του Ιάσωνα Αθανασιάδη
Ποια
μαθήματα μπορούμε να διδαχθούμε από το κοσμοπολίτικο παρελθόν των
πόλεων της Ανατολικής Μεσογείου; Ενα ταξίδι στην μνήμη και την Ιστορία
Σε
ένα πρόσφατο ταξίδι μου στην Αλεξάνδρεια συνάντησα τυχαία, σε ένα
παλιομοδίτικο παραλιακό ζαχαροπλαστείο, έναν έλληνα συγγραφέα
αλεξανδρινής καταγωγής. Στη διάρκεια της κουβέντας μας κατάλαβα ότι, σε
αντίθεση με την πλειονότητα των Ελλήνων και των άλλων μειονοτήτων αυτής
της πόλης που μέσα της είχε κατασταλάξει ολόκληρη η Μεσόγειος, ο
συγκεκριμένος άνθρωπος είχε ο ίδιος επιλέξει να μείνει στην Αλεξάνδρεια.
Αλλά
το γεγονός ότι περπατούσε ακόμη στους δρόμους της σύγχρονης
μετενσάρκωσης της Αλεξάνδρειας δεν σήμαινε και ότι όντως βρισκόταν εκεί.
Μάλλον, θα έλεγα, ο άνθρωπος αυτός κατοικούσε σε μια κάψουλα του
παρελθόντος χρόνου, σε έναν λαβύρινθο από μνήμες, που τον προστάτευε από
τον συνωστισμό, την ασχήμια, τη μόλυνση της σύγχρονης Αλεξάνδρειας, που
του έδινε καταφύγιο καθώς η κατεδάφιση των ιστορικών κτιρίων της πόλης
προχωρούσε ολόγυρά του.
Ηταν
ισχυρός ο λόγος ο οποίος τον έκανε να μείνει, ακόμη και αν ήταν απών: Ο
πατέρας του, αριστερών πεποιθήσεων, είχε αφιερώσει τη ζωή του στον
αγώνα για την ανεξαρτησία της Αιγύπτου από τους βρετανούς αποικιοκράτες.
Εχοντας ηγηθεί μιας εξέγερσης ναυτικών που απαιτούσαν καλύτερα
δικαιώματα, ο πατέρας του συγγραφέα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την υπό
βρετανική διοίκηση τότε Αίγυπτο για τη Μόσχα. Από τη Μόσχα αργότερα
μεταφέρθηκε στην Τασκένδη και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, κάπου
στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ποτέ δεν είδε ξανά την αγαπημένη του
Αλεξάνδρεια.
Ο
γιος του κράτησε τους δεσμούς με την πόλη του πατέρα του, περνώντας
κάθε χρόνο πολλούς μήνες σε γειτονιές που το παρελθόν τους τον ενέπνεε
να διαπράττει λογοτεχνικές πράξεις. Αλλά η γενιά του, η γενιά των
εξηντάρηδων Αρμένιων, Ιταλών και Εβραίων – παιδικοί φίλοι, συνεταίροι
στις δουλειές, παλιές αγάπες -, ήταν αυτή που υπέφερε τα μέγιστα από τη
σοσιαλιστική επανάσταση του Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ και τα εθνικιστικά
απελευθερωτικά κινήματα που σάρωσαν την περιοχή, από το αποτέλεσμα,
δηλαδή, που είχαν ως στόχο οι αγώνες του πατέρα του.
Αλλού,
στην ευρύτερη περιοχή, ο λεβαντίνικος κοσμοπολιτισμός στραγγαλίστηκε
από την πολιτική του εκτουρκισμού που επέβαλε ο Κεμάλ Ατατούρκ, από τον
αραβικό εθνικισμό των μπααθιστών και από τις συνέπειες που είχε η
δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η
Βηρυτός, η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη μαράζωσαν. Σήμερα δεν
υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση της Αλεξάνδρειας με τη Βηρυτό ή την
Κωνσταντινούπολη, ούτε βέβαια της Σμύρνης με τη Θεσσαλονίκη.
