντας ποικίλα θέματα σχετικά με τις ιδεολογικές και θεολογικές αναζητήσεις και ερμηνείες. Λύσεις για αυτά τα ζητήματα τα οποία επεξεργάζονταν και απαντούσαν αξιόλογοι ιεράρχες, δίδονταν μετά από οικουμενικές συνόδους.
Κορυφαίο ζήτημα στους κόλπους της εκκλησίας ήταν η εικονομαχία, που διήρκεσε πάνω από έναν αιώνα (723-843).
Μετά από αυτό η εκκλησία είχε αποκτήσει σταθερότητα, και κύρος, και σαν θεσμός, φυσικό είναι να εκδηλώνει σταδιακά αυτή την δύναμη.
Ο Πολύευκτος παρέλαβε την εκκλησία με όλες αυτές τις προϋποθέσεις, και ο χαρακτήρας του, έδρασε καταλυτικά, ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια μετάλλαξη, στην εκκλησία.
Σταδιακά, διακριτικά η έντονα, η εκκλησία δια του Πολύευκτου, στρέφεται κατά των αυτοκρατόρων όταν αυτοί παραβαίνουν τους θρησκευτικούς κανόνες. Όχι μόνο εξασκεί κριτική και «βέτο» σε εσωτερικά ζητήματα, άλλα κάνει και εξωτερική πολιτική επ’ ωφελεία της ίδιας, και της αυτοκρατορίας.
Από την πατριαρχία του Πολύευκτου, ξεκινά η ενεργός δράση της εκκλησίας στα ζητήματα του κράτους, και ο πνευματικός της ρόλος συμπλέει, με έναν κοσμικό που εξασκεί πολιτική αλλά και εξουσία.
Τότε έγινε το ξεκίνημα της «ειδικής σχέσης» κράτους εκκλησίας που διαρκεί μέχρι της μέρες μας ηπιότερα για το Ελληνορθόδοξο δόγμα, και σε μεγαλύτερο βαθμό για το Ρωμαιοκαθολικό.
Βιογραφία
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον μοναχισμό, αφού έγινε Μοναχός σε μονή της νήσου Πρώτης. Χαρακτηρίζεται κληρικός με ευρεία μόρφωση, μεγάλη θεολογική παιδεία, και ισχυρό χαρακτήρα. Μαζί όμως με τη μεγάλη του μόρφωση, συνδύαζε σε έξοχο βαθμό την αντικειμενικότητα του χαρακτήρα, την σεμνότητα του ήθους, την αποξένωση από κάθε κοσμική τέρψη και την πλήρη καταφρόνηση των χρημάτων. Ζούσε με πολλή απλότητα, εγκράτεια, και πολλές φορές του ήταν αρκετό λίγο ξερό ψωμί για τη συντήρηση του, προκειμένου από το υστέρημα του να θρέψει τους άλλους.
Πολλοί τον αποκαλούσαν δεύτερο Χρυσόστομο για τα χαρίσματά του, με κορυφαία τον ζήλο της πίστης του, και την ρητορική του δεινότητα.
Στα αρνητικά του μπορούν να καταλογισθούν, υπαναχωρήσεις σε θέσεις, και ουδετερότητα, που πιθανόν να στόχευε στην ισορροπία της εξουσίας μεταξύ των δύο θρόνων, του Πατριαρχικού και του Αυτοκρατορικού.
Όταν τον Απρίλιο του έτους 956 μ.χ. απεβίωσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931 - 956 μ.χ.), ο Πολύευκτος χειροτονήθηκε πατριάρχης.
Το αξίωμα του πατριάρχη κατείχε, από το 956 μ.χ έως το 970 μ.χ., περίοδο κατά την οποία, πέρασαν από τον αυτοκρατορικό θρόνο τέσσερεις σημαντικοί αυτοκράτορες.
- Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος(913-959μ.χ.)
- Ρωμανός Β΄ (959-963μ.χ.)
- Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969μ.χ)
- Ιωάννης Α΄Τσιμισκής (969-976μ.χ.)
Η ισχυρές προσωπικότητες των αυτοκρατόρων, από την μια πλευρά και του Πολύευκτου από την άλλη, έχοντας σαν καταλύτη, τα γεγονότα που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, συνετέλεσαν σε ένα βαθμό στην δημιουργία μερικών αντιφάσεων όσον αφορά τις ενέργειες του πατριάρχη.
Πράγματι ο ισχυρός χαρακτήρας του Πατριάρχη φαίνεται εκ των γεγονότων πώς σε μερικές περιπτώσεις εκάμθη, πιθανόν κάτω από το κλίμα πιέσεων, η για να εξυπηρετήσει συμφέροντα της εκκλησίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να του καταλογισθεί ουδετερότητα, ίσως για να προβληθεί η ανωτερότητα της εκκλησίας. .