Ο πονοκέφαλος της Πόλης
Από
τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα ως και τη δεκαετία του 1950 τα λιμάνια
του Λεβάντε ήταν κέντρα εμπορίου και φάροι μιας γαλλότροπης
δυτικοποίησης. Ηταν, με τα δεδομένα του 19ου αιώνα, κάτι σαν το σημερινό
Ντουμπάι και την Ντόχα, με τη διαφορά ότι είχαν επιπλέον και ένα άκρως
σημαντικό κοσμοπολίτικο επίχρισμα. Αυτό τούς το προσέδιδε το ζωντανό
μείγμα των μειονοτήτων, εθνικών και θρησκευτικών – Αρμένιοι, Τσερκέζοι,
Ελληνες, Εβραίοι και άλλοι – που συμβίωναν υπό την οθωμανική
επικυριαρχία. Το θαλάσσιο εμπόριο συνέδεε τις πόλεις αυτές και μείωνε
την εξάρτησή τους από την ενδοχώρα που τις περιέβαλλε.
Ομως,
μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 20ό αιώνα, οι ιστορικές
τροχιές τους άρχισαν να αποκλίνουν. Ο εθνικισμός επέβαλε την ενσωμάτωση
των πόλεων αυτών στα αναδυόμενα κράτη – την Ελλάδα, την Τουρκία, την
Αίγυπτο, τον Λίβανο – και στην πορεία η φυσιογνωμία τους άλλαξε. Η
αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο και ξύπνησε με
πονοκέφαλο στη ρεπουμπλικανική Τουρκία. Η πολύβουη Θεσσαλονίκη, από εκεί
που ήταν το λιμάνι ολόκληρων των Βαλκανίων και η μεγαλύτερη εβραϊκή
πόλη της Ευρώπης, έγινε η δεύτερη πόλη του ελληνικού κράτους. Η
αριστοκρατική Αλεξάνδρεια βούλιαξε μέσα στη σοσιαλιστική αδιαφορία. Και
τη χειρότερη μοίρα την είχε η Βηρυτός – τα νέα κράτη την πήραν όμηρο,
κυριολεκτικά, και η πόλη καταστράφηκε σε μια κλασική περίπτωση πολέμου
διά πληρεξουσίων.
Η
Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη ήταν από τις πρώτες πόλεις που έχασαν τον
χαρακτήρα τους. Τη Σμύρνη την έκαψε το 1922 ο νικηφόρος τουρκικός
στρατός, γράφοντας έτσι το τελευταίο κεφάλαιο της αποτυχημένης απόπειρας
μιας ελληνικής στρατιάς να καταλάβει το ιστορικό βάθος του Βυζαντίου. Η
ταυτότητα της Θεσσαλονίκης υποβαθμίστηκε διαδοχικά – πρώτα από την
εσκεμμένη αποδόμηση της οθωμανικής και εβραϊκής κληρονομιάς μετά το 1912
και την ανάκτηση της πόλης από τους Ελληνες (οι οποίοι ως τότε ήταν μια
μειονότητα 40.000 σε έναν πληθυσμό 160.000), ύστερα, από τη ναζιστική
Κατοχή και, τέλος, από την τσιμεντοποίηση που σημάδεψε τα χρόνια της
αστυφιλίας στην Ελλάδα.
Και
η διαγραφή της μνήμης συνεχίζεται. Πέρυσι τον Νοέμβριο, περιδιαβάζοντας
στο ιστορικό κέντρο της Αλεξάνδρειας, η Αλ Ζαχρά Αντέλ Αγουάντ, μια
ακτιβίστρια που διατηρεί σελίδα στο Facebook για την Αλεξάνδρεια της
μπελ επόκ, μου έδειξε ένα ετοιμόρροπο ξύλινο σπίτι με ηλικία τουλάχιστον
ενός αιώνα, λέγοντάς μου ότι ήταν ένα από τα τελευταία οθωμανικά σπίτια
που απέμειναν στην πόλη. «Κοίταξέ το καλά» με συμβούλεψε. «Την επόμενη
φορά που θα έλθεις μπορεί να μην είναι πια εδώ».