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Πατριάρχη ήταν η αυστηρότητα στην τήρηση των Ιερών κανόνων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έλθει σε ρήξη με τους αυτοκράτορες, των οποίων ο βίος δεν είχε, σε πολλές περιπτώσεις, πρότυπο του ιερούς κανόνες. Είναι γεγονός πώς οι βασιλείς δεν τους εφάρμοζαν επακριβώς, είτε για προσωπικούς τους λόγους είτε για πολιτικές σκοπιμότητες. Η παραβάσεις αυτές δημιούργησαν αρκετές προστριβές μεταξύ των δύο κορυφαίων φορέων της εξουσίας στην Αυτοκρατορία. Και όμως ο Πατριάρχης που θεωρούσε πρώτιστη υποχρέωση την τήρηση των ιερών κανόνων, πολλές φορές έδειξε υποχωρητικότητα ιδιαίτερα προς το τέλος της θητείας του, αν και οι πράξεις που συνέβησαν δεν ήταν απλά κατακριτέος τρόπος ζωής, αλλά στυγερά εγκλήματα.
Η αγάπη του για τον μοναχισμό και την ασκητική ζωή, εκφράστηκε και με πράξεις,
Κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του ιδρύθηκαν στο Άγιο Όρος οι μονές Της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων.
Ο Πολύευκτος απεβίωσε το 970 μ.Χ., και η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο.
Την μνήμη του εορτάζομε την 5ην Φεβρουαρίου.
Η περίοδος της Πατριαρχίας
Ο Πολύευκτος όπως προαναφέρθηκε διαδέχτηκε τον πατριάρχη Θεοφύλακτο, επί της πατριαρχίας του οποίου υπάρχουν ελάχιστα θετικά στοιχεία για τις δραστηριότητες του Πατριαρχείου. Σύμφωνα με αναφορές χρονογράφων, Ο Θεοφύλακτος προτιμούσε να βρίσκεται στον «σταύλο» παρά την εκκλησία. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, επί του οποίου είχε γίνει πατριάρχης, προσπάθησε να τον ανατρέψει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ο επίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπρανδος, αναφέρει πώς ο πάπας παρέσχε στον πατριάρχη το προνόμιο να φέρει το «πάλλιο» χωρίς την παπική απονομή.Liutprand, Legatio 62 (J.Becker), 209)
Δείγμα της αδρανούς στάσης του πατριάρχη είναι πώς το μόνο σημαντικό έγγραφο, της πατριαρχίας του είναι προς τον τσάρο Πέτρο της Βουλγαρίας. Σε αυτό δίνει συμβουλές για την μεταχείριση της αίρεσης των Βογομίλων, οι οποίο στο έγγραφο καλούνται Παυλικιανοί.
Κορυφαίο πρόσωπο αναδεικνύεται ο πατριάρχης Πολύευκτος. Κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαινιάζει, την πολιτική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, όχι μόνο σαν ένα μεμονωμένο άτομο αρκετά ισχυρό, αλλά σαν εκπρόσωπος μιας ανερχόμενης σε κύρος και αίγλη δυνάμεως, της εκκλησίας, που επί των ημερών του μεταβάλλεται σε πολιτικοποιημένη δύναμη. Η σύγκλητος ενστερνίζεται πρόταση του πατριάρχη για ανάθεση της αρχιστρατηγίας του Αραβικού πολέμου στην Ανατολή στο Νικηφόρο Φωκά.
Αν λάβουμε υπ όψιν μας και την συνωμοτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο«ιερό παλάτιον», με κίνητρο την επιθυμία πολλών φορέων να αναρριχηθούν στον θρόνο, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, συμπεραίνουμε πώς ήταν απαραίτητο να εγκαθιδρυθεί μια εξουσία, έστω και με δυναμικό τρόπο.
Μια στιβαρά και γενικώς παραδεκτή προσωπικότητα ήταν ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς.
Παράλληλα στον πατριαρχικό θρόνο υπήρχε μια εξίσου ισχυρή προσωπικότητα, με σθεναρά βούληση και ανώτατη παιδεία, ο Πολύευκτος.
Ήταν αναπόφευκτο οι δύο άνδρες με τα πολλά κοινά προτερήματα, την αγάπη για το Χριστιανισμό και την αυτοκρατορία, να συνεργαστούν, και να δώσουν λύση στο πρόβλημα της διαδοχής που είχε ανακύψει.
Παραμερίζοντας τις προσωπικές τους αντιθέσεις, και υποσκελίζοντας τις ηθικές ατασθαλίες, που δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί ο αυστηρός και ασκητικός Πολύευκτος, βρήκαν τον συναινετικό δρόμο, να οδηγηθούν σε συνεργασία προς όφελος, εκ του αποτελέσματος, της εκκλησίας, και της αυτοκρατορίας.