Κατεδάφιση των αναμνήσεων;
Ομως,
όσο και αν μας προκαλεί θλίψη η κατεδάφιση κάποιων κομψών κτιρίων,
γιατί να έχει σημασία το ξεθώριασμα των αναμνήσεων των πόλεων αυτών;
Αυτή η νοσταλγία μήπως απλώς κανακεύει τις ευαισθησίες μιας μικρής
μειονότητας καταλοίπων του παρελθόντος, ανθρώπων απορροφημένων στον
εαυτό τους; Δεν δείχνει, αντίθετα, έλλειψη ευαισθησίας, σε μια στιγμή
που γινόμαστε μάρτυρες της σύγχρονης αναταραχής στη Μέση Ανατολή, το να
ασχολούμαστε με τις πέτρες και τα τούβλα που άφησε πίσω της μια
κοινότητα ξένων;
Δεν
θα έπρεπε καλύτερα να στρέψουμε όλη την προσοχή μας στην πολιτική και
οικονομική κρίση που χτυπά την Τουρκία και την Ελλάδα ή στις συρράξεις
στη Συρία, στην Αίγυπτο, στο Ιράκ, στη Λιβύη και αλλού με τους
εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς τα τελευταία χρόνια; Δεν είναι αλήθεια ότι
τα κενά εξουσίας που δημιούργησε η Αραβική Ανοιξη είχαν ως συνέπεια
χαμένες ζωές, την κατάρρευση του φυσικού περιβάλλοντος και τη λεηλασία ή
καταστροφή της κληρονομιάς που άφησαν οι Οθωμανοί, οι Μαμελούκοι, οι
Βυζαντινοί και τα ελληνιστικά βασίλεια – κληρονομιάς με απείρως
μεγαλύτερη ιστορική αξία από αυτήν που έχουν μια φούχτα αστικά κτίρια
του 19ου αιώνα;
Γιατί, σε τελική ανάλυση, να κλάψουμε για τη διαγραφή μιας εποχής που ούτως ή άλλως έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί;
Προσωπικά,
πιστεύω ότι έχει σημασία και πρέπει να μας νοιάζει και αυτό, γιατί η
κατανόηση της ιστορίας του τέλους της κοσμοπολίτικης εκείνης εποχής μάς
επιτρέπει να ξεμπλέξουμε το κουβάρι της αφήγησης που μας έχει φέρει
σήμερα στο χείλος του γκρεμού. Αναφέρομαι στην ομογενοποίηση, σε μεγάλο
βαθμό, αυτής της περιοχής που έγινε δυνατή χάρη στην εκδίωξη των
μειονοτήτων και στην προώθηση της ιδέας των ούτως καλουμένων «καθαρών»
εθνών – τουρκικού, ελληνικού, αραβικού. Και στο γεγονός ότι οι πολιτικές
που απέρρεαν από τον σοβινισμό, αντί να θέσουν τέλος στις συρράξεις και
στις δυσλειτουργίες, τις έκαναν να φουντώσουν ακόμη περισσότερο.
Σε
όλες τις χώρες που κάποτε ήταν περήφανες για τα πολυσύχναστα λιμάνια
τους με τις πολυπολιτισμικές κοινότητές τους διαμορφώθηκαν αφηγήσεις
στηριγμένες στον θρησκευτικό και στον εθνικιστικό σοβινισμό που
χρησιμοποιήθηκαν για να στηθεί μέτωπο εναντίον κάποιου «κοινού εχθρού».