Αναγνωρίζοντας ο Πολύευκτος την αξία του Νικηφόρου αλλά και την χριστιανική του ευσέβεια, συνετέλεσε κατά κύριο λόγο στην άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Οι άλλοι δύο παράγοντες που βοήθησαν αυτή την ενέργεια ήταν ο στρατός και η μεγάλη δημοτικότητα του Νικηφόρου λόγω των επιτυχιών που είχε στους πολέμους για την διεύρυνση και υπεράσπιση της αυτοκρατορίας.
Παρά την συνεργασία, και την συναίνεση όμως, ο Πολύευκτος δεν δίστασε να είναι αυστηρός απέναντι στον Νικηφόρο, ιδίως μετά τον γάμο του με την Θεοφανώ.
Φάνηκε λοιπόν απρόθυμος να προστατεύσει τον Βάρδα Φωκά, όταν ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία, ενώ ακόμη δεν είχε επικρατήσει ο υιός του Νικηφόρος. Ένα ακόμη γεγονός που φανερώνει ότι ο πατριάρχης, προσπαθούσε συνεχώς να τονίζει την ουδετερότητα της εκκλησίας και να την ανεβάσει σαν θεσμό πάνω από της κρατικές αντιπαλότητες.
Εξωτερική πολιτική του Πολύευκτου.
Η Όλγα ήταν σύζυγος του ηγεμόνα του Κιέβου Ιγώρ, και κυβέρνησε με ισχυρή πυγμή την Κιεβινή Ρωσία, σαν επίτροπος του γιού της Σβιατοσλάβου.
Εκδικήθηκε τον θάνατο του συζύγου της, καίγοντας ζωντανούς τους δολοφόνους του (την φυλή των Δρεβλιανών). Το απάνθρωπο αυτό εθιμικό δίκαιο της εποχής, την απομάκρυνε σταδιακά από την ειδωλολατρία, και την οδήγησε στο Χριστιανισμό. Την αρχική κατήχηση έλαβε από τον Κιεβινό Χριστιανό ιερέα Γρηγόριο, ενώ στην συνέχεια, μετά από τις επαφές της με το Βυζάντιο, την κατήχηση ολοκλήρωσε ο πατριάρχης Πολύευκτος.
Η Όλγα όπως προαναφέρθηκε βαπτίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 957 μ.χ. ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το 955μ.χ . Ανάδοχός της ήταν ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, και ό ίδιος έγραψε για την επίσκεψή και την όλη διαδικασία.
Αναφέρει λοιπόν πώς ο πατριάρχης Πολύευκτος, που τέλεσε το μυστήριο, της προσέφερε τον σταυρό για ευλογία της, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένα τα ακόλουθα : « Η Ρωσική γη υψώθηκε στην κατά θεόν ζωή με το βάπτισμα της ευλογημένης Όλγας.»
Η διατύπωση αυτή από τον πατριάρχη, γράφει ο μοναχός Επιφάνιος Chernov, υπήρξε προφητική και είχε σπουδαιότατη σημασία.
Ή Όλγα επιστρέφοντας στο Κίεβο, σαν μεγάλη ηγεμονίδα Όλγα, άρχισε να διασχίζει ολόκληρη την χώρα των Ρώσων, κηρύττοντας τον Χριστιανισμό. Η νέα θρησκεία ήταν ήδη γνωστή από Βυζαντινούς εμπόρους, πράγμα που ευνόησε την εξάπλωση του στην αχανή χώρα.
Έτσι η Όλγα έγινε απόστολος, όχι μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία. Το πάθος της νεοφώτιστης, αλλά και ή θέση της στο Ρωσικό κράτος συντέλεσαν, ούτως ώστε να ακολουθήσουν πάρα πολλοί την νέα θρησκεία, και να εξαπλωθεί, σε όλη την επικράτεια.
Πριν τον θάνατό της επεχείρησε να πείσει τον γιό της μεγάλο ηγεμόνα Σβιατοσλάβο, να δεχθεί τον χριστιανισμό χωρίς αποτέλεσμα, και προφήτευσε τον επερχόμενο θάνατο του αλλά και το βάπτισμα της Ρωσίας. Πράγματι ο Σβιατοσλάβος βρήκε φρικτό θάνατο, κατά την διάρκεια πολέμου με τους Πετσενέγους, και το κρανίο του έγινε κύπελο για τον αρχηγό τους.
Ο διάδοχος του όμως Βλαδίμηρος, εγγονός της Όλγας, βαπτίσθηκε Χριστιανός, με όλους του ς Ρώσους το 988 μ.Χ.