Ομως
η ξενοφοβία δεν κατάφερε να νικήσει την αποικιοκρατία ούτε και μπόρεσε
να παραγάγει κοινωνική αρμονία. Η εκδίωξη μεγάλων τμημάτων των
χριστιανικών και εβραϊκών κοινοτήτων της Μεσογείου από τις εστίες τους
μπορεί να απέδωσε κάποια παροδικά οφέλη μέσω της ανακατανομής του
κεφαλαίων τους και των άλλων περιουσιακών τους στοιχείων, αλλά με
κανέναν τρόπο, ασφαλώς, δεν οδήγησε σε μόνιμη οικονομική και κοινωνική
ευημερία.
Δημιούργησε
επίσης στον αραβικό κόσμο ένα τέλμα αυταρέσκειας και επανάπαυσης, καθώς
τα πιο δραστήρια και ανταγωνιστικά στοιχεία στη σφαίρα του εμπορίου,
του παζαριού, απομακρύνθηκαν. Στη θέση τους συνομολογήθηκε ένα
επιπόλαιο, και συνεπώς προβληματικό, κοινωνικό συμβόλαιο που προβλέπει
ότι ο αφέντης εγγυάται στον λαό του, μέσω γενναιόδωρων επιδοτήσεων,
φθηνά τρόφιμα και καύσιμα, και σε αντάλλαγμα ο λαός δίνει την υποταγή
του και δεν διαμαρτύρεται.
Οι
χώρες που αναδύθηκαν μέσα από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
ενεπλάκησαν σε μια δίνη όλο και βαθύτερων προβλημάτων και δυσλειτουργιών
– εκπαιδευτικών, οικονομικών και κοινωνικών. Τη συνοχή των χωρών αυτών
την κράτησαν οι λεγόμενοι «ισχυροί άνδρες» που προήλθαν μέσα από τους
κόλπους του μοναδικού στέρεου θεσμού που διέθεταν τα νέα κράτη: του
στρατού. Οι χώρες που ιδρύθηκαν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, της Βρετανικής και της Γαλλικής, γνώριζαν ότι προϋπόθεση
για την επιβίωσή τους ήταν να επενδύσουν στη δημιουργία μέσα στο μυαλό
των υπηκόων τους – που μπορεί να ήταν «Τούρκοι», «Αιγύπτιοι», «Ελληνες» ή
«Ισραηλινοί» – ενός διαστρεβλωμένου πατριωτισμού που πάνω του δεν
κολλούσε τίποτε διαφορετικό και που στόχο είχε να εξοβελίσει τις μνήμες
της συνύπαρξης που είχαν συσσωρεύσει γενεές επί γενεών.
Η
εθνικιστική παιδεία που όλοι λάβαμε στα σχολεία μας ήταν δομημένη με
τέτοιον τρόπο ώστε να μας κάνει να αυτοπροσδιορισθούμε στη βάση κάποιων
στενών εθνικών και θρησκευτικών ορισμών ή σε αντιπαράθεση με κοινούς
εχθρούς, και να μη μας επιτρέψει να δούμε τον εαυτό μας ως τα συστατικά
στοιχεία, ο καθένας μας με τις δικές του πλούσιες ιδιαιτερότητες, ενός
αρμονικού πανοραμικού ψηφιδωτού της ευρύτερης περιοχής μας και της
ιστορίας της.
Και
μπορεί αυτή η στρεβλή εικόνα να μην έφερε μεγάλη αναστάτωση στην
ενδοχώρα των νέων κρατών, αλλά για τα λιμάνια τους ισοδυναμούσε με
θάνατο. Η Αλεξάνδρεια, η Βηρυτός, η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη και η
Σμύρνη ήταν εργασιομανείς πόλεις-κράτη που παρήγαν από μόνες τους πολύ
σημαντικά ποσοστά του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος των κρατών που στη
συνέχεια τις απορρόφησαν.
Οι άτεγκτοι κανόνες του παζαριού
Σε
αυτές τις πόλεις-χωνευτήρια η ζωή διεπόταν από κάποιους άτεγκτους
κανόνες του παζαριού. Υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Τα ανώτερα
στρώματα των Ευρωπαίων, Οθωμανών και Λεβαντίνων απολάμβαναν προνομιακή
μεταχείριση χάρη στις διομολογήσεις, τη νομοθεσία που είχε θεσπιστεί στο
λυκόφως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και που επέτρεπε στις μειονότητες
να αποκτούν την προστασία ισχυρών ξένων προξενείων, κάποιες φορές
αγοράζοντας πολλαπλές ευρωπαϊκές υπηκοότητες. Υπήρχε όμως και μεγάλη
κοινωνική διαφοροποίηση στους κόλπους των μειονοτήτων – αυτοί που είχαν
έλθει πρόσφατα ξεκινούσαν από τα χαμηλά.
Οι
Ελληνες της εργατικής τάξης δούλευαν σε παντοπωλεία, τα μέλη της
μεσαίας τάξης της μειονότητας εργάζονταν σε δουλειές γραφείου (όπως, για
παράδειγμα, ναυτιλιακοί πράκτορες), ενώ οι πλούσιοι της κοινότητας
μπορεί να ήταν μεγιστάνες του καπνού που κάποια από τα κέρδη τους τα
διοχέτευαν υπό μορφή δωρεών για την ανέγερση σχολείων και νοσοκομείων
προς όφελος των λιγότερο ευκατάστατων συμπατριωτών τους. Ο Ελληνας ή ο
Ιταλός μπορεί να ήταν τόσο πλούσιος όσο ο πασάς ή τόσο φτωχός όσο ο
φελάχος και συχνά έμεναν και στις ίδιες γειτονιές.
Κάποιοι
επιζώντες της παραδοσιακής εργατικής τάξης της Αιγύπτου, που
περιελάμβανε και κόπτες και μουσουλμάνους, θυμούνται με νοσταλγία τα
παιδικά τους χρόνια στις μεικτές γειτονιές της Αλεξάνδρειας όπου ζούσαν
πλάι πλάι με Αρμένιους, Ελληνες, Εβραίους, Μαλτέζους και, πιο σπάνια, με
κάποιον εξόριστο ρώσο αριστοκράτη, θιασώτη του τσάρου. Κάποιοι
ηλικιωμένοι Τούρκοι θυμούνται ακόμη φράσεις στα ελληνικά που τις έμαθαν
παίζοντας με τα παιδιά των Ρωμιών, όταν μεγάλωναν στα ψαροχώρια του
Βοσπόρου ή στις γειτονιές εκείνες του κέντρου της Κωνσταντινούπολης που
είχαν έντονο το μειονοτικό στοιχείο. Και κάποιοι Εβραίοι της
Θεσσαλονίκης που επέζησαν θυμούνται ακόμη φράσεις στα βουλγάρικα ή στα
τούρκικα που τις άκουγαν συχνά από τους γείτονές τους.
Στην
Αλεξάνδρεια, στη Βηρυτό, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και στη
Σμύρνη οι ταμπέλες των μαγαζιών ήταν γραμμένες στα γαλλικά, στα
ελληνικά και στα αραβικά, και ο περισσότερος κόσμος μπορούσε να
συνεννοηθεί σε κάποιες τουλάχιστον από αυτές τις γλώσσες, αν όχι και στα
τούρκικα, στα ιταλικά, στα λαντίνο και στα αγγλικά. Την εποχή εκείνη η
συνύπαρξη των διαφόρων κοινοτήτων ήταν τόσο αλληλένδετα συνυφασμένη, που
ο κοσμοπολιτισμός δεν ήταν κτήμα μόνο των πλούσιων και μορφωμένων, και
δεν είχε βέβαια και τους συνειρμούς που απέκτησε στη δεκαετία του 1960,
χάρη στους διαφημιστές που επένδυσαν τότε στο κοσμοπολίτικο μήνυμα για
να προωθήσουν τα αεροπορικά ταξίδια προς εξωτικούς προορισμούς.
Ο
αιώνας του εθνικισμού που μεσολάβησε σκότωσε τον κοσμοπολιτισμό και η
εξάπλωση της τεχνολογίας συνέβαλε σε μια ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση.