Το γεγονός αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Πολύευκτο και χαρακτηρίζεται μείζονος σημασίας επειδή ένας ολόκληρος λαός, καθίσταται ομόθρησκος με την Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Τα αποτελέσματα έχουν διπλή απήχηση, στην εκκλησία, και στην αυτοκρατορία.
Στην εκκλησία επειδή προάγουν την εξάπλωση της θρησκείας, και κατ’ επέκταση την επιρροή της, σε ένα μεγάλο γεωγραφικό, και πληθυσμιακό τμήμα, αυξάνοντας το κύρος και την οικουμενικότητα της.
Στην αυτοκρατορία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, επειδή ένας νέος, και βάρβαρος λαός με ισχυρή παρουσία, και μεγάλη δύναμη, «υποτάσσεται» με όργανο την αποδοχή της θρησκείας του Βυζαντίου, και καθίσταται περισσότερο, φιλικός και συνεργάσιμος, τουτέστι αποδοτικός απέναντι στο Βυζάντιο.
Την εποχή του βαπτίσματος της Όλγας, ο βασιλιάς των Φράγκων Όθων Α΄, είχε βλέψεις για τους ανατολικούς Σλάβους, και προσπάθησε να τους επαναφέρει στην σφαίρα επιρροής του, μέσω ιεραποστολής.
Για τον σκοπό αυτό έστειλε στο Κίεβο τον επίσκοπο Λιβούτιο, ο οποίος απεβίωσε κατά την διαδρομή το 960 μ.Χ. Τον διαδέχτηκε ο Αδαλβέρτος που χειροτονήθηκε επίσκοπος Ρωσίας. Ο Αδαλβέρτος όταν έφτασε στο Κίεβο, αντιμετώπισε την αδιαφορία της Όλγας, και αναγκάσθηκε να επιστρέψει άπρακτος. M.G.H.,SS, I σελ. 624-625
Στην περίοδο της πατριαρχίας του Πολύευκτου εμπίπτει επίσης, και η στέψη του Γερμανού Όθωνος Α΄ ως αυτοκράτορα που έγινε στην Ρώμη το 962 μ.χ. Η σημασία αυτού του γεγονότος στην ιστορία της εκκλησίας είναι αποφασιστική, όχι μόνο επειδή με αυτόν τον τρόπο ή Ρώμη περιήλθε στα χέρια των Γερμανών (εκείνη η Ρώμη στην οποία μια «Βυζαντινή παράταξη» τουλάχιστον κατά καιρούς, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Ανατολικής Ρώμης), αλλά και επειδή ο Όθων Α΄, όπως άλλοτε ο Κάρολος ο Μέγας, ως νόμιμος κληρονόμος του στέμματος των Λογγοβαρδών, επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία του και στην νότια Ιταλία.
Με αυτόν τον τρόπο θα έδινε την ευκαιρία στον πάπα, να επιβάλλει δυναμικά τις αξιώσεις του σε αυτή την περιοχή, που στην περίοδο της εικονομαχίας, την διεκδικούσε τόσο ή Βυζαντινή, όσο και η Ρωμαϊκή εκκλησία. Σημάδι των φόβων και ανησυχιών της Βυζαντινής εκκλησίας, και του αυτοκράτορα, θεωρήθηκε το γεγονός ότι ο Πολύευκτός και η σύνοδός του, με την σύμφωνη γνώμη, ή και την προτροπή του Νικηφόρου Β΄ το 968μ.χ. προήγαγε το Οτράντο (τον αρχαίο Υδρούντα) σε μητρόπολη. Στην νέα μητρόπολη υπάγονταν ως υποεπισκοπές οι περιοχές Acerentila, Turcicum, Gravina, Maceria, και Tricaricum. Grumel 792 Η είδηση ανάγεται στον Λιουτπράνδο, Legatio 62. Υπάρχουν όμως αμφιβολίες. Μια Not;itia episcopatuum την περίοδο Ιωάννου Τσιμισκή αναφέρει μεν τον Υδρούντα ως μητρόπολη αλλά με μόνο μια υποεπισκοπή Τουρσικόν (Tursi).
Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Πολύευκτου οι σχέσεις με την Ρώμη, λόγω της πολιτικής καταστάσεως στην νότια Ιταλία, πέρασαν όλο και περισσότερο στην δικαιοδοσία των αυτοκρατόρων και των παπών. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν σταδιακά ,οι πατριάρχες να μην έχουν βαρύνοντα λόγο, αφού αυτό τουλάχιστον ισχύει, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές. Πρβλ. P.E. Schramm, Kaiser, Basileus und Paps…βλ βιβλιογραφία
Μπράβο παιδιά. Ωραίο Θέμα...
ΑπάντησηΔιαγραφή