Σήμερα η μνήμη της Ανατολικής Μεσογείου που έφυγε διατηρείται στις
μισογκρεμισμένες προσόψεις και στα μπαλκόνια σε σχήμα οστράκου των
χαρακτηριστικών πολυκατοικιών της Αλεξάνδρειας, στις νεοκλασικές βίλες
της Θεσσαλονίκης και στα σεράγια της Βηρυτού.
Μερικές
φορές, ακόμη και αυτά τα θραύσματα της μνήμης παρασύρονται από τη ροή
της Ιστορίας και χάνονται. Για παράδειγμα, στις διαδηλώσεις του
περυσινού καλοκαιριού στο Πάρκο Γκεζί στόχος των διαμαρτυριών ήταν η
καταστροφή ενός πάρκου και η αντικατάστασή του από ένα εμπορικό κέντρο
και ξενοδοχείο τα σχέδια των οποίων παρέπεμπαν σε μια κιτς εκδοχή
οθωμανικού στρατοπέδου – ελάχιστοι όμως από τους διαδηλωτές
συνειδητοποίησαν, έστω υποσυνείδητα, ότι συγχρόνως έδιναν μάχη και
ενάντια στην επιβολή ενός συντηρητικού, θρησκευτικά οπισθοδρομικού,
νεοφιλελεύθερου, τουριστικού λούνα παρκ κυριολεκτικά επάνω σε μια κάποτε
κοσμοπολίτικη γειτονιά, γνωστή για τον μποέμικο τρόπο ζωής της, για τις
εκκλησίες της, για τις συναγωγές της και για τους εμπόρους της,
Γενοβέζους, Εβραίους της Ισπανίας, Αρμένιους και Ελληνες.
Δεν
ήταν τυχαίο ότι ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
κατακεραύνωσε πρόσφατα τους αντιπάλους του ως «θαυμαστές του Βυζαντίου».
Επειδή
οι μνήμες χάνονται, είναι σημαντικό να διασώσουμε αυτή την
προειδοποίηση από τις τελευταίες αναλαμπές της στάχτης του
κοσμοπολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου: Οτι η συνεργασία χωρίς
αποκλεισμούς και σε ένα κλίμα διαπολιτισμικής ανοχής είναι αναγκαία για
να νικηθούν οι στενόμυαλες διαμάχες που σήμερα βραχυκυκλώνουν ολόκληρες
κοινωνίες, από τις πολιτικές ελίτ ως και τον μέσο πολίτη.
Σε
μια περιοχή του κόσμου που σήμερα ξεσκίζει τις σάρκες της σε ένα όργιο
σεχταρισμού και καχυποψίας, αυτό μπορεί να φαίνεται αδιανόητο. Και όμως,
μόνο αν συνειδητοποιήσουμε ότι έτσι είναι τα πράγματα θα μπορέσουμε να
βγούμε από το σημερινό μας αδιέξοδο.
* Ο Ιάσων Αθανασιάδης είναι συγγραφέας και κινηματογραφιστής. Κινείται μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Καΐρου και Τρίπολης της Λιβύης.
**
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στον δικτυακό τόπο του Al Jazeera. Οι
απόψεις που διατυπώνονται στο άρθρο ανήκουν στον συγγραφέα και δεν
απηχούν απαραίτητα την άποψη του Al Jazeera.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το ιστολόγιο μας δεν υιοθετεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Παρακαλούμε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες, επίσης οι σχολιασμοί σας να μη ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας.
Σχόλια τα οποία περιέχουν ύβρεις, θα διαγράφονται.
Τα σχόλια πλέον ελέγχονται από τους διαχειριστές του ιστολογίου, γιαυτό θα υπάρχουν καθυστερήσεις στην εμφάνιση τους. Γενικά γίνονται όλα αποδεχτά, εκτός από αυτά που είναι διαφημίσεις ή απάτες.
Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση.
(επικοινωνία:eleftheroi.ellines@gmail.com)